Πέμπτη 30 Ιουνίου 2011

Σας φιλώ!


Από την Υστερική Γλωσσολογία και το Μια Καλημέρα είν’ αυτή ή πολλές, τη Βιβλιο-δίκη, και το σεργιάνι στου Παναΰρ, πιασμένοι  όλοι μαζί στην Ποντικοπαγίδα, να αναρωτιόμαστε ο καθένας τι οΜΑΖΑ είναι, σας έσυρα τα εξ αμάξης, χαιρέτισα την ανύμφευτη νύφη, και μιλήσαμε για καθα(γ)ριότητες. Στη συνέχεια Θεσσ...αλωνίσαμε αλλά και τη Στρουμφίσαμε, σας εξομολογήθηκα τις επιφάνειες εν τω βάθει, μοιράστηκα τον πόνο της Αποφράδας μέρας μου και θαύμασα τη επίδοξή μου ευ-familly κατάσταση. Αναρωτηθήκαμε μαζί αν προτιμούμε να είμαστε Παραδοσιακοί ή παραδομένοι, παρακολουθήσαμε πώς η κατάσταση οδηγήθηκε από το Εργοστάσιο στη στάση εργασίας και σας διηγήθηκα πώς ήτανε όταν μία νύχτα επισκέφθηκα  το σπίτι μου. Παραδεχτήκαμε πως τα παιδιά σήμερα (το) παίζουν στα δάχτυλα. Προκηρύξαμε την άνεση στις πόλεις και υποσχεθήκαμε στους υρόντες αμοιβή. Ταξιδέψαμε με ένα ΤρεΝοκομείο αλλά πλησιάζοντας οι γιορτές σας τα έψαλα μέρες που ήταν. Ωστόσο σας έδωσα τη συνταγή για μελομακάριους και άρθηκε το απόρρητο της προσωπικής αλληλογραφίας αφού κοινοποίησα το γράμμα μου στο Αϊ-Βασίλη. Μοιράστηκα την εξαίρετη παράσταση της Ρωξάνδρας, ορισμού του φεμινισμού και τρέψατε με τους μαθητές μου τα γενάθλιά μου σε γεναίθρια. Βάλαμε καφέ και πιάσαμε κουβέντες από κουτσομπολιό μέχρι φιλοσοφικές συζητήσεις, όπως αν η τύχη ενίοτε είναι δΗγμα και μάλιστα δωρεάν. Άντρες και γυναίκες ενώσαμε τις αδυναμίες μας και βγάλαμε τη συνισταμένη μας, γνωρίσατε ότι τελικά η Κουτσή και η Μαρία μπορούν ενίοτε να είναι δύο ξεχωριστά πρόσωπα κι όχι ένα και να γίνουν κατά καιρούς μπαλάκι του τένις στο σύστημα υγείας της χώρας. Σας είπα «Τα λέμε!» και μερικοί από σας ξεσηκωθήκατε γιατί πήρατε το μήνυμα και μιλήσαμε για