Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2013

Απολογισμός και προϋπολογισμός


Μου αρέσει ο θάνατος της φύσης! Είναι η φυσική εξέλιξής της. Είναι ένα photo finish την ώρα που κόβει το νήμα της ζωής σαν τερματίζει τον σκοπό της. Παγώνει η εικόνα, ο κόσμος, οι γεννήσεις και οι γενέσεις. Ναρκώνονται τα πάντα και κοιμούνται τον ύπνο του δικαίου. Αλλά πολλές φορές και του αδίκου. Άλλοι, πέφτουν σε χειμερία νάρκη, και άλλοι, δεν ξυπνάνε ποτέ! Κρύο, αφεψήματα, χιόνια, πάγοι, κασκόλ, παλτό, σούπες ζεστές, κούπες καυτές, κατσαρόλες ετοιμόγεννες. Εκεί κάπου γύρω δεν είναι δύσκολο να μυρίσεις τη μαμά σου! Σ’ ένα φαΐ, σ’ ένα μπαχάρι, στο απορρυπαντικό, στο μαλακτικό, στο γάλα, στην κρέμα, στο αβγό, στη σούπα...σου στέλνει η μύτη χαιρετίσματα από το προ απογαλακτισμένο παρελθόν σου πως η μάνα σε γυροβολάει. Έτσι είναι κάθε στιγμή της χρονιάς που περνάει. Κάθε άρωμα σε παραπέμπει κάπου, σε κάποιον, σε πρόσωπο, σε στιγμή, σε μέρος, σε...Αλλά και κάθε ήχος, τραγούδι, ρυθμός....παραπομπή!
Ο χρόνος δεν είναι τίποτε παραπάνω από μία κυκλική και περιοδική κίνηση με παραπομπές που κάνει η μύτη, η γλώσσα, το μάτι, το αφτί, η αγκαλιά και με φυγόκεντρο τις ελπίδες, αλλά κεντρομόλο τις αναμνήσεις. Καθώς περνάει η γραφίδα του χρόνου, χαράζει επάνω μας γεύσεις, ακούσματα, εικόνες, ήχους και αγγίγματα. Οσμές, όπως το βρεγμένο χώμα από τις μπόρες της άνοιξης, το νοτισμένο από την παιχνιδιάρα και χαδιάρα βροχή, εκείνη που χτενίζει τα δέντρα πριν πέσει πάνω του και το γονιμοποιήσει και πριν συνθλίψει τη θλίψη, τις στάλες και μαζί τη μύτη, καθώς βγαίνεις έξω από την πόρτα του σπιτιού για να μυρίσεις την Άνοιξη. Ήχοι, όπως οι τηγανητές πιπεριές που τσιτσιρίζουν απ’ τη μέσα μεριά στο παράθυρο της γειτόνισσας και όπως η σπιτική μαρμελάδα που σιγοβράζει στην καλοκαιρινή ηλιοκαμένη αυλή ή το καψαλισμένο στον φούρνο ψωμί και οι φλούδες μανταρίνι επάνω στη σόμπα που σφυρίζει ή το χοιρινό στη γάστρα και η πατάτα η παντρεμένη με μελιτζάνα καθώς σκάει μέσα στις στάχτες του τζακιού. Είναι όμως και τα ακριβά αρώματα στις αίθουσες αναμονής των αεροδρομίων καθώς σούρνεις τη γεμάτη κουρασμένες βόλτες βαλίτσα σου, αλλά και τα φθηνά αρώματα στα ανατολίτικα παζάρια σαν σούρνεις το καροτσάκι της λαϊκής. Είναι το φρύγανο στην αλίκτυπη νησιώτικη πέτρα, είναι και η χρυσή μα τόσο γερασμένη ελιά, η ερημωμένη εκκλησιά και το άσπρο του ασβέστη που γρατσούνισε η φούξια βοκαμβύλια. Είναι το μπλε που ξοδεύει ο θεός για να μην τον βλέπουμε, είναι εικόνες σαν την πασχαλιά που μωβίζει τα παραθυρόφυλλα. Ο χρυσός καλοκαιρινός ήλιος, το ασημένιο μεταμεσονύκτιο φεγγάρι, ο πρωινός ελληνικός καφές με το κουβεντολόι κι οι καλημέρες οι πολλές, οι πολύ πρωινές και οι ύστερες, οι κάτω από τα βαριά παπλώματα και τα δροσερά σεντόνια, τα φρεσκοπλυμένα σε ελληνική μπουγάδα ξαπλωμένη κάτω από τον εραστή της ήλιο....είναι όλα εικόνες, χρώματα κι αρώματα στην κινηματογραφική ταινία της χρονιάς.
Η ζωή της χρονιάς που πέρασε και κάθε χρονιά που περνάει είναι η απαλή χνουδωτή κουβέρτα, τα χουχουλιάρικα πασούμια, η ζεστή αγκαλιά που ξαπλώνει μαζί σου στον καναπέ και το άρωμα του τσαγιού που βράζει στη σόμπα και σκαρφαλώνει το λαιμό της τσαγιέρας και ύστερα τον δικό σου. Ο χρόνος που πέρασε είναι αυτός που καλωσορίζει αυτόν που έρχεται με βανίλια, γαρύφαλλο, μέλι και αλεύρι. Αυτός που μυρίζει οικογένεια, που αγκαλιάζει παιδικές φωνές, που γεύεται σπιτικές μυρωδιές, που αφουγκράζεται το σώμα του άλλου, που μπερδεύει αισθήσεις, που παντρεύει αισθητικές, που διαλύει διχόνοιες. Είναι οι τοίχοι που αντηχούν χάχανα και λάχανα. Βρασμένα ή φρεσκοκομμένα... και άλλες πολλές εικόνες ανακατεμένες με ήχους και γεύσεις και αγκαλιές, γεμάτες ή αδειανές, εξίσου νοσταλγικές:
Ο χρόνος που πέρασε είναι ό,τι ζήσαμε ή χάσαμε, θάψαμε, πετάξαμε, νιώσαμε, κλάψαμε, νοσταλγήσαμε, θυμώσαμε, λυτρώσαμε, φιλήσαμε, αγκαλιάσαμε, κάψαμε, φτιάξαμε, δημιουργήσαμε, κολυμπήσαμε, γυρίσαμε, καθίσαμε, ταξιδέψαμε, στερηθήκαμε, κερδίσαμε, δώσαμε, πήραμε... Τίποτε περισσότερο, και τίποτε λιγότερο.
Ο χρόνος φεύγει, τα χρόνια φεύγουν, η χρονιά απολογείται: Καλή? Κακή? Μία απ’ τα ίδια! Τα είχε όλα. Όπως σε όλους. Και για άλλους ήτανε γενναιόδωρη, για άλλους τσιγκούνα και αρπαχτικό. Τι σημασία έχει όμως πια? Το μόνο που μένει είναι οι μνήμες. Για άλλους μόνο ένα μνήμα. Το θέμα είναι τι θα ‘ρθει και πώς θα το κάνουμε κι αυτό να μην περάσει στη λήθη άχρωμο, άγευστο, άηχο, άοσμο και ανέπαφο. Γιατί η αγάπη ζει στα μικροπράγματα!

Σας εύχομαι ολόψυχα Καλή Χρονιά!





Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2013

Η Ομόνοια και το «θρεπτικό» μήλο της Έριδας!


Υπάρχουν ορισμένοι άνθρωποι που εάν τους ρωτήσεις τι είναι η ομόνοια το μόνο που έχουν να σου απαντήσουν είναι το πολύ, «μία από τις κεντρικές πλατείες της Αθήνας»! Ως εκεί. Παρέκει δεν έχει. Παρέκει πας Σύνταγμα ή Μοναστηράκι! Η ομόνοια ως σύμπνοια, ως κατάσταση, ως ατμόσφαιρα δεν υπάρχει στο λεξιλόγιό τους. Στις σχέσεις τους μάλιστα φαντάζει μέρος εξωτικό με χαβανέζες, λευκές αμμουδιές και μοχίτος σε ένα άλλο μέρος πεταμένο στον Ατλαντικό, τον Ινδικό ή τον Ειρηνικό. Αυτοί, ζουν στον Πολεμικό! Είναι ένας ωκεανός -μην πω πλανήτης- μοναδικός, χτισμένος επάνω σε έριδες, φασαρίες και διοικείται με το μοναδικό πολίτευμα της οχλοκρατίας. Πρόκειται για τον ωκεανό όπου το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό ή για τον πλανήτη (δεν έχω αποφασίσει τι είναι!) όπου επικρατούν οι νόμοι της ζούγκλας. Ενίοτε οι άναρθρες κραυγές δεν εδέησαν ποτέ να γίνουν έναρθρες σε μία διπλή άρθρωση. Το ΟΥΓΚ είναι όλο κι όλο το λεξικό τους και προφανώς έχουνε μείνει ακόμα πάνω στα δέντρα. Είναι φύσει απολίτιστα όντα. Τις διαφορές τους τις λύνουν με τσαμπουκά, λεκτικό, φραστικό ή σωματικό. Τη διαφορά τους την ξέρουν. Πως υστερούν το νιώθουν. Αλλά η αντίδραση είναι απλά υστερική. Η παλαιοντολογική τους αντίληψη για τα πράγματα συνδέεται και με τον τρόπο που σκέφτονται. Ποιος ήλιος και ποια τροχιά του κόσμου γύρω από ‘κείνον? Ο κόσμος μπορεί να υπάρχει μόνο όταν περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό τους. Όλα γυρίζουν γύρω από εκείνους και ποτέ εκείνοι γύρω απ’ τους άλλους. Ούτε καν γύρω απ’ τον ήλιο. Άλλωστε κάποιος τους έκανε κάποτε αστέρες. Κι εκείνοι το πίστεψαν. Ευδοκίμησαν σε περιβάλλον αυλοκολάκων, με νοημοσύνη κατά τι χαμηλότερη από εκείνους και βλαστήσανε, πέταξαν κλαδιά, μαζί και δόντια και νύχια. Αυτοί οι αστέρες εάν είναι διάττοντες ή όχι, δεν έχει σημασία. Ούτε αντιλαμβάνονται ότι περισσότερο μοιάζουν με πυροτεχνήματα παρά με ζωογόνες πηγές φωτός. Δεν αναγνωρίζουν πως ανήκουν στις φωτοβολίδες από εκείνες που φωτίζουν για λίγο, μα ταυτόχρονα κουβαλούν την επικινδυνότητα να σε πάρουν ξώφαλτσα και στην καλύτερη να σε τυφλώσουν, στη χειρότερη να σε σκοτώσουν! Αυτοί οι άνθρωποι δεν ομονοούν. Απλά διαφωνούν. Είτε γιατί τρέφονται από την έριδα την ίδια και όχι μόνο από το θρεπτικό της μήλο, είτε γιατί τα αφτιά τους πρέπει να τα χαϊδεύεις για να μην τους ταράττεις τους κύκλους τους. Αυτοί έχουν μάθει μόνο να σε ταράζουν!

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2013

Χάρτινα όνειρα (?)


Περιχαρής γύρισα σπίτι και κόλλησα το χαρτάκι στο ψυγείο. Σε περίοπτη δλδ θέση να το βλέπω συνέχεια. Δε γράφει τίποτε το περιττό. Ούτε καν ολόκληρο το όνομά του. Μόνο τα αρχικά και με ωραία ολοστρόγγυλα ψηφία γραμμένο τον περιζήτητο αριθμό του! Για μένα περιζήτητο. Για άλλους αζήτητο. Μου μοιάζει με αυτόγραφο. Ίσως και με ραβασάκι. Με ένα ενθύμιο που σου αφήνουν ορισμένες γνωριμίες. Από εκείνες που έρχονται ξαφνικά στη ζωή σου σαν κομήτες από το πουθενά, με τις οποίες στη συνέχεια ανταλλάσσετε τηλέφωνα και διευθύνσεις, αλλά στο τέλος μένει ο καθένας σπίτι του με τους φίλους του και τους κύκλους του -από κιμωλία ή όχι- πάντως σίγουρα περιχαρακωμένος. Όλο το άλλο ήταν μία παρένθεση. Και το χαρτάκι με το τηλέφωνο? Ένα αναμνηστικό. Μαγνητάκι-Souvenir.
Γι’ αυτό κι εγώ το κόλλησα στο ψυγείο μαζί με τα άλλα από τη Νέα Υόρκη και τις Μπαχάμες.
Ένας αριθμός είναι, μια σύνδεση, μια δυνάμει επαφή. Ένα ρημαδιασμένο μικρό, ασήμαντο, λευκό και άοσμο χαρτάκι, από εκείνα που σου σκουντούν τη μνήμη, όταν κοιμάται τον ύπνο του δικαίου και σε κάνουν να μην ξεχνάς. Το ψυγείο όμως δεν ταιριάζει ούτε με τη σύνδεση, ούτε με την επαφή, ούτε με την επικοινωνία. Οι επαφές θέλουν ζεστασιά, όχι κρυάδα. Το ψυγείο είναι ψυχρό και κρύο. Καμιά φορά το λες και δροσερό, αλλά από τότε που εφευρέθηκαν τα μαγνητάκια το λες απλά ψυχρότερο. Κολλάς επάνω του λογαριασμούς, χρέη, λίστες για ψώνια και αγχωτικά προγράμματα και ραντεβού. Άχαρα πράγματα.
Ξεκαρφίτσωσα, λοιπόν, τους λογαριασμούς και άφησα τα μαγνητάκια και τις card postal να με ταξιδεύουν στα μέρη των φίλων μου από όπου μου τα έφεραν: Χαβάη, Ιαπωνία, Las Vegas και Μεξικό. Και δίπλα εκεί κόλλησα και το χαρτάκι με τη δυνάμει τηλεφωνική επαφή να με ταξιδεύει σε μελλοντική ιστορία που με τη φαντασία μου τουλάχιστον θα επιδιώξω. Που ή θα την καταφέρω ή που δεν πρόκειται. Δλδ που ή θα γίνει ή δε θα γίνει! Αλλά πρέπει να γίνει! Έτσι, για την τιμή των όπλων! Διότι και τι δεν τράβηξα να τον βρω αυτόν τον αριθμό! Υποχρεώθηκα, αλλά εις μάτην. Ίδρωσα. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Έδωσα το «είναι» μου, το «έχειν» μου, αλλά και το «δεν έχειν» μου. Μόνο κυριολεκτικά. Γέλασα και έκλαψα, σάστισα, απόρησα, πίστεψα, ξεγελάστηκα, με κορόιδεψαν, κορόιδεψα, εμένα, τους άλλους, κανέναν (?). Δεν έχει σημασία. Τέλος.
Τελικά -σκέφτομαι- πάλι μόνη μου τα κατάφερα. Χωρίς μεσολαβητές και δήθεν βοήθειες. Στη ζωή θέλει θάρρος, ενίοτε θράσος και πολύ χιούμορ για να καταφέρεις όσα ονειρεύτηκες. Κανείς δε σε βοηθάει, εάν εσύ ο ίδιος δεν πιστέψεις στον εαυτό σου. Μπορείς να πετύχεις τα ακατόρθωτα για όνειρα που μοιάζουν άπιαστα. Μπορείς να κατορθώσεις όσα κάποτε απλά φαντάστηκες κι ας τα κόλλησες σε πρώτη φάση στο ψυγείο, ανάμεσα σε έναν μαγνήτη από την Τζαμάικα και τρία αβγά από την πίσω μεριά της πόρτας ενός ψυχρού ψυγείου.

(Να του τηλεφωνήσω?)

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

Της Σαλονίκης μοναχά...


Ζεστό, σχεδόν καυτό τσάι σε λευκό φλιτζάνι, φλερτάρει με φοβισμένα χείλη, παγωμένα από τα κρύα του χειμώνα. Φρεσκοκομμένα κουλουράκια με άρωμα βανίλιας και μία κυκλοφοριακή κίνηση που έχει φορά τόσο προς το «πήγαινε» όσο και στο «έλα» έξω από το παγωμένο και το δακρύβρεχτο τζάμι,  μιλούν ακατάπαυστα και εκκωφαντικά σιωπηλά σε γνώριμο και αγαπημένο, αν και μελαγχολικό σκηνικό. Ο σκοτεινιασμένος ουρανός δε συμβιβάζεται με την αδιακρισία. Ανάψτε τα φώτα, τα τεχνητά, τα ηλεκτρικά, τα κεριά. Ανάψτε πρόωρα το φεγγάρι. Θέλω να βλέπω... Να βλέπω το παραλήρημα της καθημερινότητας σε αυτήν την πόλη, όπως πηγαινοέρχεται πάνω σε ρόδες λεωφορείων και ταξί και όπως σπουδάζει την μηχανική της μάθηση στα αμφιθέατρα του Αριστοτελείου. Όπως καταναλώνει τα κατασκευασμένα του ένστικτα στα εναπομείναντα καταστήματα της ένδοξης μακεδονικής πρωτεύουσας, πανελλήνιας δευτερεύουσας, και όπως συζητιέται σε ομηγύρεις εκλεπτυσμένων κυριών συντροφιά με βραζιλιάνικο καφέ και πικρά αμήχανα χαμόγελα.
Μια αεικίνητη στατικότητα και όχι μια στατική κίνηση. Τα πάντα κινούνται, μετακινούνται, σταματούν για λίγο στο κόκκινο, πάνε πιο πέρα με το πράσινο, αλλά... μένουν στην ίδια θέση. Η γη είναι στρόγγυλη και ό,τι γυρίζει είναι γύρω από εκείνη και όχι εκείνη γύρω από τους άλλους. Οι άνθρωποι, τα αεροπλάνα, τα καράβια έχουν έναν μονάχα άξονα: αυτόν της γης. Δεν την παρατούν, δεν απιστούν, δεν εκτροχιάζονται. Ακόμη κι αν εξοκείλουν, η βαρύτητα θα τα επαναφέρει.
Πού πας ματαιόδοξε διαβάτη? Πού κατευθύνεσαι ονειροπόλε επιβάτη?  Ο τόπος σου, η δουλειά σου, οι άνθρωποί σου, οι πρόγονοι και το μέλλον σου βρίσκονται πάνω στην τρελή μαγνητική αυτή σφαίρα. Σε έλκει με δύναμη και συ κολλάς πάνω της σαν μαγνητάκι-σουβενίρ στο ψυγείο. Όπου κι αν πας, ό,τι κι αν δεις, ό,τι κι αν ψάξεις, ό,τι κι αν βρεις, ό,τι κι αν ανακαλύψεις όλα ανήκουν εδώ. Σ’ αυτήν την μικρομέγαλη πόλη, σ’ αυτήν τη μικρή μαγνητική σφαίρα που καταπίνει είτε με τη βοήθεια της θάλασσας τους ζωντανούς, είτε με τη βοήθεια της ξηράς τους νεκρούς. Σ’ αυτήν που όλα τα θέλει και τα επανεγκαθιστά στα σπλάγχνα της. Αυτοί που γυρίζουν, αυτοί που φεύγουν, εκείνοι που απομακρύνονται κι εκείνοι που ξανάρχονται. Δεν έχουν να παν πουθενά. Πουθενά αλλού. Πουθενά μακριά.
Κι εσύ ζωή, σαν βγάλεις φτερά και καταφέρεις ποτέ να εγκαταλείψεις το επίγειο σώμα, να το σκεφτείς καλά αν ο χωρισμός αυτός αξίζει.
Γιατί μάλλον δεν αξίζει. Είναι ωραίες οι επίγειες απολαύσεις και αυτό το μάταιο καθημερινό τρέξιμο πάνω σε ρόδες ή πεζή, παρακολουθούμενο από μυστικούς πράκτορες μέσα από το τζάμι σε ήχους τζαζ με μυρωδιές βανίλιας και θερμοκρασίες χειμερινού αφεψήματος και μ’ ένα χέρι που υπό τις επιταγές της ξέμπαρκης και άπιστης σκέψης πάει και έρχεται ιχνηλατώντας τις κενές γραμμές ενός λευκού σημειωματαρίου, κάποιο γκρίζο απόγεμα της λατρεμένης όλων Σαλονίκης...σ’ αυτήν όπου ανήκεις! 

Ξενοδοχείο ABC.DEFG….
Είναι 17.00!
Πήρε και βραδιάζει...




Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2013

Οπτική χωρίς γωνίες


Το σπουδαίο δεν πάει πάντα πακέτο με το κραυγαλέο. Ούτε το αθόρυβο πρέπει να στερείται αναγνώρισης. Υπάρχουν ήρωες που προχωρούν στα σκοτεινά και υπάρχουν και σκοτεινοί άνθρωποι που ηρωοποιούνται. Γενικά υπάρχουν. Πάντα θα υπάρχουν. Θα υπάρχουν οι μεν και οι δε. Ή καλύτερα οι «δεν». Αυτοί που «δεν» γενικώς, αλλά και ειδικώς. Υπάρχουν αυτοί που μπορούν και οι εκείνοι που κουράζονται και μόνο στην ιδέα και δεν μπορούν. Υπάρχουν όσοι προσπαθούν, αλλά υπάρχουν και όσοι προσποιούνται ή κατά το δοκούν προσπαθούν. Υπάρχουν γυναίκες που φορούν το ρούχο και το αναδεικνύουν, υπάρχουν κι εκείνες που τις φοράει το ρούχο και το ξεφτιλίζουν. Υπάρχουν οι πολυπράγμονες, υπάρχουν και οι αφιερωμένοι στο ένα. Και εν γένει υπάρχουν κάποιοι που κάνουν τα χ και κάποιοι που δεν κάνουν καν το ψ, ωστόσο οι δεύτεροι δεν υπάρχουν για τους πρώτους, όπως οι πρώτοι για τους δεύτερους. Εδώ παρεμβαίνει η σχετικότητα. Η οπτική. Η γωνία. Η οπτική γωνία και σπανιότερα η οπτική χωρίς γωνία. Η πανοραμική θέαση είναι μία ιδιότητα της κάμερας. Μιας μηχανής κατασκευασμένης από τον άνθρωπο. Αλλά ο άνθρωπος κατά πόσο είναι έτοιμος και πρόθυμος να αποκτήσει ιδιότητες που έχουν τα κατασκευάσματά του, αλλά όχι ο ίδιος? Είναι δύσκολο να βλέπεις με τα μάτια του άλλου. Είναι δυσκολότερο να μπεις στα παπούτσια του και φαντάζει ακατόρθωτο να αποδέχεσαι εξ ολοκλήρου το διαφορετικό. Πολλές φορές θαυμάζεις και απορείς. Εσύ δεν μπορείς. Ο άλλος μπορεί. Εσύ δεν αντιλαμβάνεσαι το πώς. Κι όμως! Ψάχνεις για ψεγάδια. Λες «Δεν μπορεί! Αυτός ναι μεν...Εγώ όμως αλλά...»! Σπεύδεις να δικαιολογηθείς, μα σχεδόν ποτέ να δικαιολογήσεις. Δεν είναι εύκολο να παραδεχτείς πως κάποιοι τα καταφέρνουν καλύτερα από σένα. Κάποιοι μπορούν να δουλέψουν αθόρυβα χωρίς γκρίνιες, ακόμη κι όταν οι γκίνιες δεν σταματούν να τους χτυπούν την πόρτα. Μπορούν να καταφέρνουν τα ακατόρθωτα χωρίς να μεγαλοποιούν και να ζητιανεύουν δάφνες. Μπορούν τα σμικρύνουν προβλήματα και να τα κατατάσσουν στα ήσσονος σημασίας και να τα λύνουν χωρίς να πανηγυρίζουν. Μπορούν να ρίχνουν το βέλος στο κέντρο χωρίς να αστοχούν κρατώντας τη νίκη για τον εαυτό τους και όχι για τα τρόπαια των άλλων. Οι «άλλοι» όμως, στην αντίπερα όχθη, ακόμη κι αν στην παραμικρή αποτυχία θαρρούν πως ήρθε η καταστροφή, ακόμη κι αν η τύχη τους τα φέρνει βολικά, αλλά από συνήθειο και για γούρι γκρινιάζουν, ακόμη κι αν μεγεθύνουν το πρόβλημα ή το διατυμπανίζουν, δε στέκονται στο τι δεν μπορούν οι ίδιοι να κάνουν ή τι κάνουν, αλλά προσπαθούν να αποδομήσουν ταυτόχρονα τα κατορθώματα των αθόρυβων «ηρώων».
Όχι! Ό,τι δεν μπορείς να καταφέρεις, αγαπητέ γκρινιάρη και απαισιόδοξε, που δεν είσαι μαθημένος σε ζόρια και δυσκολίες, δε σημαίνει πως δεν γίνεται. Και ό,τι δεν καταλαβαίνεις δε σημαίνει πως δεν ισχύει.


Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2013

Ένα παιδί κοιτάει τ' άστρα


Τον άρχοντα τριών δει μέμνησθαι: Πρώτον ότι ανθρώπων άρχει. Δεύτερον ότι κατά νόμους άρχει. Τρίτον ότι ουκ αεί άρχει.

Και αναρωτιέται γιατί πέφτουν τα αστέρια! Γιατί  γκρεμοτσακίζονται για την ακρίβεια. Και αφήνουν εκείνες τις πύρινες ουρές. Γιατί να πέφτουν τα αστέρια? Αφού είναι αστέρια! Αστέρες! Λαμπερά και περίοπτα!
Μήπως τα αστέρια πέφτουν γιατί τίποτε δεν είναι αιώνιο? Καμία λάμψη δεν είναι δεδομένη και ποτέ το γκλάμουρους και το λουξ δεν διαρκεί για πάντα. Η λάμψη πάντα μετά από καιρό χάνεται και δίνει τη θέση της στη θαμπάδα. Τα αστέρια κάποτε χαμηλώνουν τα φώτα τους, σβήνουνε, οπότε και δεν έχουνε καμία θέση επάνω στον ουρανό. Δεν έχουνε θέση πια ψηλά. Οφείλουν να εγκαταλείψουν τα ύψη, τους θρόνους, τα υψηλά αξιώματα και να πάρουν μία θέση κάτω. Χαμηλά. Εκεί δεν θα 'ναι αστέρια πια. Θα είναι απλά σκόνη. Αστρική μεν, αλλά σκόνη. Αν γίνεις -ή σε κάνουνε οι άλλοι- σκόνη, τι σημασία έχει εάν είσαι αστρική ? Η σκόνη είναι σκόνη. Άλλωστε, "περασμένα μεγαλεία διηγώντας τα θα κλαις...". Το μόνο που θα σου μείνει θα είναι ότι θα αποχωρήσεις πανηγυρικά μέσα στην πτώση σου. Έτσι είναι οι αριστοκρατίες. Ακόμη κι όταν ξεφτίζουν, θέλουν να κάνουν μία εντυπωσιακή έξοδο, κατά αναλογία προς την περίλαμπρη πάλαι ποτέ εντυπωσιακή τους είσοδο. Και οι άλλοι, ενώ θα σε βλέπουν να γκρεμοτσακίζεσαι δεν θα λυπηθούν, αλλά θα κάνουν μια ευχή...Απλά πρέπει να αναλογιστείς πως από τα ψηλά σίγουρα κάποια στιγμή θα βρεθείς στα χαμηλά (νόμος της φύσης), διότι η ζωή πάντα κύκλους κάνει (νόμος της ζωής) και πρέπει να υπακούς στους υψηλόβαθμους και υψηλότερους πια από σένα (νόμος στρατιωτικός). Και φυσικά, θα στεναχωρηθείς. Άλλωστε, δεν είναι λίγο, κάποτε να βασιλεύεις ως γνήσιος ηγεμόνας και μετά απλώς να βασιλεύεις σαν τον καλοκαιρινό ήλιο μετά τις 20.00...