αξίες άξιες και αξίες ανάξιες λόγου. Ο Μάρτης μας βρήκε με ένα θλιβερό γεγονός που δε θέλησα να το τιτλοφορήσω (παρεμπιπτόντως υπήρξε το πρώτο σε αναγνωσιμότητα κείμενο όλων). Παραδεχτήκαμε τις Δια(σ)τροφικές μας συνήθειες και προσπαθήσαμε να γίνουμε φίλοι με το χρόνο. Περάσανε μέρες που δεν έκανα απολύτως τίποτε και δεν ντράπηκα να σας το πω και άλλες που βάλαμε μια Kodak να θυμηθεί τι κάναμε όλα αυτά τα χρόνια. Και η άνοιξη μας βρήκε με μία γλώσσα που άλλοτε βασίζεται στο Like και το εικονίζειν και άλλοτε μαλώνει με τον Εθνικισμό που της βγάζει γλώσσα. Και η ελληνικότατη Λαμπρή μας βρήκε με οικογενειακούς (επι)δέσμους να ανοίγουμε όλοι στο ευρύ κοινό το ημερολόγιό μας Αλήστου Μνήμης. Περιηγηθήκαμε στου Παζάρ’ ή Bazaar, ευχηθήκαμε στη γιορτή της μητέρας και στον πατέρα που συνήθως τον ξεχνάμε και αφιερώσαμε λίγο χρόνο στους βιβλιολάγνους! Μετά αρχίσαμε τους Πομφόλυγες και τα Φληναφήματα και γράψαμε ένα πρόχειρο διαγώνισμα στη φιλία. Συμφωνήσαμε πως μ’ όποιον δάσκαλο καθίσεις τέτοια γράμματα θα μάθεις και σας εξωτερίκευσα έναν εσωτερικό μου διάλογο μαζί με έναν μονόλογο. Η αισθητική της αναισθησίας μας ενοχλεί και την καταδικάσαμε και κλείσαμε με ένα παράξενο προαίσθημα του παππού μου που επιβεβαιώθηκε!
Ευχαριστώ που μου εμπιστευτήκατε τον πολύτιμό σας χρόνο. Και ‘γω  σας πίστεψα και συνέχισα. Ήσασταν μια πολύ ωραία παρέα όλους αυτούς τους μήνες. Συμφωνήσαμε, διαφωνήσαμε,  παρεξηγηθήκαμε και παραεξηγηθήκαμε ώρες-ώρες. 
Σας φιλώ και σας εύχομαι καλό καλοκαίρι μακριά από υπολογιστές και γραφεία αλλά πάνω σε αμμούδες και βότσαλα, κοχύλια και αρμυρίκια στα μαλλιά.
Ραντεβού το Σεπτέμβρη μαζί με τις πρώτες ψύχρες του φθινοπώρου και τα πρωτοβρόχια που θα προϋπαντούν τα μαθητούδια στα σχολειά!



Τετάρτη 29 Ιουνίου 2011

Κι όμως....

Λένε πως  οι άνθρωποι έχουν περίεργες συμπεριφορές ώρες-ώρες  και ανεξήγητα προαισθήματα που τα επαληθεύει η πραγματικότητα.

Πάνε κιόλας  πέντε ολόκληρα χρόνια. Να! Σαν χθες μου φαίνεται που κάθονταν εκεί στο ντιβανάκι του με τη συνηθισμένη του πυτζάμα και τη ρόμπα του. Καλωδιωμένος με ένα σωληνάκι που του εξασφάλιζε τη δεδομένη για μας, στερημένη για κείνον,  αναπνοή και δεν τον άφηνε να πάει πιο πέρα από το μήκος του σωλήνα. Πληρώνεται ακριβά η ζωή μερικές φορές. Για να σου δώσει τα αυτονόητα πρέπει να της δώσεις κάτι σε αντάλλαγμα. Σαν τον αισώπειο σκύλο που η τροφή του οφειλόταν στη στέρηση της ελευθερίας. Έτσι και ο παππούς μου! Για να αναπνέει έπρεπε να βρίσκεται μέσα στο σπίτι σε ακτίνα μόλις δυο μέτρων!  
Στην αρχή δεν παραπονιότανε ιδιαίτερα. Το μόνο που ζητούσε ήτανε παρέα. Να μας έχει κοντά του! Το δικαιούνταν άλλωστε. Ο παππούς μου, που λέτε, ήτανε ένας αξιολάτρευτος παππούς. Αν αυτό ισχύει για όλους του παππούδες του κόσμου δεν ξέρω. Επίσης δεν ξέρω αν ένας άνθρωπος είναι αξιολάτρευτος ως παππούς αλλά όχι ο ίδιος άνθρωπος ως πατέρας ή ως σύζυγος και τούμπαλιν!  
Ψηλός, γεροδεμένος, από τους ανθρώπους που έστυβαν την πέτρα, με χέρια δυνατά, δουλεμένα. Είχε περήφανο περπάτημα, αργό και σταθερό βήμα και παρά τα γηρατειά του είκαζες εύκολα πως στα νιάτα του ήτανε ωραίος άντρας! Άλλωστε το λένε όλοι κι όχι μοναχά η γιαγιά μου.  
        Αλλά εμένα δε με ένοιαζε η εξωτερική του ομορφιά όσο αυτή της ψυχής του. Με ένοιαζε που ήτανε ένας παππούς ευαίσθητος. Με ενδιέφερε που ήτανε ένας παππούς της δευτέρας Δημοτικού αλλά που ασχολούνταν με τα πολιτικά με εκείνη τη γνωστή σφοδρότητα του καφενείου «Η ωραία Ελλάς» και πως ό,τι έλεγε το πίστευε! Βυθιζόμουνα σε απύθμενες σκέψεις, όταν τον άκουγα να μαίνεται με τους πολιτικούς, γιατί του έφαγαν τους κόπους μιας ζωής σε εργοστάσια και οικοδομές. Μου σπάραζε την καρδιά, όταν τον έβλεπα να κλαίει από διάχυτη ευαισθησία και καμάρι για παιδιά που πετυχαίνουν στόχους μέσα από αγώνες με στερήσεις. Ράγιζα, όταν η δική του η φωνή έσπαγε στο τηλεφώνημα που έπαιρνε από τα αδέρφια του που ήταν μακριά. Τον άκουγα όλη αφτιά, όταν μας συμβούλευε με τον αδερφό μου να είμαστε αγαπημένα και μας τόνιζε συνέχεια με άπταιστα γρεβενιώτικη προφορά: «Τ’ μάνα σας κι τα μάτια σας!!!». Γελούσα, όταν με έστελνε στο προποτζίδικο να του ρίξω το ΛΟΤΤΟ, γιατί, πριν πάω, είχε «μοιράσει» ήδη τα λεφτά, που δεν κέρδισε ποτέ, στα έξι εγγόνια και τις τρεις του κόρες. Και δεν είδα κανέναν άλλον παππού να μοιράζει το πενιχρό της σύνταξής του δώρο και να κρατάει για τον ίδιο μέρισμα που το προόριζε για το οικογενειακό με όλα του τα παιδιά και εγγόνια χριστουγεννιάτικο ή πασχαλιάτικο τραπέζι.