Τήλος,  10 Αυγούστου 2013

Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2013

Τα πρόσημα... το -


Καταρχήν είναι λίγο διαστροφικό εξ ορισμού. Μία αρνητικότητα την κουβαλάει από γεννησιμιού του! Δηλώνει απουσία.... Σε κάνει να νιώθεις μειονεκτικά, λίγος. Πρέπει πάντα κάτι να αφαιρείς. Να μένεις πίσω. Να είσαι σπαρτιάτικος. Δωρικός. Λιτός. (Ή λειψός?). Χωρίς πολλά πολλά. Ενίοτε λόγω ανάγκης, άλλοτε πάλι εκ πεποιθήσεως. Το να είσαι αφαιρετικός είναι άποψη. Το μπαρόκ είναι μπανάλ. Το μινιμαλιστικό είναι in. Λιτότητα σου υπαγορεύει αυτό το - και αποβολή του περιττού.
Από την άλλη πάλι, αυτή η διαστροφική του ταυτότητα, να θέλει να ενώσει, να ζευγαρώσει, να συζεύξει, πώς σου φαίνεται? Δεν είναι περίεργο να βάζεις δίπλα στο όνομά σου ένα άλλο όνομα μετά από ένα - και εκείνο... ή να μοιάζει με το ταίρι σου ή να μοιάζει με αφαιρέτης, ενώ εσύ φαντάζεις ο μειωτέος?! Που μετά την αφαίρεση θα νιώθεις σίγουρα μισός! Το κακό είναι ότι, και σαν ενωτικό να το δεις, πάλι μισός είσαι, αφού θαρρείς πως ο διπλανός σου είναι το έτερον ήμισυ.
Το - πάντως είναι σπαθάτο! Μια ευθεία! Ό,τι είναι να πει, θα σ’ το πει, ακόμη κι αν χρειαστεί να σε πληγώσει. Ωστόσο, δίνει περιθώρια και για αντίλογο. Ναι βέβαια! Δημοκρατικό πολύ! Διαλέγεται. Αλλάζει πρόσωπα...μιλάει μια ο ένας, μια ο άλλος, ακόμη κι αν ο ένας μιλάει πάνω στη φωνή του άλλου!
 Και ως ευθεία είναι και ο συντομότερος δρόμος ανάμεσα σε δύο σημεία. Αλλά όμως έχει και μία μονωτική φύση. Εάν τραβήξει γραμμή και οριοθετήσει, αλίμονό σου έτσι και την περάσεις! Θα σου τραβήξει μία μονοκοντυλιά πέρα πέρα και θα σου τα ακυρώσει όλα! Ακυρωτικό δηλαδή το πλην. Αλλά και εξαιρετικό (!!!) καθότι μονίμως συνοδεύει εξαιρέσεις, επιβεβαιώνοντας κανόνες: πλην όμως... και πλην όμως... Και εξαιρετικό, αφού πολλές φορές βολεύει και ανακουφίζει, όταν συνοδεύει ορισμένα αποτελέσματα που θέλουμε να είναι, και είναι αρνητικά! Και εδώ που τα λέμε δεν είναι και τόσο μονόχνωτο! Εάν βρεθεί δίπλα σε άλλο - αντί να προσθέσει την αρνητικότητά του ή να την τετραγωνίσει, τέλος πάντων, κάνουν μεταξύ τους τέτοια παρέα και τέτοιο κέφι που τους βγαίνει σε καλό! Διότι ως γνωστόν, δυο αρνήσεις τι μας κάνουν?
Και εδώ που τα λέμε μπορεί το + να λάμπει δια της απουσίας του και να εννοείται ή να σπεύδει ναρκισσιστικά να δηλώνει την παρουσία και τη φύση του, αλλά και το - ποτέ δε πρόσβαλε καμία επιστήμη! Ακούμε μονίμως για θετικές επιστήμες! Έχετε ακούσει ποτέ για αρνητικές?

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013

Τα πρόσημα... το +

Αυτό το συν (+) ναι μεν θετικό, ναι μεν λέει «ναι» σε όλα, αλλά κουβαλάει όσο να πεις και έναν σταυρό. Άλλωστε αυτοί που είναι συγκαταβατικοί σε όλα, είναι συνάμα καταδικασμένοι να τραβούν τα περισσότερα βάσανα. Δεν ξέρουν τι είναι το «όχι». Δεν αρνούνται ποτέ! Γι’ αυτό,  αυτό το + πονάει πολύ!
Απ’ την άλλη πάλι το + οριοθετεί τα πράγματα. Θέτει συντεταγμένες, άξονες x και y, βάζει σε τάξη τις αταξίες. Προσανατολίζει δείχνοντάς σου τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, ταυτόχρονα όμως στοχοποιεί. Προδίδει το σημείο όπου βρίσκεσαι, καθώς κεντράρει πάντοτε τον στόχο. Και ο κόσμος πυροβολεί πάντοτε αυτόν που είναι στο επίκεντρο, που γίνεται εξ ορισμού στόχος!
Επιπλέον, το + τιμάει τη δημοκρατία, την ελευθερία της ψήφου, την αυτοδιάθεση. Οι δημοκρατίες θεμελιώνονται στην πλειοψηφία των + και κρύβουν σε αυτήν την πεμπτουσία τους. Το εκλογικό σώμα σταυρώνει τους υποψήφιους, ώστε μετά από λίγο να βρεθεί το ίδιο του στη θέση του εσταυρωμένου, αφού έχει σηκώσει το σταυρό + στην πλάτη του ανεβαίνοντας τον Γολγοθά. Είναι και η άγνοια βλέπεις. Ίσως αυτή να πονάει περισσότερο από έναν Γολγοθά. Πονάει όταν η άγνοια, η έλλειψη στοιχειώδους γνώσης, η αγραμματοσύνη υπογράφεται ως + !!! Γι’ αυτό δεν πρέπει να απαιτείς από την άγνοια. Έχει άλλοθι. Είναι αντικείμενο υπεράσπισης από την ανωνυμία της, γιατί το + οφείλεις να το υπερασπίζεσαι για να μη γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης. Από την άγνοια δεν απαιτείς. Απλά τη δέχεσαι.
Το + όμως είναι και δοκιμή. Σου επαληθεύει ή διαψεύδει όσα πολλαπλασίασες με ένα γερμένο στο πλάι x. Αναθεωρείς λοιπόν, εάν στη ζωή σου άφησες να αυγατίσουν λάθος πράγματα, διογκώθηκαν και γίνανε πολλά. Χωρίς λόγο. Λάθος πράγματα πολλαπλασίαζες! Και φυσικά λάθος πρόσθετες! Τότε τα βουτάς από τον λαιμό και τα σκοτώνεις, έστω κι αργά! Και τα παραχώνεις. Τα θάβεις και δεν τα μνημονεύεις ποτέ. Βάζεις και επάνω ένα + και αιωνία τους η μνήμη! Έχει και η μνήμη τις αρρώστιες της. Κενά τις λένε.
Αλλά όταν γέρνει, θυμώνει κιόλας! Δείχνει πως τραβάει ένα x. Και αποκλείει...
Από το +, ίσως μπορείς να κρατήσεις μόνο τη διασταύρωση. Τα σταυροδρόμια δυο δρόμων, δυο ζωών, τα σημεία όπου έστω για λίγο δυο άνθρωποι, από διαφορετικούς κόσμους, χρόνους ή τόπους ο καθένας, (προ)έρχεται, μετά συναντιούνται σε ένα σημείο και στο τέλος... συνεχίζει ο καθένας την πορεία μόνος του...Ο ένας τραβάει στην Ανατολή και ο άλλος στον Νότο με νόστο ή χωρίς σε μια επιστροφή. Κι ας ξέρει πως για να προχωρήσει μπροστά το μόνο που έχει να κάνει είναι απλά να αφαιρέσει τέτοια σημεία τομής-καμπής από τη ζωή του!
Στο κάτω-κάτω υπήρξαν προσωπικότητες στην ανθρωπότητα που δεν συναντήθηκαν ποτέ, κι όμως πολύ αργότερα τους ένωσε απλά κάποιο σταυροδρόμι... «Φανταζόταν» ο Ιωάννη Τσιμισκής ότι θα συναντηθεί δέκα περίπου αιώνες μετά θάνατον με τον Αριστοτέλη? Αφού το μόνο κοινό που έχουν αυτοί οι δύο είναι τα patafritas στη γωνία, άντε και ο Τερκενλής με τα τσουρέκια απέναντι!


Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2013

Αγχίνους Λήθη!


Εγώ ήξερα ότι 25 Νοεμβρίου γιορτάζουμε την Αγία Αικατερίνη. Μεγάλη η χάρη της! Την Μεγαλομάρτυρα Αγία Αικατερίνη της Αλεξανδρείας! Όχι την Μεγάλη Αικατερίνη Αλεξέγεβνα Πασών των Ρωσιών! Όταν πήγα στο σχολείο έμαθα πως η ίδια μέρα είναι πολύ σημαντική, γιατί οι αιώνιοι «εχθροί» μέσα στο θνησιγέννητο νεοελληνικό κράτος στις 25 Νοεμβρίου του 1942 συνεργάστηκαν για μία ίσως και μοναδική επί της ουσίας φορά στην ιστορία και ανατίναξαν τη γέφυρα του Γοργοποτάμου με τη «βοήθεια» των Άγγλων κατά των Ιταλών και Γερμανών που πορεύονταν προς τον ανεφοδιασμό της στρατιάς του Ρόμελ στη Βόρειο Αφρική. Επίσης, τα γενέθλια του φίλου μου Δημήτρη Κύρου στις 6 Οκτωβρίου τα θυμόμουν πάντα, αλλά απέκτησαν ένα κύρος παραπάνω όταν τα συνδύασα με την απελευθέρωση της Ελασσόνας από τους Τούρκους στον Βαλκανικό πόλεμο (Α’ ή Β’ δεν θυμάμαι! Λογικά Α’!). Οι μάχες στον Λαχανά, στο Κιλκίς, στη Δοϊράνη και την Κρέσνα συσχετίστηκαν στο κεφάλι μου αρχικά ως δρόμοι, όταν προσπαθούσα να καταλάβω τι δουλειά έχουν όλα αυτά τα οδωνύμια ταυτόχρονα γύρω από το παλιό μου σπίτι. Ανασκαλεύοντας τα τεφτέρια μου ναι, ενεθυμήθην πως κι αυτές με τους Βαλκανικούς συνδέονται (αυτή τη φορά τον Β’). Τη μάχη του Σκρα όμως, γιατί την εκτοπίσανε και πήγανε την οδό στο κέντρο και όχι γύρω από το σπίτι μου, δεν κατάλαβα! Μα γιατί (ηλίθια!) η μάχη στο Σκρα δεν αφορά τους Βαλκανικούς! Έγινε κατά τον Α’ Παγκόσμιο το 1918 και δεν παίζει κανέναν ρόλο που το Σκρα ανήκει στο νομό Κιλκίς. Ούτε αυτό θυμόμουνα!  Και ναι, τα γενέθλια του μπαμπά είναι δύο μέρες μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Αθήνα. Αλλά ο μπαμπάς δεν γεννήθηκε το ’44! Ακόμα, το τηλέφωνο της φίλης της μαμάς, δλδ της κυρίας Μαίρης, έληγε σε ***********789 και έβαλα κατά νου στην ΣΤ’ Δημοτικού πως η Γαλλική Επανάσταση λήγει (σαν το λαχείο!) στα ψηφία που λήγει το τηλέφωνο της κ.Μαίρης και όχι αντιστρόφως! (Πού είσαι Ροβεσπιέρο να με πιάσεις από το μαλλί!). Αναλογικά, η Συνθήκη της Λωζάνης υπεγράφη στις 24 Ιουλίου το 1923 και ευτυχώς που το σπίτι μου στο χωριό βρίσκεται επί της 24ης Ιουλίου και το ενθυμούμαι, αλλά μάλλον η ονομασία στην οδό δόθηκε προς τιμή της ημέρας της αποκατάστασης της Δημοκρατίας το 1974 και όχι για τη Συνθήκη της Λωζάνης! Για τη Συνθήκη των Σεβρών το μόνο που θυμάμαι είναι πως απεδείχθη πιο εύθραυστη και από τις ίδιες τις πορσελάνες των Σεβρών, όπως έλεγε και το βιβλίο της ιστορίας στη Γ’ Λυκείου (τι είπα τώρα! 17 χρόνια μετά! Παπαγαλία το μεγαλείο σου!) και μου ‘χει μείνει μόνο ότι υπεγράφη το 1920. Τώρα που το ‘ψαξα λέει πως υπεγράφη στις 28 Ιουλίου! Δεν το θυμόμουν. Φταίει που δεν έχει κανένας φίλος μου γενέθλια εκείνη την ημέρα ή που κανένα από τα σπίτια όπου έμεινα δεν ήτανε πάνω σε αυτήν την οδό!!!!?
Κοντολογίς, κάθε ραχούλα και καημός κάθε καημός και μάχη. Κάθε μάχη την ημερομηνία της, την αξία της και τους διοικητές της. Αλλάζει και διεκδικητές όπως οι πόρνες τους εραστές της και σέρνει από πίσω μελάνια χυμένα σε Σύμφωνα και Πρωτόκολλα που σβήνονται από του αυτομάτου από επόμενες Συνθήκες!
Η απομνημόνευση, ωστόσο, ημερομηνιών και χρονολογιών για μένα έπρεπε να συνδέεται ή με γενέθλια κάποιου προσφιλούς προσώπου ή με την οδό κάποιου από τα σπίτια όπου διέμεινα τα προηγούμενα χρόνια της ζωής μου (ευτυχώς ήταν πολλά), ειδάλλως δεν είχε σχεδόν καμία πιθανότητα να συμβεί! Η απομνημόνευση αυτή είχε γίνει το αγκάθι μου για ένα μάθημα που α. εν γένει και εν είδει λάτρευα και β. ποτέ δεν θα ‘πρεπε και κανείς να το βλέπει ως μάθημα, αλλά ως οφειλή και δικαίωμα συνάμα. Η γνώση της ιστορίας, αντί να βασίζεται σε μία ολιστική αντίληψη και κριτική στάση απέναντι στα πράγματα και τα γεγονότα, έγινε ο εφιάλτης της ημερομηνίας και της χρονολογίας στο σχολείο και η επίδειξη των αριθμομνημόνων παικτών στο trivial pursuit σε μεταγενέστερες φάσεις!  
Κανείς δάσκαλος δεν με έβαλε κάτω να δουλέψω και να ερευνήσω, να ψάξω πηγές, να επιβεβαιώσω ή να διαψεύσω πληροφορίες, ονόματα, μαρτυρίες! Ποτέ δεν  εργαστήκαμε ως μαθητές ομαδικά και δεν σκύψαμε πάνω από την ιστορία του τόπου γενικά για να εστιάσουμε στη συνέχεια σε πρόσωπα και προσωπικότητες της ιστορίας, ώστε να ‘μαστε σε θέση να τα ξεχωρίσουμε από τα προσωπεία! Ένα κατεβατό γραμμάτων και αριθμών που προκαλούσαν την αποστροφή, θυμάμαι, μόνο σελίδες που είχανε εικόνες και πίνακες μας ανακούφιζαν, θυμάμαι,  και δάσκαλους που μονολογούσαν την προσωπική τους κριτική χωρίς βουκέντρα στα νυσταγμένα μας μυαλά, θυμάμαι, για να προκαλέσουν τον παραγωγικό διάλογο και να μας αποτρέψουν από το χασμουρητό. Ανία, πλήξη, βαρεμάρα και ένας αχταρμάς! Να μην ξεχωρίζεις τον ελληνοϊταλικό πόλεμο από την Κατοχή και να μην καταλαβαίνεις τι γιορτάζουμε το ’40, αφού τελικά οι Γερμανοί μας κατέκτησαν στη συνέχεια ...
Και βέβαια σεβόμαστε την Ιστορία ως ύπαρξη. Και βέβαια σεβόμαστε την ιστορία ως επιστήμη,  μα πώς να σεβαστούμε την ιστορία ως μάθημα, αφού και εκείνη δεν μας σεβάστηκε ποτέ! Ολιστική εξέταση ήταν το ζητούμενο.
Ολιστική! Μα η ολιστική δεν είναι ισοπεδωτική! Στην προσπάθεια να φωτίσουμε ολόπλευρα την ιστορία δεν γινόμαστε εθνικιστές απ’ την ανάποδη! Αυτές είναι διαστρεβλώσεις της υπερδιόρθωσης όχι των εθνικιστικών αισθημάτων, αλλά του φυσιολογικού πατριωτισμού που οφείλει δικαιωματικά να έχει κάθε άνθρωπος για τον τόπο που τον γέννησε και τον ανέθρεψε. Γιατί, εάν γνωρίζεις εν τω βάθει την ιστορία σου, δεν θα φτάσεις ποτέ στο σημείο να αποκαλέσεις «συνωστισμό» τα γεγονότα στη Σμύρνη, ούτε και να νομίσεις πως ο Απόστολος Γκλέτσος κατέβασε τη σημαία από την Ακρόπολη το ’41 (!). Απόστολος υπήρχε ναι, αλλά ήταν ο Σάντας!