        Κι όμως, αυτόν τον παππού μου στέρησε η μοίρα πολύ νωρίς. Δεν του επέτρεψε να ζήσει με την οικογένειά του, όπως λογάριαζε. Αγώνες μιας ζωής που πήγανε στο βρόντο. Εξασφάλιζε απλά και διεκδικούσε στο τέλος ένα κρεβάτι στο νοσοκομείο και μια ζωή εξαρτημένη από τον τεχνητό παροχέα οξυγόνου και από τους άλλους, τους γιατρούς και τα παιδιά του που θα τον περιθάλπανε. Ζητιάνευε μιαν αξιοπρέπεια από έναν Θεό που του ‘κοβε λίγο-λίγο το πνευμόνι, που του τέλειωσε μέσα σε έξι μήνες το λαδάκι απ’ το καντήλι του με ορμή καλπάζουσα. Μα ήτανε τόσο νέος, αν και παππούς!
 Οι Μοίρες στο κρεβάτι του όταν ήρθαν, τότε, όταν γεννήθηκε, αποφάσισαν για εκείνον μια σύντομη διαδρομή και σίγουρα όχι στρωμένη με ροδοπέταλα. Αλλά εμείς, τα αχόρταγα και εγωιστικά όντα, που δεν καταλήξαμε ακόμα στο αν ο θάνατος για ορισμένες περιπτώσεις είναι λύτρωση, τον θέλαμε «έστω κι έτσι», καθηλωμένο και ανήμπορο κοντά μας. Το γιατί δεν το κατάλαβα ποτέ! Δεν ξέρω αν, όταν κάποιος φεύγει, στενοχωριέμαι για εκείνον που δε ζει πια ή για μένα που δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου δίχως εκείνον.
Εγωισμός ή αλτρουισμός η απώλεια του άλλου?
        Το μόνο που ξέρω είναι ότι προσπαθούσα απεγνωσμένα να δώσω (τρομάρα μου!) κουράγιο στον παππού μου τον Παύλο ότι θα ζήσει. Ακόμη κι αν έβλεπα ότι μετρούσε αντίστροφα το χρόνο. Του έλεγα: «Παππού, στη γιορτή σου θα κάνουμε γλέντι μεγάλο! Θα βγεις από το νοσοκομείο και θα είναι όλα καλά!» και εκείνος, αρχές Ιούνη του 2006 ήτανε, όταν μου απάντησε: «Όχ’ χρυσό μ’ πιδί δέ θα ‘νι! Γιατί ιγώ, θα ζήσου μέχρ’ ντ’ γιουρτή μ’ κι τν άλλ' μέρα θα μι “πάρ’” η μάνα μ’» (=όχι χρυσό μου, δε θα ‘ναι! Γιατί εγώ θα ζήσω μέχρι τη γιορτή μου και την άλλη μέρα θα με “πάρει” η μάνα μου)
        ...όπερ και εγένετο: Ο παππούς έζησε μέχρι τη γιορτή του, Πέτρου και Παύλου, (Καλή ώρα!) στις 29 Ιουνίου, του είπαμε «Χρόνια Πολλά» και του ευχηθήκαμε να ζήσει. Αλλά εκείνος έπραξε με απόλυτη συνέπεια, όπως μας το δήλωσε ένα μήνα πριν: Την επόμενη μέρα, στις 30 Ιουνίου, άφησε την τελευταία του πνοή, την ίδια ημερομηνία, την ίδια ώρα, στην ίδια ηλικία από την ίδια ασθένεια στα 20 χρόνια ακριβώς με τη μάνα του. Κι εκείνη τον “πήρε” κοντά της......
Δεν το πιστεύετε? Κι όμως...
       

Τετάρτη 22 Ιουνίου 2011

Η Αισθητική της Αναισθησίας!


Το «απ’ έξω κούκλα και από μέσα πανούκλα» δεν είναι σε όλες τις περιπτώσεις αληθινό. Ισχύει και το αντίστροφο. Μια διαδρομή με το αστικό, καθισμένος δίπλα στο παράθυρο αρκεί για να παρατηρήσεις πού μένει όλος αυτός ο στριμωγμένος και εκνευρισμένος με το παραμικρό κόσμος! Δε βγάζω τα γυαλιά μου γιατί θέλω να τους βλέπω αδιάκριτα αλλά κρυφά! Να προσπαθώ να διαβάσω τη σκέψη τους και να καταλάβω αν σκέφτονται τα ίδια ή αν ενοχλούνται κι αυτοί από το καρακιτσαριό του κατά τα άλλα ιστορικού κέντρου της πόλης και όχι μόνο!
Ποτέ δεν αγαπούσα το εσωτερικό των  αμερικάνικων σπιτιών. Στο εξωτερικό τους υποκλίνομαι. Στις ταινίες πάντα τα έβρισκα πάρα πολύ πρακτικά. Ωστόσο η  υπερπληθώρα των εσωτερικών χώρων που την επιδείκνυαν μέσα από μικροσυσκευές  που υπόσχονταν μια άνετη καθημερινότητα (πατατοκόφτης ξεχωριστά από τον αγγουροκόφτη πάνω σε έναν πάγκο κουζίνας αφόρητα φορτωμένο) ερχόταν πάντα για τα δικά μου μέτρα και σταθμά σε αντίθεση με το καλαίσθητο ελληνικό σαλόνι της γιαγιάς και το πετσετάκι το στρωμένο πάνω στο τραπεζάκι ή την κουζίνα της που είχε απλά το ίδιο μαχαίρι για να κόψει το αγγουράκι και τις πατάτες.
Φυσικά υπάρχουν και οι ανοικοκύρευτες, οι μη έχοντες και έχουσες καλαισθησία! Και είναι και πολλοί και πολλές! Αλλά στην ελληνική πραγματικότητα μια πρώτη προσπάθεια για συνδυασμούς χρωμάτων, επίπλων και λευκών ειδών πάντα την κάνουν. Και ρίχνουν λεφτά που πολλές φορές δε φαίνονται. Αλλά μέχρις εκεί!  
Το πρόβλημα αρχίζει να υπάρχει όταν το σπίτι απ’ έξω δε συνάδει με το περιβάλλον τριγύρω. Τι κι αν είσαι στο χωριό? Εσύ το θέλεις μπλε, να σβήνεις τον καημό σου που δεν έχεις σπίτι στη θάλασσα! Ή γιατί απλά έτσι το γουστάρεις! Θα βάλεις άσπρη πόρτα, μοντέρνα. Είναι και φθηνή. Αλλά όταν δεις του γείτονα σε χρώμα καφέ και πράσινο, ασορτί με το δάσος τριγύρω θα το θαυμάσεις απροσδιορίστως! Κάτι καλό θα έχει αλλά δεν ξέρεις τι. Και, μεταξύ  μας, ποιος να σε βοηθήσει? Ο αρχιτέκτονας που το σπούδασε το πράμα? Αυτός εκτελεί εντολές! Τον πληρώνεις! Οι περιβαλλοντικές υπηρεσίες που θα ‘πρεπε να διασφαλίσουν την ομορφιά του εξωτερικού χώρου!? Αφού κι αυτές διακοσμητικά στοιχεία είναι, παρόλο που κι αυτές τις πληρώνεις.
Τι κρίμα βρε Άνθρωπε να είσαι τόσο μόνος! Σε μια χώρα γεμάτη φως και καθαρό ουρανό. Θα μπορούσες να κάνεις θαύματα και να μη μετράς μοναχά δέκα διασφαλισμένους από το νόμο παραδοσιακά οικισμούς. Θα μπορούσες να δίνεις με τον τρόπο σου καθημερινά μάχη με τον πολιτιστικό θάνατο αλλά παραδίδεσαι αμαχητί! Δε θα ‘τρεχες λυσσασμένος να δεις το Νυμφαίο στα λευκά ούτε θα τρελαινόσουν για το ηλιοβασίλεμα στην Οία! Χωριό έχεις! Θα ανταγωνιζόσουνα την Οία με το δικό σου χωριό! Ξέρεις τι ωραίο θα ήτανε το ηλιοβασίλεμα στο χωριό σου? Και στην αισθητική σου θέλεις ακόμα να σου επιβάλλονται. Πρέπει να γίνει νόμος για να το καταλάβεις!