ΥΓ: Και ένα τραγουδάκι έτσι, για να είμαστε στο πνεύμα των ημερών...
Γιατί γελάτε? Κάνω κάτι λάθος?




Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

Έλα στη θέση μου!


Χωρίς περιστροφές: η απόκρυψη της αλήθειας, θεωρείται ψέμα? Εάν σε μία οποιουδήποτε είδους σχέση θεωρείται δεδομένο ότι υπάρχουν πράγματα που πρέπει να τα αναφέρεις από μόνος σου χωρίς να σε ρωτήσουν, αν  τεχνηέντως τα αποκρύπτεις, εάν αποφεύγεις να τα αναφέρεις ή σκόπιμα λες τα αντίθετα από όσα ισχύουν, σε κάνουν ψεύτη, απατεώνα ή αγύρτη? Ή εξαρτάται? Και από τι εξαρτάται? ...από τη σχέση, από το αντικείμενο απόκρυψης ή από το χρόνο, τον τόπο, τη διάθεση, το σκοπό, και εν γένει κάθε μεταβλητή που μοιράζεται η εν λόγω επικοινωνιακή πράξη?
Εξαρτάται μου λες, εξαρτάται! Περιπτώσεις. Πάρ’ τες, τεμάχισέ τες, χειρούργησέ τες, βάλ’ τες στο μικροσκόπιο, ψάξε να βρεις τι φταίει, γιατί το έκανε, γιατί δεν το έκανε!? Μπες στο μυαλό του άλλου! Κατάλαβε πώς σκέφτεται! Κατανόησε γιατί έπραξε όπως έπραξε! Δικαιολόγησε τη στάση του! Βγες από τον εαυτό σου! Μπες στον δικό του! Λάβε υπόψη σου τα δεδομένα του! Σκέψου το σενάριο που ισχύει για κείνον. Δεν είναι το ίδιο πάντα με το δικό σου. Δεν είναι αυτό μόνο στο οποίο φτάνει το μυαλό σου. Μην το παίρνεις στραβά! Μην τον παρεξηγείς! Μην τον αποπαίρνεις! Μη το ένα, μη το άλλο, μη το παράλλο! Μπορεί αυτό, μπορεί εκείνο, μπορεί, αλλά μπορεί και να μην μπορεί...αλλά να θέλει.
Μια αέναη και ως εκ τούτου επίπονη διαδικασία οι ανθρώπινες σχέσεις. Να μαντεύεις τι συμβαίνει στον καθένα, να υπολογίζεις ποιες παράμετροι τον περιτριγυρίζουν και να δικαιολογείς...φληναφήματα, ατοπήματα, παραστρατήματα.
Κι όλα αυτά εκ των υστέρων: Όταν καταλάβεις πολύ μετά ότι ο άλλος επικαλούνταν λογικές απλά, καθόλα και μόνο λογικοφανείς. Ότι έμενε σταθερός σε «αξίες» ανάξιες λόγου. Ότι επέμενε και έβρισκε το σθένος να υποστηρίξει τις επιλογές του, γιατί πολύ απλά κατείχε την τεχνική του ψεύδεσθαι ή του καλύπτειν με περίτεχνο τρόπο. Κι όταν όλα αποκαλυφθούν, όταν μαθευτούν ή όταν ο εξαπατημένος ξυπνήσει απ’ τον λήθαργο του ψεύδους, ο δράστης θεωρείται και καλυμμένος (!!!). Έχει φροντίσει όταν το καταλάβεις να βρίσκεται ήδη μακριά, να σε κοιτάει με τα κιάλια ή να πάει μπροστά έχοντας γυρισμένη την πλάτη του σε σένα. Άλλωστε η φυγή είναι πάντα εύκολη όταν έχεις την αλήθεια που κρύβεις αποκούμπι. Κάποτε προσπάθησε με το γάντι να σε σφάξει κρατώντας το κοφτερό του ψέμα στο ένα του χέρι, ενώ με το άλλο σου χάιδευε τρυφερά την πλάτη για να δημιουργήσει άλλοθι.
Κι όμως, ώρες-ώρες δεν μπορείς να δεις μπροστά σου από την κούραση! Δεν υποφέρεται όλο αυτό! Να βλέπεις τα παράλογα και να μην τολμάς να τα ψάχνεις από διακριτικότητα. Απλά να δικαιολογείς. Να αντιλαμβάνεσαι ατοπήματα, αλλά να μη μιλάς, απλά να αιτιολογείς. Εσένα όμως? Εσένα ποιος θα σε καταλάβει? Ποιος θα υπολογίσει εάν πληγώθηκες? Ποιος θα αναρωτηθεί εάν στεναχωρέθηκες? Θα μπει ο ψεύτης, ο κλέφτης, ο απατεώνας στη θέση σου να δει πώς νιώθεις?  
Να γκρεμίζεις τις προσδοκίες σου μάλλον πρέπει. Ή καλύτερα..να μην τις χτίζεις καν. Ποτέ... και για κανέναν.

Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2013

Απολογία

Απολογία ναι! Όχι όμως του Σωκράτους. Ίσως ενός κράτους! Από εκείνα τα κράτη που δείχνουν τη δύναμή τους με άλλα μέσα. Όπως με τη γλώσσα. Γιατί η γλώσσα είναι δύναμη και μάλιστα ισχυρή. Και αν δεν την έχεις, μπορείς να χάσεις και το δίκιο σου. Ενώ εάν την έχεις, μπορείς να βρεις και το δίκιο που δεν έχεις. Έτσι είναι οι στρεψόδικοι άνθρωποι, όπως με χαρακτήρισε κάποια στιγμή κάποιος Ανώνυμος εδώ πέρα. Αυτά για εισαγωγή. Κατά τα άλλα...
Αμφιταλαντεύτηκα. Ποτέ δεν πίστευα πως οι εν βρασμώ αποφάσεις οδηγούν σε σωστά αποτελέσματα. Γι’ αυτό, ενώ εν πρώτοις θέλησα να μην ασχοληθώ, μετά θεώρησα πως πρέπει να δώσω ορισμένες εξηγήσεις. Τις τελευταίες. Μετά το μετάνιωσα. Τώρα απλά βλέπω πως το μόνο που καταφέρνω είναι να βγω από το πρόγραμμα. Το προγραμματισμένο για σήμερα κειμενάκι μου, θα πάει πίσω. Κανα μήνα μετά.
Γιατί έτσι κάνω. Τα κείμενα δεν γράφονται την ίδια μέρα που ανεβαίνουν. Έχω οίστρο την ώρα που ξεσκονίζω, την ώρα που πλένω μπαλκόνια ή την ώρα που βγάζω τον σκύλο -που δεν έχω- βόλτα! Και αρχίζω και γράφω, και σβήνω και ξαναγράφω. Και ανασκαλεύω παλαιότερα γραφόμενα και κείμενα και σημειώσεις και μετά τα ξαναδουλεύω. Τα ρετουράσω και τα καλλωπίζω. Και όταν έρθει η ώρα –κατ’ εμέ- να ανέβουν ψηλά, να ποσταριστούν, να «εκτεθούν και να με εκθέσουν», είτε ανεβαίνουν αυτόματα είτε προσαρμόζονται στις συνθήκες της εβδομάδας, εάν θεωρώ ότι έχω αφορμές. Άλλες πάλι φορές χωρίς καμία αφορμή. Δεν έχω χρόνο, δεν έχω διάθεση, δεν έχω κουράγιο. Ούτε το ψάχνω κάθε Τρίτη βράδυ με το ζόρι, ούτε πιέζομαι συστηματικά. Ψυχοθεραπεία είναι, όχι καταναγκασμός! Το μόνο που ξέρω είναι ότι σκέφτομαι. Και σκέφτομαι συνέχεια. Όπως όλοι. Όπως πολλοί. Και κάθε που σκέφτομαι σημειώνω, γράφω, καταγράφω, προσπαθώ δια της αγχίνου να θυμάμαι. Αυτά επί του λογοτεχνικού εργαστηρίου μου!
Η σημερινή απολογία σχετίζεται με δύο συνεχόμενα περιστατικά των προηγούμενων δύο αναρτήσεων, αλλά και άλλων όχι ιδιαίτερα παλιών (όπως το προηγούμενο εξάμηνο) και κάποιων ακόμα παλαιότερων (απροσδιόριστα χρονικά) προβλημάτων εδώ πέρα που εύχομαι και ελπίζω να έχουν λυθεί ή, εάν όχι, να έχουν κοπεί, διότι ως γνωστόν «ό,τι δε λύνεται, κόβεται!». Αυτό που πρέπει να με απασχολήσει είναι το «Πού φταίω εγώ?» ως διαχειρίστρια σε όλα αυτά, διότι όπως λένε όταν συμβαίνει κάτι: «Την 1η φορά είναι τυχαίο. Την 2η σύμπτωση. Την 3η γεγονός». Και επειδή οι παρεξηγήσεις οδηγούν σε εξηγήσεις και κουραστικές παραεξηγήσεις, επιβεβαιώνομαι κάθε φορά που λέω πως τα πάντα είναι θέμα ορισμού.
Το τι ορίζει, λοιπόν, ότι κάνει ο καθένας έχοντας και γράφοντας σε ένα μπλογκ είναι το πρώτο ζητούμενο. Υπάρχουν λόγοι και είδη πολλοί και πολλά! Μπορεί να διατηρεί ένα μπλογκ κάποιος ή κάποια για να δείχνει τα ζιπουνάκια που πλέκει στο εγγόνι του, για να προωθεί τοπικά προϊόντα ή για να εκθέτει τις απόψεις του. Σε κάθε περίπτωση πάντως εκθέτει, δείχνει, προωθεί. Σίγουρα αυτό έχει από πίσω ένα έρεισμα ναρκισσισμού, ίσως εγωκεντρισμού, αλλά δεν ξέρω εάν έχει σημασία να αναλυθεί αυτή τη στιγμή η ανθρώπινη φύση.
Θα μιλήσω για τη δική μου θέση, διότι η φύση μου είναι ανθρώπινη: Από πολύ μικρή ήμουν ένα παιδί που έγραφα εκτός από το ότι μιλούσα. Έγραφα σκέψεις, κρίσεις, απόψεις και τα ‘κρυβα στο συρτάρι. Η παιδική μου φίλη η Κυριακή ήταν η μόνη που διάβαζε τα σώψυχά μου. Έγραφα επίσης γράμματα, επιστολές, κάρτες, σημειώματα στο ψυγείο, και είχανε όλα λίγο-πολύ το δηκτικό ή χιουμοριστικό ύφος που υπάρχει και εδώ μέσα. Πολλοί το διασκέδαζαν. Κάποιοι με βρίσκαν φλύαρη. Άλλοι διάβαζαν τα μηνύματα στην παρέα τους για να γελάσουν (με μένα, με το χιούμορ μου...), και κάποιοι περίμεναν πώς και πώς να με αντικρούσουν. Στο σχολείο οι καθηγητές με βαθμολογούσανε τις περισσότερες φορές με άριστα και θαύμαζαν τη σφαιρικότητα της ανάλυσής μου, όπως και οι συμμαθητές μου. Όταν  όμως δεν την πετύχαινα πάντα, με στήνανε στον τοίχο, γιατί οι προσδοκίες που τους δημιούργησα -μου λέγανε- ήτανε μεγάλες! Με τον Chris που είναι τώρα στον Καναδά έχουμε ανταλλάξει εκατοντάδες γράμματα! Μάχες επιχειρηματολογίας και «ομηρικοί καβγάδες» με συλλογισμούς και αναιρέσεις ο ένας στον άλλον, αλλά η φιλία, φιλία κι ας πήγαινε αγκαζέ με τη διαφωνία ενίοτε έντονα, άλλες πάλι φορές ήπια.  Ακόμη έχω τις κούτες κάτω από το κρεβάτι με τα γράμματά μας. Αλλά το ίδιο έκανα με την Κυριακή, τον Αντώνη, την Τασού, τη Μαρία, την Αλεξία, τον Θωμά.
 Καθώς μεγάλωνα, το κλασικό ταχυδρομείο έγινε βρούβες, αλλά και το μυαλό μου άρχισε να πηγαίνει πιο πέρα. Να μην εμμένει σε γεγονότα, αλλά να προσπαθεί να ερμηνεύει πίσω από αυτά που κοιτάζει. Η κλασική επικοινωνία κόπηκε. Και ανακάλυψα το διαδίκτυο. Ωραίο ήτανε. Εξυπηρετικό. Να σου δίνουν βήμα χωρίς να έχεις μπάρμπα μήτε στην Κορώνη μήτε στον όμιλο Λαμπράκη. Κάπως έτσι ξεκίνησε το εγχείρημα των «βιο..γραφικοτήτων». Παρεΐστικα, στέλνοντας δειλά το εγχείρημα σε κάποιους από εσάς. Κάποιοι το βρήκαν ενδιαφέρον, άλλοι ενθουσιάστηκαν που δεν γνωρίζανε την συγγραφική μου πλευρά και κάποιοι με απέρριψαν εξ αρχής λέγοντάς μου: «Και ποια είσαι εσύ που θες να γράφεις και να έχεις άποψη που να την διαβάζουμε?». Το δέχτηκα και αυτό. Διότι είναι άποψη και πρέπει να είναι σεβαστή.
Ωστόσο, στην αρχή τουλάχιστον οι περισσότεροι στεκόντουσαν στην γραφή, στο στιλ και το ύφος, στο λογο-«τεχνικό» κομμάτι των λεγομένων. Από την αρχή κατάλαβα πως εδώ δεν θα ‘ναι ένας χώρος που θα γίνεται ζύμωση απόψεων, διότι οι φιλοξενούμενοι δεν έδειξαν τον αντίστοιχο ζήλο. Διαβάζανε, μα μέχρι εκεί. Άλλοι από έλλειψη χρόνου, άλλοι γιατί δεν ήθελαν, άλλοι γιατί δε γνωρίζανε το σπορ και άλλοι από complex που τους προκαλούσε ο θηλυκός Ελύτης -τρομάρα μου- και δεν μπορούσαν να μιμηθούν το αντίστοιχο ύφος!!! Όχι ότι το ήθελα ή το είχα ως επιδιωκόμενο σκοπό ούτε και πως με ένοιαζε πώς θα εξελιχθεί. Ελάχιστες ήταν οι φορές που οι αναγνώστες ανέπτυξαν διάλογο μεταξύ τους. Και μα την αλήθεια ήταν κάτι που δεν με ενδιέφερε. Στάθηκα απλά στο λογοτεχνικό μέρος.
Τώρα, είναι? Δεν είναι λογοτεχνία?...θα μου πειτε. Δεν ξέρω! Πάντως λογοτεχνικό είδος είναι. Ποτέ δεν κατάφερα να το εντάξω. Στους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς που πήρα μέρος (πέντε φορές) δεν έβαλα ποτέ κατηγορία στον φάκελο υποψηφιότητας. Στην κριτική επιτροπή άλλοι το κατατάσσανε στο δοκίμιο και άλλοι στα χρονογραφήματα. Το θέμα είναι ότι για μένα ουσία είχε το κείμενο και όχι τα σχόλια. Αυτό άλλαξε όμως σιγά σιγά με τον χρόνο και μετατράπηκε ο χώρος σε πεδίο ανταλλαγής απόψεων. Και καλώς έγινε. Ευπρόσδεκτα!
Το θέμα, λοιπόν, των σχολίων είναι ένα δεύτερο ζήτημα. Είναι το δημοκρατικό κομμάτι. Είναι το βήμα που δίνεις ως καλός οικοδεσπότης στους συνδαιτυμόνες και ομοτράπεζούς σου να δεχτούν, να καλοδεχτούν, να συμφωνήσουν, να διαφωνήσουν, να πουν κάτι εξυπνότερο, διαφορετικό, να συμπληρώσουν και να αναιρέσουν. Όχι όμως να δηλητηριάσουν, ούτε να βγάλουν όλην την κακία, την χωλή και την ανασφάλειά τους. Και επειδή, θα μου επιτρέψετε να πιστεύω πώς τόσο το IQ μου όσο και το EQ μου βρίσκονται σε καλά -ει μη τι άλλο- επίπεδα, μόλις αντιλήφθηκα τέτοιες ψυχοπαθολογικές καταστάσεις που συνδέονται με προσωπική νευρωτική και ψυχωτική άνοση και ως εκ τούτου άνοστη ανασφαλή κατάσταση, ναι, έβαλα face control στον χώρο μου, όπως κάνω και στο σπίτι μου, όπου δεν θέλω ο άλλος να μπαίνει πάντοτε μέσα με τα παπούτσια. Και εάν ποτέ μπει, θα είναι γιατί θα του το επιτρέψω εγώ και όχι ο τσαμπουκάς του!
Κατά τα άλλα, θα μπορούσα κάλλιστα να «κόψω» και να περνάω από «λογοκρισία» τα λεγόμενα του καθενός. Δεν το ‘κανα όμως. Απεναντίας θα ήτανε μεγαλύτερο πλήγμα για μένα να πει κάποιος πως δειλιάζω να ακούω την αλήθεια, από το να αφήνω να με τσαλακώνουν. Που ούτως ή άλλως τσαλακώνομαι, αφού εκουσίως εκτίθεμαι. Τέτοιοι τύποι κατάφεραν με περισσή κακία να αφήσουν το στίγμα τους τρολάροντας ξανά και ξανά, ενώ έβλεπαν πως ΕΥΤΥΧΩΣ δεν υπήρξε feedback! Δεν πρόλαβαν άλλωστε! Ορισμένοι θα θυμούνται ακόμη και διαπληκτισμούς επί προσωπικού επιπέδου. Όλα αυτά ή μάλλον πολλά από αυτά έχουν ρίζες. Ο πρώτος που ευθύνεται και επιτρέπει να γίνονται επί προσωπικού διαπληκτισμοί μάλλον είναι ο επικεφαλής. Γιατί επί προσωπικού αναπτύχθηκαν γενικά οι σχέσεις, πριν από εδώ φυσικά, και μετά εδώ. Ωστόσο δε νομίζω πως πρέπει να απολογηθώ γι’ αυτό και οι λόγοι είναι θαρρώ  ευκόλως εννοούμενοι.
Περνώ, λοιπόν, στο τρίτο ζήτημα, που είναι οι αφορμές των γραφομένων. Το όνομα του μπλογκ («βιο...γραφικότητες») σαφώς και παραπέμπει σε γραφή που βασίζεται σε στοιχεία βιογραφικά. Ποιος συγγραφέας άλλωστε, αρθρογράφος, ποιητής κλπ είναι αυτός που θα υποστηρίξει πως οι αφορμές και οι εμπνεύσεις του είναι έξω και όχι γύρω από τη ζωή του και το κοινωνικοπολιτικό και ιστορικό του πλαίσιο? Ωστόσο, εάν υποστηρίξει κάποιος πως ο συγγραφέας οτιδήποτε γράφει είναι καθαρά βιο...γραφικό είναι σαν να υποστηρίζει πως ένας ηθοποιός δικαιούται να παίξει μόνο ρόλους που προσιδιάζουν στον χαρακτήρα του και τίποτε έξω από αυτόν. Αντιλαμβάνεστε το άτοπον του πράγματος!
 Γι’ αυτό, λοιπόν, πρέπει κανείς να καταλάβει πως ό,τι γράφεται εδώ πέρα μπορεί να έχει αφορμές πολλές και πάμπολλες: από τον δημόσιο υπάλληλο στην εφορεία που μπορεί να με εκνεύρισε ως και τον ταξιτζή με τον οποίο πιάσαμε την κουβέντα ή τις δυο γριούλες που μιλούσανε στις πίσω από μένα θέσεις στο λεωφορείο.
 Και επειδή η δεοντολογία η εν γένει, αλλά και η εν είδει λογοτεχνική δεν επιτρέπει να αποκαλύπτονται πρόσωπα και καταστάσεις, είναι προφανές πως δεν θα τα αποκαλύψω, αλλά θα τα μετουσιώσω σε μία απροσωπία είτε οι άλλοι νομίζουν πως είμαι εγώ πίσω από αυτά είτε ο «εαυτός τους» επειδή τους γνωρίζω προσωπικά, επειδή συνέβη κάτι μεταξύ εμού και εκείνων σχετικό με αυτό που περιγράφω, επειδή έτυχε να παρατηρήσω κάτι επάνω τους, επειδή, επειδή, επειδή...
 Δεν μπορώ να σας «κάνω μάθημα» αυτήν την στιγμή και να μπω σε διαδικασίες διδασκαλίας βασικών αρχών λογοτεχνίας. Αφενός είμαι μικρή να κάνω κάτι τέτοιο, αφετέρου δε νομίζω ότι ενδιαφέρει απαξάπαντες εδώ μέσα, κυρίως όσους δεν τα ‘χουν καλά με τη λογοτεχνία. Θα σταθώ όμως σε μια βασική αρχή της: αυτός που γράφει (είτε είναι συγγραφέας, είτε αρθρογράφος, είτε ποιητής) απλά αφορμάται! Και οι αφορμές για εκείνον δεν είναι πάντοτε ή σχεδόν ποτέ ορατές για τους αναγνώστες του. Αυτό που κάνουν οι αναγνώστες τις περισσότερες φορές είναι να προσπαθούν να βρουν τα βιο...γραφικά -τυχαίο!?- στοιχεία του γράφοντος μέσα στο ανάγνωσμα. Που βάση έχει, γιατί επαρκές από μόνο του μπορεί να είναι, δεν είναι όμως ταυτόχρονα και αναγκαίο! Ο γράφων, ο λογοτέχνης και γενικά ο καλλιτέχνης είναι η αφορμή να δεις κάτι που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είδες, δεν πρόσεξες και μάλιστα από μια άλλη οπτική, να το προσλάβεις με έναν άλλον τρόπο. Δεν είναι απαραίτητο όμως να τον εξωθούμε όλη την ώρα σε μία ολιστική αποδόμηση των όσων γράφει. Όπως λέει και η φίλη μου η Μαρία, στο φανταστικό χωριό της λένε «Άσε και τίποτα καλυμμένο, κάνε με να φανταστώ τι έχει από κάτω ο ποδόγυρος!». Μην αποκαλύπτεις τα πάντα και δες αυτό που πρέπει να δεις!
Πώς να πείσω, λοιπόν, εγώ την μάνα μου που μόλις διαβάσει το κείμενο Τετάρτη πρωί, αναρωτιέται «σε ποιον αναφέρομαι, ποιον είχα στον νου μου, πού πάει η σπόντα?? κλπ κλπ κλπ». Το ίδιο κάνει η θεια μου, η γιαγιά μου και κατά πως φαίνεται οι φίλοι και οι γνωστοί μου. Πριν από τρία χρόνια έγραψα «το χαίρε νύφη ανύμφετε» και ακόμα αναρωτιούνται κάποιοι σε ποια ξαδέρφη μου αναφερόμουν και την ψάχνουν. Προφανώς και δεν είχα καμιά ξαδέρφη που να «πάθει» όλο αυτό που περιέγραφα, ωστόσο οι άνθρωποι (και επιτρέψτε με να τους πω «ρηχούς» εν προκειμένω) σταθήκανε στο «ποιος?» της περιγραφής και όχι στο «τι?», το «γιατί?» κλπ! Όλα αυτά μπορεί να ακούγονται φυσιολογικά. Είναι ίσως η λογική της κλειδαροτρυπας που διέπει το ανθρώπινο είδος. Και αφού η ανθρώπινη φύση είναι κοινή σε όλους μας εδώ πέρα, προφανώς έχουμε πολλοί από εμάς κοινούς παρονομαστές, ίδιες συμπεριφορές, γι’ αυτό τα όσα διαβάζουμε μας θυμίζουν κάτι. Γενικώς και ειδικώς δλδ η «προβολή» εδώ μέσα πάει κι έρχεται φύσει και θέσει.
Αυτό, λοιπόν, είναι ίσως το μείζον κεφάλαιο: Το ότι γνωρίζομαι σχεδόν με τους περισσότερους Επώνυμους. Και πολλοί μεταξύ σας επίσης γνωρίζεστε. Δεν είναι επομένως ένα ανοιχτό μπλογκ τύπου protagon ή kouti tis pandoras, ούτε χρησιμοποίησα μέχρι στιγμής, παρά τις «πιέσεις» ορισμένων- τουλάχιστον κανένα ιδιαίτερο μέσο κοινωνικής δικτύωσης -χωρίς να το θεωρώ κακό- προκειμένου να ευρύνω το κοινό μου. Δεν καταλαβαίνω, γιατί αυτό να μην είναι ανεκτό και να μην μπορώ να έχω το δικαίωμα να το κάνω ανεξάρτητα εάν μπορεί ο οποιοσδήποτε να μας ανακαλύπτει τυχαία ή κατόπιν πρότασης και να μπαίνει στους συνδαιτυμόνες. Καθημερινά κλικάρουν περίπου 80 με 100 άτομα τη σελίδα από περιοχές όπου δεν έχω και δεν γνωρίζω κανέναν. Ρωσία, Καλιφόρνια, Κίνα, Ουκρανία, Γερμανία, Ν.Αφρική είναι μόλις κάποιες από τις χώρες στις οποίες δεν έχω μήτε φίλους μήτε γνωστούς. Κι όμως πολλοί είναι αυτοί που μας παρακολουθούν από τα εν λόγω μέρη.
 Άλλο θέμα είναι πως κάποιοι θέλουν να διατηρήσουν την Ανωνυμία τους! Από φόβο? Από άποψη? Από δειλία? Πρόβλημά τους! Ωστόσο σεβαστό. Η κακεντρέχειά τους όμως σαν αυτή που έζησα από το Μάρτιο εως τον Ιούνιο και στάθηκε αφορμή να σκεφτώ να κλείσω τη σελιδα (ξέρουν καλά ποιοι είναι...) με οδήγησε στο να γίνομαι καχύποπτη απέναντι σε εκείνους που διαφωνούν, επειδή παίρνουν τα θέματα προσωπικά και νομίζουν πως ο κόσμος δεν περιφέρεται γύρω από τον ήλιο, αλλά αποκλειστικά γύρω από τον εαυτό τους! Ούτε για αυτό όμως θα απολογηθώ. Αυτό μάλιστα που έχει πλάκα είναι που ορισμένοι off the record με ρωτάνε όλο υπονοούμενο «ποιος ήταν εκείνος και ποιος ο άλλος που απαντάει με το τάδε ή το δείνα ψευδώνυμο. Ε λοιπόν δεν ξέρω και δεν είμαι υποχρεωμένη να ξέρω. Ας είναι όποιος είναι! Δικαίωμά του να διατηρεί την ανωνυμία του, υποχρέωσή μας να το σεβαστούμε οι υπόλοιποι, αρκεί να μην προσβάλλει, όταν διαφωνεί, και να σέβεται το χώρο.
Στο δια ταύτα: Το μπλογκάκι που βλέπετε εδώ πέρα δεν ανήκει στη γνωστή συνομοταξία των μπλογκερ. Έχω κάθε δικαίωμα να δίνω το προφίλ που θέλω εγώ σε αυτό. Ξεκίνησε από μία προσωπική, ναρκισσιστική και εγωκεντρική έστω (εάν ικανοποιεί κάποιους αυτό) επιλογή να εκθέτω τις σκέψεις μου και ως εκ τούτου να εκτίθεμαι. Το αν αυτό επισύρει ορισμένες υποχρεώσεις ωστόσο από πλευράς μου, να προσέχω τι γράφω μήπως ο οποιοσδήποτε το εκλάβει διαφορετικά, αυτό είναι διαπραγματεύσιμο πάλι σύμφωνα με τους όρους που βάζω εγώ εδώ πέρα, διότι:
α. πάει πολύς καιρός από τότε που έλυνα με φίλους και γνωστούς παρεξηγήσεις και αποφάσισα πως είμαι πολύ μεγάλη πια στα 34 μου να κάνω ό,τι και στα 14 σε ανθρώπους που θέλουν να πιστεύουν πως με ξέρουν. Με κουράζει η διαδικασία πολύ και
β. εάν ο οποιοσδήποτε νομίζει πως το θέμα είναι προσωπικό και θίγεται τρεις και μία επειδή δεν με ξέρει τόσο καλά όσο νομίζει, έχει δικαίωμα να μην ξαναμπεί εδώ μέσα και να μην με ξαναδιαβάσει. Όλα καταλήγουν στις προσωπικές επιλογές εν τέλει και όπως μπορεί κανείς να κλείσει από το τηλεκοντρόλ την τηλεόραση, επειδή τον ενοχλούν οι φάτσες των τηλεπερσόνων, έτσι και εδώ μπορεί να μην ξαναδιαβάσει τις απόψεις και τις σκέψεις μου. Κι αν του στέλνω μήνυμα με το link, όπως συνηθίζω κάθε Τετάρτη, ας μου ζητήσει να μη του ξαναστείλω. Άλλωστε είναι πολλοί εκείνοι που με έχουνε για διαφορετικούς λόγους συνδέσει με τα spam ή δεν με ανοίγουν ποτέ! Επιπλέον, εδώ ο κόσμος καίγεται, με τις σκέψεις της Κωνσταντίνας θα ασχολούνται? Είμαι πολύ πιο ώριμη από όσο θέλουν να πιστεύουν ορισμένοι για να έχω τέτοιες αυταπάτες!
Ωστόσο, δεν αντέχω να δέχομαι μηνύματα, τηλεφωνήματα και ερωτήματα ανθρώπων που επειδή έχουν μια «μύγα» μυγιάζονται και σπεύδουν να διαπιστώσουν τι? Εάν το κείμενο τους αφορά? Αυτό είναι το θέμα?
Εν πάση περιπτώσει ήδη κούρασα και κουράστηκα. Δεν έχω να πω κάτι άλλο! Η αφορμή δόθηκε με δύο απανωτά περιστατικά, αλλά και ένα στο πρόσφατο παρελθόν με πολύ σοβαρό ψυχοπαθολογικό φόντο! Ευτυχώς συζητήθηκε και λύθηκε τουλάχιστον το ένα με διεξοδική συζήτηση, γιατί πρυτάνευσε η λογική. Με τον τρελό και τον παράλογο δεν ασχολήθηκα, ούτε πρόκειται, γιατί δεν έχει νόημα. Ας ασχολείται εκείνος με μένα. Είναι κολακευτικότερο. Από κει και έπειτα, δεν θα απολογηθώ άλλο για ποιον λόγο  κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι κάνουν οι άλλοι. Θέλω η Τετάρτη μου να εξακολουθεί και να είναι η μεσοβδομαδιάτική μου χαλάρωση από τη δουλειά και όχι να μου δημιουργεί εντάσεις που δε χρειάζομαι στη ζωή μου. Έχω ήδη αρκετές! Και πιστέψτε με, όπως ο καθένας εδώ μέσα, έχω κι εγώ πολύ πιο σοβαρά θέματα να ασχοληθώ που αξίζουν περισσότερο χρόνο και φαιά.
Να ευχαριστήσω ωστόσο και τους συνδαιτυμόνες που με τις παρεξηγήσεις που δημιουργήθηκαν μου δώσανε αφορμή πρώτα απ’ όλα να επαναπροσδιορίσω θέσεις, σχέσεις και οπτικές για να πω πολλά μαζεμένα ΕΞΩ ΚΑΙ ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΕΚΕΙΝΟΥΣ και τα ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ, γιατί κατά καιρούς ήθελα με διάφορες αφορμές να πω όλα όσα έγραψα σε διάφορους. Ποιοι είναι αυτοι? Ο καθένας πιστεύω πως το μήνυμά του το εχει λάβει! Εάν το μήνυμα ελήφθη έχει καλώς. Εάν πάλι όχι, λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτε παραπάνω. Άλλωστε δεν είμαστε πάνω από 300 συνδαιτυμόνες εδώ μέσα και καλό θα ήταν να μη μιμηθούμε τη Βουλή που δεν μπορεί να συνεννοηθεί, αλλά συμβολικά τουλάχιστον να προσπαθήσουμε να σεβαστούμε τη διαφορετικότητα.