Το αστικό συνεχίζει και πάει. Οι λακκούβες τραντάζουν την πλάτη και διακόπτουν τις σκέψεις μου αλλά επιμένω να εξακολουθώ να αναρωτιέμαι τι μας αρέσει σε αυτήν την πόλη! Η αρχιτεκτονική των κτιρίων της που τα θέλουν μοντέρνα σε μιαν άλλην εποχή, παρατημένα όμως και εμφανώς παρωχημένα στη σημερινή? Γιατί δεν μπορούν να γίνουν εύμορφα? Λάθος ερώτηση! Γιατί δεν τα φτιάχνουν εύμορφα? Σε τι εξυπηρετεί η ασχήμια?  Ποια συμφέροντα τρέφει? Μεγαθήρια γκρίζα και μουντά παντρεμένα με σπασμένα τζάμια, σκουριασμένα παντζούρια, ξεχαρβαλωμένα παράθυρα, σκουριασμένες σωληνώσεις. Παρατημένα πράγματα στα μπαλκόνια-αποθήκες!  Και κάτι απεγνωσμένες ανταύγειες ανακαίνισης, όπως οι θωρακισμένες πόρτες ασφαλείας ή κουφώματα γαλακτερά που κραυγάζουν ότι εκεί στεγάζονται οδοντιατρεία υποχρεωμένα να διασφαλίζουν την υγιεινή κλείνοντας τα κακά μικρόβια έξω από την πόρτα τους και κέντρα αισθητικής που σου κάνουν καθαρισμό προσώπου με το καυσαέριο εγκλωβισμένο μακριά από την καθαρή τους ατμόσφαιρα. Καμία επαφή το έξω με το μέσα. Αποστείρωση. Ψευδοαποστείρωση. Σαν τα σκουπίδια που τα μαζεύεις και τα βάζεις κάτω από το χαλί. Χάλι δηλαδή. Και μάλιστα μαύρο!
Κι αυτή η ταμπέλα πάλι!!Ποιος θα φτιάξει τη μεγαλύτερη! Ποιανού το όνομα θα γίνει γνωστότερο μέσα από μια τεράστια, πάντα πιο μεγάλη από του άλλου, φωτεινή, ψυχρή ταμπέλα! Η φήμη μας βασίζεται στο μέγεθος της ταμπέλας και όχι του «ονόματός και της δουλειάς μας». Σκουριασμένες πια, πλαστικές, σπασμένες, μοντέρνες ή ρετρό, με χιλιάδες παραλλαγές στη γραμματοσειρά, με νέον ή άνευ, που πανηγυρίζουν σαν τσίρκο το βράδυ αναβοσβήνοντας. Το λένε ανασφάλεια, το λένε έλλειψη αισθητικής, το λένε αναισθησία απέναντι στο περιβάλλον και προσβολή (αντί προβολή) του ωραίου? Μια φορά είναι ακαλαίσθητο! Κακέκτυπο του αμερικανικού Λας Βέγκας!
Για άλλη μια φορά, αντιγράψαμε λάθος! Πότε θα στηριχτούμε στα δικά μας πόδια και πότε θα αντιληφθούμε πως ως λαός μπορούμε να γράψουμε ιστορία χωρίς σκονάκια και αντιγραφή από τους άλλους? Πότε θα καταλάβουμε πως υιοθετώ δεν σημαίνει τυφλή υποταγή σε δυτικά μοντέλα και κηδεία κριτηρίων? Ποιος θα μας μάθει να σεβόμαστε τον εαυτό μας μέσα από διαδικασίες αλτρουισμού? Και ποιος θα βρεθεί να μας πει επιτέλους πως αν με νοιάζει το σύνολο, αυτομάτως με ενδιαφέρει και το μέρος!
Μα και βέβαια μας τα είπαν! Κάποιοι σοφοί από το χρονικό υπερπέραν. Κάποιοι άνθρωποι που τίμησαν την ιστορία και φώναζαν. Είναι της ίδιας πάστας με αυτούς που αποκαλούμε σήμερα «πνευματικούς». Και είπαν για την κοινωνία θεωρίες, και έγραψαν για τα κοινά συμφέροντα αυτού του τόπου συνταγές και απέδειξαν πως όταν το σύνολο ευημερεί, αναποφεύκτως το αυτό ισχύει και για το μέρος! Αλλά ποιος τους άκουσε? Και ποιος τους ακούει? Φαντάζουνε απλά γραφικοί. Εκείνοι, λένε, ήτανε αρχαίοι! Εδώ, τώρα εμείς πήγαμε στο φεγγάρι....
Γι’ αυτό νεφελοβατείς! Γιατί Άνθρωπε, κάνεις ό,τι μπορείς ώστε να μοιάζεις εξωγήινος!!

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2011

Εσωτερικός διάλογος (σε φόντο ροζ)

-Μα τι κάνει?
-Αγοράζει!
-Τι?
-Τη μοναξιά των άλλων! 
-Πόσο κοστίζει?
-Κοστίζουν οι ζωές?
-Ε δώσε μου μία τιμή!
-Η τιμή τιμή δεν έχει!
-Πουλιέται η μοναξιά?
-Ξε-πουλιέται!
-Κι ο άλλος γιατί  να την αγοράσει?
-Για να τις κάνει δύο!
-Ούτε η μοναξιά δεν αντέχει μόνη δλδ σε αυτόν τον κόσμο!
-Ούτε!
-Τι δε φοράει?
-Ό,τι είναι απαραίτητο στα επίμαχα σημεία!
-Τι καπνίζει?
-Τα αποκαΐδια από το σπίτι της! Έπεσε πάνω κεραυνός!
-Για πόσο?
-Ώσπου να γίνει στάχτη!
-Και πού θα μένει?
-Στο πεζοδρόμιο!
-Τι ηλικία έχει?
-Γερασμένη!
-Μα είναι μικρή!
-Δεν υπήρξε ποτέ!
-Δεν έπαιξε δλδ?
-Αυτή όχι! Οι άλλοι ναι! Παίζουνε στα ζάρια την τύχη της!
-Έχει τύχη?
-Άτυχη!
-Γονείς?
-Στέκονται σε μια γωνιά πιο κάτω!
-Τι προστατεύουν?
-Το τομάρι τους!
-Δεν αηδιάζει?
-Συνηθίζεται!
-Συνηθίζεται η αηδία?
-Αν δεν έχεις γνωρίσει την έλλειψή της!
-Δεν τη λυπούνται?
-Για ποιον λόγο?
-Που τη σκοτώνουν κάθε μέρα!
-Μα έχουν άλλοθι: Είναι επάγγελμα! Το αρχαιότερο μάλιστα!
-Ποια θέλει να ασκεί τέτοια «καθήκοντα»?
-Κάποια που δεν έμαθε να κάνει κάτι άλλο!
-Μόνο?
-Όχι. Πολλές περιπτώσεις και υπο-περιπτώσεις με πολλές επιπτώσεις!
-Πάνω της?
 
-Και κάτω της!
-Χρήματα?
-Κρίματα!
-Στο λαιμό της?
-Στο κορμί της ολάκερο!
-Στην ψυχή της?
-Πληγές!
-Βαθιές?
-Ανεπούλωτες και ανοιχτές!
-Υποφέρει?
-Δεν το ξέρει!
-Θα το μάθει?
-Θα ‘ναι αργά!
-Γιατί δε φεύγει?
-Να πάει πού?
-Αλλού!
-Δεν ξέρει!
-Να φεύγει?
-...να καταφεύγει, να αποφεύγει, να διαφεύγει...
-Για ποιον δουλεύει?
-Για χρέη!
-Είναι χρεωμένη?
-Κατ’ αρχάς  χρεοκοπημένη, κατόπιν υποχρεωμένη και τέλος υπερχρεωμένη!
-Σε ποιον?
-Στον προστάτη της!
-Τι προστατεύει?
-Το δυνάμει πορτοφόλι του!
-Υπάρχουν προστάτες του κακού?
-Και του κάκου!
-Γιατί?
-Η αρχή της αρμονίας!
-Να υπάρχουν οι ευτελείς?
-Ναι, για να «αναγνωρίζεις» τους τελειομανείς!
-Δε θέλω!
-Ποιος σε ρώτησε?
-Μα δε μου αρέσει!
-Η ασχήμια στον κόσμο υπάρχει για να εκτιμούμε την ομορφιά!
-Δε φοβάται?
-Φοβάται ο λύκος στην αντάρα?
-Δεν της λείπει το «φυσιολογικό»? Το «όπως όλοι»?
-Μα δε σου λείπει κάτι που δεν είχες ποτέ!
-Δλδ θα «ζει» έτσι ώσπου να πεθάνει?
-Πεθαίνει κάτι που δε γεννήθηκε?
-Πως λέγεται αυτή η περιοχή?
-Παραγκούπολη μέσα στον πολιτισμό και κάτω από το φεγγάρι!
-Μα το φεγγάρι είναι ρομαντικό! 
-Μερικές φορές όχι, όπως εδώ. Το σεληνόφως (σε) αγριεύει. Το λυκόφως σε κάνει λυκάνθρωπο. 
-Ένας άλλος κόσμος δλδ! 
-Ένας κόσμος κάτω από το μέσο όρο δεν είναι κόσμος αλλά υπόκοσμος!
 -Και «αναδύεται» με τη δύση του ήλιου?
-Μάλλον «πνίγεται» με την ανατολή του κόκκινου φαναριού. Οι δρόμοι πλημμυρίζουν φιγούρες που επαγγέλλονται «υπηρεσίες».
-Δεν έχουν πάγκους?
 