Δεν ξέρω εάν θέλετε να σχολιάσετε κάτι σε όλο αυτό. Εγώ αποφάσισα απλά στη σημερινή ανάρτηση να μην απαντήσω σε κανενός το σχόλιο, εάν και εφόσον το υποβάλει. Και το δηλώνω εκ προοιμίου και ευθαρσώς.  Όχι από εγωισμό. Άλλωστε όσοι με ξέρουνε καλά, αυτό υποστηρίζουν συνέχεια. Πως δεν αφήνω τίποτε ασχολίαστο και τίποτε να πέσει κάτω. Σήμερα θα το κάνω. Δεν με ενδιαφέρει εάν παραβαίνω τους μπλογκικούς κανόνες ούτε εάν είμαι στα όρια της δεοντολογίας. Απλά σήμερα αυτό θέλω να κάνω, και αυτό θα κάνω. Εάν ο οποιοσδήποτε θέλει να κάνει διάλογο με κάποιον  άλλον, ελεύθερα. Απλά εγώ ξέρω καλά (γιατί ξέρει ο γύφτος τι έχει στον ντορβα) πως αυτό δε γίνεται εδώ πέρα. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν σχολιάζουν γιατί θεωρούν ότι «δεν γράφουν καλά!» λες και έχουν απέναντί τους τον Ελύτη, όπως προείπα! Και ξεχνούν πως η γράφουσα έχοντας πλήρη επίγνωση της συγγραφικής της ιδιότητας το μόνο που καταφέρνει με τα κείμενά της είναι η ψυχοθεραπεία η δική της και όχι η δημιουργία complex των άλλων. Ειδάλλως θα ήτανε διαστροφική η κατάσταση. Γι’ αυτό και δεν θα προβώ σε κλείσιμο των σχολίων, γιατί θα είναι πολύ αντιδημοκρατικό να στερήσω τη χαρά των πέντε φίλων που αναπτύσσουν οικειοθελώς τις απόψεις τους! Οι υπόλοιποι ας κοιτούν από μακριά, ας σχολιάζουν προσωπικά, προφορικά ή και ποτέ! Και τώρα που το σκέφτομαι ναι, τα σχόλια ορισμένων δεν μου είναι καθόλου απαραίτητα!

Καλό ξημέρωμα

Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2013

Έν οίδα...



Πόση ενάργεια μπορεί να κρύβεται πίσω από ένα «Δεν το ξέρω». Δείχνει μία οριοθέτηση του γνωστικού αντικειμένου που κατέχεις. Ή ... που νομίζουν οι άλλοι ότι κατέχεις. Βέβαια, μία τέτοια απάντηση μπορεί να ισούται με μετριοφροσύνη, κατά άλλους δε -κυρίως απερίσκεπτους- με άγνοια του αντικειμένου σου, όμως... ένα «Δεν το ξέρω» δείχνει και πυγμή. Δείχνει πως δεν έχεις στόμα απύλωτο, αλλά πως η οποιαδήποτε κουβέντα βγει από αυτό είναι δοκιμασμένη, μετριασμένη και όχι μέτρια ή μετριότητα. Δείχνει πως είσαι μετρημένος στα όσα λες, στα όσα ξέρεις, στα όσα ισχυρίζεσαι πως ξέρεις. Το «Δεν ξέρω» ίσως είναι αλλιώς ως απάντηση! Αυτό το «το» που λείπει εκεί ανάμεσα στο «δεν» και στο «ξέρω» κάνει μια μεγάλη διαφορά. Δείχνει πως ο άλλος περιμένει από εσένα να ξέρεις κάτι που ενδεχομένως εμπίπτει στο γνωστικό σου αντικείμενο και συ ειλικρινώς απαντάς πως αυτό το κάτι σου ξεφεύγει ή πως αναφέρεται σε πιο ειδικές περιπτώσεις που δεν έχεις καταφέρει ή προλάβει να μελετήσεις, να γνωρίσεις έστω να ακούσεις! Το «Δεν ξέρω» πάλι, χωρίς εκείνο το ενοχλητικό «το» ανάμεσα στο αδιαίρετο ζεύγος της άγνοιας δηλώνει μία απουσία που αφήνει μετέωρη τη γνώση. «Δεν ξέρω γενικά ή δεν θέλω να ξέρω ή εν πάση περιπτώσει κάνω πως δεν ξέρω για να απαλλαγώ από τις ερωτήσεις σου!!! Με ενοχλείς! Φύγε! Δεν ξέρω!»
Γι’ αυτό το «Δεν ΤΟ ξέρω» σε κάνει να τρως ένα σκάλωμα! Να θαυμάζεις ένα μυαλό που έχεις απέναντί σου, το οποίο μυαλό ξέρεις από τη συζήτηση ότι ξέρει πολλά, ίσως ότι έχει ακούσει περισσότερα, αλλά κάποτε στη διεξαγωγή της έρευνας τού μάθανε να μη λέει ό,τι ακούει, εάν δεν το διηθεί και να μην το μεταφέρει ως ακατέργαστη πληροφορία που περνάει τα καλώδια ενός σπασμένου τηλέφωνου! Άλλωστε το βλέπεις στα μάτια του, πριν ανοίξει το στόμα του. Ακούει, επεξεργάζεται, βαθαίνει το βλέμμα του, γιατί «σκέφτεται» και μετά σου απαντάει το ερεθιστικό «Αυτό δεν το ξέρω»!
 Respect σε όσους έχουνε το σθένος μέσα στον αιώνα του καταιγισμού της πληροφόρησης και του βομβαρδισμού της πληροφορίας να επικαλούνται την άγνοιά τους όχι ως άλλοθι, αλλά ως στάση ζωής!

Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2013

Το σύμπαν έχει σίγουρα όρια...



«Φτωχός πλην τίμιος εντάξει. Όμως, τίμιος, πλην βλαξ; Ανάμεσα σ’ έναν τίμιο πλην βλάκα και έναν ανέντιμο πλην έξυπνο, θα διάλεγα τον δεύτερο. Διότι ο έντιμος πλην βλαξ δεν έχει καμία πιθανότητα να γίνει ένας έντιμος έξυπνος, ενώ ο ανέντιμος πλην έξυπνος, έχοντας ήδη εξασφαλισμένη την εξυπνάδα, θα μπορούσε κάποτε να γίνει και έντιμος...»
Βασιλ. Ραφαηλίδης

«Κυρία είστε ρατσίστρια!» μου εκστόμισε ένας μαθητής μου τις προάλλες σε μια συζήτηση επάνω στο μάθημα. «Ασφαλώς και είμαι! Και ρατσίστρια και αλλεργική! Και δεν το αρνήθηκα ποτέ!» του ανταπάντησα. Τέσσερα στοματάκια κεχηνότα από κάτω και άλλα οχτώ ματάκια γουρλώσανε ξαφνικά στην απάντησή μου. Και δια τι να κρύψωμεν άλλωστε? Όταν αρνηθώ τη ρετσινιά του ρατσιστή θα πρέπει να πάψει η βλακεία αυτού του κόσμου να μου την προκαλεί. Διότι το σύμπαν έχει όντως μεγαλύτερες πιθανότητες, όπως είπε περίπου ο θείος Αλβέρτος, να αποκτήσει όρια, από ό,τι εκείνη.  
Το να ζεις σε έναν κόσμο που έχει πλάσει νοητά το μυαλό σου και τον έχει εξιδανικεύσει είναι τουλάχιστον ανόητο. Κι ούτε υπεραμύνομαι αυτού στοχεύοντας σε ανεφάρμοστους ιδεαλισμούς. Αναγνωρίζω την ύπαρξη της βλακείας. Σέβομαι την ύπαρξή της, όχι όμως την ίδια. Η βλακεία είναι ανίκητη και ως εκ τούτου επιβιώνει επί παντός καιρού. Το να υπάρχουν ηλίθιοι, κακοί, ζηλιάρηδες, απερίσκεπτοι, κακοποιοί, παράνομοι, άνομοι, υπερόπτες, βλαμμένοι, ημίτρελοι, μπσόχαζ (που λεν και στο φανταστικό χωριό μου) δεν είναι από μόνο του ως φαινόμενο ούτε περίεργο, ούτε κακό, ούτε αφύσικο. Το περίεργο και το ενοχλητικό γεννιέται αφ’ ης στιγμής χάνεται ο έλεγχος. Δεν με ενοχλεί η ύπαρξη της βλακείας. Στο κάτω-κάτω της γραφής καλά κάνει και υπάρχει για να τονίζεται εξ αντιθέτου τουλάχιστον η αβρότητα και η σύνεση.
Με ενοχλεί όμως η ποσόστωση! Το να είναι τα πράγματα 80% στη σφαίρα της λογικής και ένα 20% εκτός αυτής, δεν με πειράζει. Το να μοιράζονται το 70% και το 30% αντίστοιχα ούτε αυτό με ενοχλεί. Το να ισχύουν τα ποσοστά όμως αντίστροφα, και να ψάχνεις τον λογικό σαν να κοιτάς για ψύλλο στ’ άχυρα, αυτό πραγματικά με εκνευρίζει εκτός του ότι με λυπεί. Και πάνω από όλα με ενοχλεί που ένας βλάκας και μισός θέλει να πιστεύει πως είναι όχι απλά εξυπνότερος από ορισμένους άλλους, αλλά αντικειμενικά έξυπνος. Αυτό φυσικά είναι εξ ορισμού ανόητο, διότι το ότι είσαι εξυπνότερος ή λιγότερο βλάκας από έναν άλλον βλάκα ή λιγότερο έξυπνο δεν σε κάνει απαραίτητα και αναγκαστικά έξυπνο. Τα μεγέθη δεν πρέπει να είναι συγκριτικά. Το έμβλημά σου εάν είναι «το μη χείρον βέλτιστον» είσαι απλά άνθρωπος των εκπτώσεων. Άλλωστε σημασία δεν έχει τι πιστεύει ένας βλάκας για τον εαυτό του, αλλά τι πιστεύουν οι άλλοι για εκείνον. Βέβαια η υποκειμενικότητα είναι δεδομένη και με αυτήν τη λογική κανένας -πόσω δε μάλλον ο βλάκας- δεν μπορεί να αντιληφθεί το μέγεθος της βλακείας του. Ωστόσο, ίσως και αυτό να μην είναι τόσο ανέφικτο, εάν σκεφτεί κανείς πως ακόμη και εδώ υπάρχει μία τάξη μεγέθους: από εδώ μέχρις εδώ, για παράδειγμα, δικαιολογείται μία ποσότητα x βλακείας, και ηλιθιότητας, και ανεμυαλιάς, και χαζομάρας, και... και ... και...
Παρ’ όλα αυτά η βλακεία είναι γεγονός. Βασιλεύει και κυριαρχεί παντού! Και ποιος είπε ότι μετά από έναν πυρηνικό πόλεμο θα επιβιώσουν μόνο οι κατσαρίδες? Κάτι μου λέει ότι θα έχουνε παρέα και τους βλάκες!


ΥΓ: η γράφουσα δεν εξαιρεί τον εαυτό της από περιπτώσεις όπου αποδεικνύεται αυτιστικά πολύ βλάκας!

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2013

Βυθίσατε τη χώρα!


Κάποιες περιοχές ορισμένοι τις είχανε μόνο ακουστά και τους φάνταζαν εξωτικά σημεία που έχει ο χάρτης. Μερικές από αυτές τις έχουν πλέον σε card postal αναμνηστικές ή σε φωτογραφίες που τράβηξαν σε εκδρομές, όταν κάποτε αξιώθηκαν να τις επισκεφτούν οι ίδιοι τους και άλλες πια, γίνονται οι φιλόξενες ή αφιλόξενες γαίες που δέχονται απάτριδες στην ουσία μετανάστες, αφού τη χώρα τους φρόντισαν να τη διαλύσουν οι επικεφαλής στα εξ ων συνετέθη κάποτε (ει ποτέ!).  
Η μετανάστευση, εσωτερική ή εξωτερική, ως κοινωνικό φαινόμενο δεν είναι κάτι καινούργιο. Από τον Αφιλόξενο Πόντο που έγινε κατ’ ευφημισμόν και κατευναστικά Εύξεινος, δλδ Φιλόξενος, και τον Τρωικό πόλεμο που τελικά έγινε για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη, ως την Ελλάδα της δεκαετίας του ’60 και του Καζαντζίδη, αλλά και στην άναρχη αστικοποίηση της δεκαετίας του ’70 που δημιούργησε μια υδροκέφαλη πρωτεύουσα με τη συνθηματολογία του τοίχου «Έξω οι Βλάχοι από την Αθήνα», φτάσαμε να μιλάμε σήμερα για κύκλο και επανάληψη της ιστορίας αυτή τη φορά και αντιστρόφως. Οι «Βλάχοι» επιστρέφουν στα χωριά τους, αφού προηγήθηκε λουκέτο στις επιχειρήσεις της πόλης, αφού διώχθηκαν κακήν κακώς από τα εργοστάσια ή τις βιοτεχνίες που κλείνουνε με ταχύτητα του φωτός, αφού τα χρηματιστήρια τους απομύζησαν όλα τα κομποδέματα που είχανε κάποτε φτιάξει με κόπο και ιδρώτα ή αφού δεν αποπλήρωσαν τα δάνεια που αβγάτισαν υπερχρέη και έκοψαν και έραψαν το πάπλωμα πολύ πιο μακρύ από τα ποδάρια τους.
 Έτσι είναι οι «Βλάχοι»! Αποποιούμενοι την προσωπική τους ταυτότητα και την παραδοσιακή τους φλοκάτη, επιθύμησαν το πουπουλένιο πάπλωμα και τις εκδρομές σε παραδοσιακούς ξενώνες κατασκευασμένους από πακέτα Leader, σαν να μην είχαν δει ποτέ στη ζωή τους πέτρα και ξύλο σε αγροικία, ενώ η μπουρζουαζία της ελληνικής πρωτεύουσας πάθαινε αλλεργία στην ιδέα και μόνο ότι η οικονομική ταυτότητα της χώρας της είναι κατά βάση αγροτική και κτηνοτροφική και όχι βιομηχανική. Ωστόσο, από τους αριστοκράτες στους ψευτοαριστοκράτες και από κει στην ξεφτισμένη αριστοκρατία εξακολουθούμε να βλέπουμε την Ελλάδα να διαγράφει αν όχι κυκλική τουλάχιστον σπειροειδή πορεία της ιστορίας, με έντονα τα χαρακτηριστικά του αυτισμού και της απομόνωσης. Ετερόφωτη και κατ’ επανάληψη τηλεκατευθυνόμενη, η χώρα αυτή που γέννησε τη δημοκρατία, σήμερα σαν μια σύγχρονη Μήδεια σκοτώνει τα γεννήματα και τα θρέμματα της, αλλά για να εκδικηθεί ποιον? 
Οι νέοι μετανάστες, λοιπόν, που δεν αντέχουν άλλο να πέφτουν θύματα κακοποίησης μιας σχιζοφρενούς μάνας τολμούν τη μεγάλη Έξοδο, ακόμη κι αν θα ακολουθήσουν απώλειες για τη γενέτειρά τους. Το αίσθημα της αυτοσυντήρησης δεν υπολογίζει κοινωνικά ιδεώδη και συλλογικούς για την πατρίδα αγώνες. Κι αν κάποτε ο τόπος τούτους γέννησε ήρωες επαναστάτες, ήταν ο ίδιος που εξέθρεψε προδότες και πατριδοκάπηλους. Γέννησε ναι, τον Κολοκοτρώνη, αλλά η ίδια γέννησε και τον Μιαούλη, έφερε ναι, τον Καποδίστρια, αλλά η ίδια εξέθρεψε και τον Μαυρομιχάλη, έφτιαξε και προώθησε απαίδευτους αλλά και εξύμνησε παιδιά overqualified, αλλά αδυνατεί ή αδιαφορεί να τα εκμεταλλευτεί για να χτυπήσει αυτή τη χώρα από την αρχή στο σφυρί και στο αμόνι. Επέτρεψε δήθεν ηγέτες να την κυβερνούν και εξακολουθεί να πιστεύει σε οικογενειοκρατικές ηγεμονίες. Θίγεται δήθεν για την βασιλεία που ρήμαξε τον τόπο, καυχιέται για τη δημοκρατία που κατασκεύασε, αλλά εμμένει σε ένα πολίτευμα οξύμωρο εν τη γενέσει του: την “αιρετή βασιλεία” που θρέφει βασιλείς και αυτοκράτορες με πλήρη δηλ εξουσιοδότηση, «αρχηγούς» απερίσκεπτων κινήσεων στο τιμόνι, «αρχηγούς» με απερισκεψία και ασυνεννοησία έως ανοησία του τύπου «Βυθίσατε το “Χόρα”» στο τραγικότερο ανόητο «Βυθίσατε τη χώρα»... Κατά μάνα κατά κύρη, κατά γιο καραβοκύρη.
Έλληνα εκεί είναι η μοίρα σου, στον βυθό...

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2013

Όταν οι συνδρομές γίνονται σύνδρομα...


Όχι! Σίγουρα δεν είμαι! Διαπιστώνεται άλλωστε αμέσως επάνω μου! Δεν είμαι ειδική, αλλά ενθουσιάζομαι όταν ακούω ειδικούς, όταν ακούω εκείνους που χωρούν μόλις σε δυο αράδες κουβέντας ό,τι εσύ παλεύεις να εξηγήσεις σαν δυσλεκτικό με πλήρεις περιγραφές, ατέρμονες διηγήσεις και ανεξάντλητες επεξηγήσεις για συμπεριφορές δικές σου και των άλλων γύρω σου. Οι «ειδικές γλώσσες», όπως σοφά ονομάζονται από τους γλωσσολόγους, είναι σαφείς και σοφές (αφού σοφόν το σαφές), γιατί και αυτές, όπως και άλλες, προάγουν την οικονομία στην εκφορά του μηνύματος που με δυο λέξεις κάνουν αντιληπτό το περιεχόμενο του από τον δέκτη. Για άλλη μια φορά απεδείχθην φλύαρη και αδαής!
...Περιέγραφα σε ομοτράπεζους:
...συμπεριφορές δικές μου, δικές σου, δικές της, δικών μας, δικές του...μου, σου, του δλδ, που κοινό παρονομαστή έχουν την «προσφορά» προς κάποιον Άλλον χωρίς να μου, σου, του, μας κλπ ζητήσει αυτός ο Άλλος:
 «...και ορίστε αυτό, και πάρε το άλλο, και να και εκείνο, και να το άλλο, και πάει λέγοντας. Ο Άλλος αγχώνεται! Τουτέστιν σου ζητάει να σταματήσεις. Εσύ δεν έχεις ακοή, δεν έχεις αντίληψη του τι σου λέει, γενικώς δεν έχεις επαφή και εξακολουθείς να κάνεις το δικό σου από κεκτημένη ταχύτητα. Τον μπουκώνεις αυτόν τον κύριο καημένο Άλλον, εκείνος αδυνατεί να σε αντιμετωπίσει, ακόμη κι αν σου έχει επιστήσει πολλές φορές την προσοχή ότι α. Υπερβάλλεις β. Δεν χρειάζεται ό,τι του παρέχεις τουλάχιστον στον βαθμό που το κάνεις γ. Πρέπει να σταματήσεις αυθωρεί και παραχρήμα, πάραυτα και ανυπερθέτως!
»Αλλά... εν τέλει δεν σταματάς να δίνεις, να συντρέχεις και να αδειάζεις τσέπες και ψυχή από ό,τι αποθέματα σου μένουν χωρίς να υπολογίζεις ΚΑΝΕΝΑΝ παρά μόνο τον εαυτό σου. Ο οποίος Εαυτός έχει εν γένει μάθει να κινείται εγωκεντρικά. Ή αυτιστικά. Ή τέλος πάντων μοναχικά. Συνεργασία, Δημοκρατία, Τι θέλει και ο Άλλος... ούτε και που τα γνωρίζει ως όρους και ως καταστάσεις. Κάνει ό,τι ικανοποιεί τον ίδιο, όχι τους άλλους. Φαντάζεται πως τον έχει ανάγκη ο Άλλος, και αυτόν και τις δωρεές του, τις προληπτικές του κινήσεις για εκείνον τον Άλλον και το καλό εκείνου χωρίς όμως εκείνον και χωρίς την συγκατάθεσή του. Και άντε να ξεμάθει! Και γιατί να ξεμάθει?
»Το πρόβλημα είναι Πού? Προφανώς στην Αναγνώριση. Γιατί η προσφορά, ακόμη κι αν πάει βάσει νόμου πακέτο με τη ζήτηση, εν προκειμένω, είπαμε, παίρνει διαζύγιο. Προχωρά μόνη της μπροστά και αγέρωχη. Ακλόνητη από (προ)ειδοποιήσεις και περιμένει σε ραντεβού την Αναγνώριση. Αυτή όμως δεν έρχεται! Τουλάχιστον, όπως και όταν, και εκεί που την περιμένει. Και αρχίζει και θυμώνει. Τα βάζει με τον Άλλον, τον αχάριστο που δεν αναγνώρισε από αυτόν τίποτα. Και αρχίζουν τα «κατηγορώ» πακέτο με την κλάψα. Πάντα! Θυμός και εγωισμός και αυτομαστίγωμα που «σχίζεται» ο Εαυτός για τον Αχάριστο Άλλον που δεν αναγνώρισε τίποτα από τις θυσίες του. Εάν τον ρωτήσεις «Ποιος σου είπε να το κάνεις?» το πιθανό είναι να μη λάβεις απάντηση καμία με έρεισμα. Με έριδα μπορεί. Και το ακόμα πιο πιθανό δε, είναι απλά να θεωρήσει πως ως Ανώτερος ή ως Εντεταλμένος του Θεού έπρεπε να το κάνει. Η Ενδοσκόπηση πάλι δεν παίζει. Προφανώς και δε θα στραφεί στα μέσα του να δει πόσα Κενά καλύπτει με την αλόγιστη και χωρίς ζήτηση στους άλλους προσφορά. Εάν καλύπτει προσωπικές του ανασφάλειες δεν βλέπει. Τα μάτια βλέπουν μόνο προς τα Έξω...»

Και πάνω στην περιγραφή, πετάγεται ένας ομοτράπεζος ψυχολόγος και μου λέει: «Μόλις περιέγραψες το τρίπτυχο στο “Σύνδρομο του Σωτήρα”: Υπάρχουν άνθρωποι που θαρρούν πως με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θα σώσουν τον κόσμο και θα του κάνουν καλό με τη συνδρομή βοήθειας, ακόμη και- και κυρίως- σε περιπτώσεις που δεν τους το ζήτησε ποτέ και κανένας. Είναι εκεί πριν από σας για σας. Δίνουν χωρίς να έχει προηγηθεί αίτηση. Συνήθως δίνουν πολλά. Ασφαλώς ο Άλλος δεν ανταποκρίνεται για πολλούς διάφορους, αδιάφορους, γνωστούς ή άγνωστους λόγους, και τότε ο Σωτήρας παίρνει τη θέση του Θύματος. Τα βάζει με τους Άλλους που δεν τον αναγνώρισαν ποτέ και το Θύμα γεμίζει Θυμό. Και όντας θυμωμένο θύμα, παίρνει μοιραία στο τέλος τον ρόλο του Κατηγόρου και εξαπολύει κατηγορίες και μομφές προς όλους σε όσους πρόσφερε!!»

Τρία τα βασικά μου συμπεράσματα:

1. Θαυμαστή η κάθε επιστήμη για τον δωρικό τρόπο έκφρασης. Μοντελοποιεί και εν γένει χωράει συμπεριφορές σε ολιστικά μοντέλα για οικονομία λόγου, εξέτασης, φαιάς και επίμοχθων λύσεων....Υποκλίνομαι!

2. Σεβαστός ο αριθμός τέτοιων συμπεριφορών σε ΟΛΑ τα επίπεδα σχέσεων, ακόμη και στα δάπεδα, κοινώς πατώματα, όταν ο άλλος σέρνεται για να σου αποδείξει τα δίκια του που δεν του καταλογίζεις! Σε λιβανίζει με το θουκυδίδειο «Ουδείς ασφαλέστερος εχθρός....» κλπ και κάνει ό,τι μπορεί να σε καταστήσει ενοχικό! Το σιχαίνομαι!

3. Ακόμη κι αυτός που θα αντιληφθεί ότι τον εν λόγω σύνδρομο τον αφορά, είτε εξ ολοκλήρου ως χαρακτηριστικό είτε εν μέρει ως μεμονωμένη συμπεριφορά, θα εξαιρέσει τον εαυτό του με αστερίσκους και δικαιολογίες. Όντως είναι δύσκολο να παραδεχτείς στον εαυτό σου τα κουσούρια σου, ακόμα κι αν είστε οι δυο σας! Απλά είναι γνωστό τοις πάσι πλέον πως ό,τι αιτιολογείται δεν δικαιολογείται, και ό,τι δικαιολογείται δεν δικαιώνεται! Άλλωστε τα πάντα ξεκινούν εξ ορισμού, και δη οι σχέσεις! Σπεύδω να ενδοσκοπήσω!

Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2013

Σαν βγεις στον πηγεμό...

Το να ξεκινάς για Χίο και να καταλήγεις στην Κορσική είναι κάτι που γοητεύει. Δε νομίζω όμως ότι ο ομηρικός Οδυσσέας θα υποστήριζε το ίδιο, εάν μπορούσε να ξεγλιστρήσει από τις Σειρήνες και τους Λαιστρυγόνες, εάν είχε τη δυνατότητα να εξαφανίσει την Κίρκη και να αποφύγει τους Κύκλωπες. Κι άσε τον Αλεξανδρινό ποιητή να τραγουδάει και να εύχεται για πηγεμούς και μακρινές οδούς...Με όλο το σεβασμό στο απρόοπτο, υποκλίνομαι στον προγραμματισμό, χαιρετίζω την οργάνωση, επικροτώ την τάξη και προσυπογράφω το περιοδικό, το προβλέψιμο και το περιοδικά γινόμενο κ.ο.κ.
Το πρόγραμμα φυσικά βγαίνει βάσει δεδομένων....Τι γίνεται όμως όταν τα δεδομένα σου ανατρέπονται ξαφνικά και τρέπονται απλά σε ζητούμενα και κυρίως όταν τα ζητούμενα σου δημιουργούν τραγικά ζητήματα? Τι κάνεις όταν σχεδιάζεις διακοπές με απόλυτες προδιαγραφές και  καταλήγεις απλά να περνάς σε διαγραφές?...επιλογών, προτιμήσεων, θέλω...?
Το να προγραμματίζεις διακοπές για το τι να κάνεις όταν οι πάντες σταματούν να δουλεύουνε, ακόμη και τα ρολόγια, είναι φρόνιμο. Το καλοκαίρι άλλωστε είναι από μόνο του λίγο περίεργο ως εποχή. Είναι... πώς να το πω? Κυκλοθυμικό. Ενώ διαστέλλονται τα πάντα -η μέρα, ο χρόνος, οι θερμοκρασίες- για κάποιον λόγο συρρικνώνονται κάποια άλλα απότομα. Κι ενώ προσπαθείς να το παρατείνεις, το τραβάς από δω, το τεντώνεις από την άλλη, το ξεχειλώνεις πιο πέρα και στριμώχνεις μέσα του όλα όσα δεν πρόφτασες να κάνεις τους υπόλοιπους εννέα μήνες: να δεις εκείνον, να επισκεφτείς τον άλλον, να πας εκεί, να διαβάσεις κάποια SOS βιβλία, να ξεκινήσεις δραστηριότητες, να ανοίξεις δουλειές, να κλείσεις άλλες, να τακτοποιήσεις εκκρεμότητες.
 Κι ενώ όλον τον χρόνο πας σαν τη σβούρα από κεκτημένη ταχύτητα, αυτήν την εποχή σου φαίνεται πολύ περίεργο που κάθεσαι. Πρωτόγνωρες φαντάζουν οι εμπειρίες με τα μαζικά μέσα. Αφήνεις το αμάξι σου και παίρνεις τρένα, βαπόρια, αεροπλάνα, τρόλεϊ, μετρό. Μπαίνεις σε αυτοκίνητα που δεν οδηγείς εσύ. Σε πάνε κάπου, πας παντού, ανεβαίνεις σε κορυφές για να αγναντέψεις τη ματαιότητα, πιάνεις βυθούς, ενίοτε πάτους,  για να παγιδέψεις τους φόβους σου. Βαφτίζεσαι στις θάλασσες, ευλογείσαι στα επί αιθέρων κρεμάμενα μοναστήρια, λιώνεις σανδάλια σε πλακόστρωτα και τρως τα λάστιχα του ποδηλάτου σου σε δρόμους δασικούς. Αλλά και ξημερoβραδιάζεσαι σε τέσσερις τοίχους μαζί με τα βιβλία σου που φτιάχνουνε βουνά πιο δίπλα απ' το κρεβάτι σου. Και πιάνεις τα αρχαία, τα νέα και τα λατινικά. Κι αναλύεις Καβάφη, αμφισβητείς Ελύτη, τα τσουγκρίζεις με τον Εγγονόπουλο και πάλι από την αρχή. Και περνάνε πίκρες ξυστά και από δίπλα, και την πόρτα σου χτυπούν, αλλά παν και πιο πέρα. Και κυνηγάς τη δροσιά και τιμάς τα ευλογημένα φρούτα: καρπούζι με τυρί ή άνευ, και φρέσκιες σπιτικές μαρμελάδες, και κομπόστα γλυκό και γραφή και διάβασμα και ύπνο και ραχάτι και προβληματισμός και οργάνωση και ανοργανωσιά.
Να! Εγώ κάπως έτσι τα ‘χα σχεδιάσει με τον λιγοστό νου μου, αλλά δε ρώτησα τη ζωή, η οποία  όμως είχε άλλα σχέδια. Ούτε εκείνη μπήκε στη διαδικασία να με ρωτήσει. Άλλωστε αυτή δε ρωτάει ποτέ και κανέναν! Απλά σου πετάει κάτι εμπόδια εκεί στη μέση του δρόμου και συ ή διαλέγεις να τα προσπερνάς αδιάφορα, εάν και εφόσον είναι στο χέρι σου ή απλά συμπορεύεσαι μαζί τους. Κι αν κάποιο από αυτά είναι τόσο μεγάλο που σου φράζει το δρόμο, τότε αντί για την πεπατημένη θα πρέπει να ανακαλύψεις μόνο σου δικά σου μονοπάτια. Με όλη τη γοητεία του καινούργιου, αλλά και με την ακόμη μεγαλύτερη επικινδυνότητα του άγνωστου και ενδεχομένως απροσάρμοστου στις συνήθειές σου.
Έτσι ήτανε οι φετινές διακοπές. Άλλα ονειρεύτηκα τον δριμύ χειμώνα, άλλα σχεδίασα την ονειροπόλα άνοιξη και αλλού κατέληξα μεσούντος του καλοκαιριού, για να πιάσω τελικά και οριστικά στα χέρια μου εισιτήρια άλλ' αντ' άλλων διαδρομών. Και το πήρα απόφαση: τι σημασία έχει τι σχεδιάζεις? το θέμα είναι πού, πώς και με ποιους καταλήγεις. Τι σημασία έχει εάν μένεις σε ένα πύρινο καβούκι, σημασία έχει πώς θα το κάνεις να σε δροσίσει. Κοινώς: Carpe diem!

Εγώ πήγα, είδα, νίκησα και έχασα αυτά εδώ τα μέρη και συγχρωτίστηκα με ανθρώπους και λαούς όπως αυτούς στο παρακάτω βίντεο:


Εσεις?