- Μόνο πωλήτριες!
-Το πιο ωραίο πράγμα δλδ σ’ αυτή τη ζωή, η πεμπτουσία της ευγονικής, η ζεύξη και η σμίξη της αγάπης καταπατάται καταργείται και αναιρείται!
-Μα δεν το γνωρίζει αυτό κανείς σε αυτούς τους δρόμους. Βολτάρει με προκλητικά κολλητά λειψά φορέματα πάνω σε τακούνια πανύψηλα!
–Για να ψηλώσει?
-Για να πέσει πιο χαμηλά!
-Πού συχνάζει?
-Επί της Γιαννιτσών. Μόνιμος κάτοικος στην Ιερά Οδό. Στημένη ανίερα και ανιαρά εκλιπαρεί να την αγοράσουν, να την ξεπουλήσουν για κάτι ψιλά. Να μετοικήσει για ένα μισάωρο σε ένα αμάξι!
-Για να βγάλει τα «προς το ζην»?
-Τα «προς το θνήσκειν»!
-Γδύνεται?
-Ξεγυμνώνεται η αξιοπρέπεια και ντύνεται κατάντια και η ανέχεια μεταμφιέζεται ανοχή. 
-Σε ποιον?
-Φρενάρει η δυσωδία και ο «χωρίς οικογένεια» οδηγός ως ψωμί και  νυχτοκάματο μπροστά της. Διαπραγματεύεται τον εξευτελισμό. 
-Τον δικό της?
-Και των δύο. 
-Πόσο θα κοστίσει?
-Ακριβά! Πολύ ακριβά!
-Σε τι νόμισμα? Σε ευρώ ή σε ψυχές? 
-Και στα δύο. Το νόμισμα έχει πάντα δύο όψεις!


Τετάρτη 8 Ιουνίου 2011

Εξωτερικός μονόλογος...

Υποχρεώσεις....
Τι όρος κι αυτός...δόκιμος, αδόκιμος, καταχρηστικός ή άχρηστος!
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου και τους άλλους αυτή η λέξη, εγκλωβισμένη ή όχι σε λεκτικά συμφραζόμενα, γαρνιρισμένη ή μη με γλωσσικά περιβάλλοντα, συνοδευόμενη ή όχι από ρηματικά σύνολα, ήθελε να κατακλύσει τα λεγόμενα των ανθρώπων και να μονοπωλήσει τις συζητήσεις στις παρέες και τις καθημερινές συναθροίσεις! Στην κλασική ερώτηση «Τι κάνεις?» σπεύδουν όλοι αχαρίστως να απαντήσουν «Να, τι να κάνω? Υποχρεώσεις, τρεχάματα, δουλειές!» και ο συνομιλών ευχαρίστως αντί να «μαλώσει» συμπληρώνει «Ε ναι! Όλοι έτσι είμαστε»...  
Πολλές φορές, πολλές στιγμές μου ερχότανε να τσιρίξω και να φωνάξω ένα ξερό «ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ ΠΙΑ!»...Κι αν νομίζει κάποιος πως επρόκειτο για έναν παρορμητισμό-απόρροια του νεαρού της ηλικίας μου θα του έλεγα να μη βιαστεί  και πως θα προτιμούσα  να μου το χρεώσει στο γραφικό του χαρακτήρα μου! Καλύτερα γραφικός παρά αγχωτικός!
        Υπήρχαν πολλές υποχρεώσεις και για μένα από μικρή. Δεν ήμουνα η εξωγήινη εξαίρεση. Υποχρεώσεις ενδοσχολικές ή εξωσχολικές. Υποχρεώσεις που μου προκάλεσαν οι άλλοι αλλά και υποχρεώσεις που δημιούργησα μόνη. Εγώ για εμένα. Κάθε φορά πίστευα πως θα έρθει καλύτερη εποχή. Μετά από κείνες τις εξετάσεις, μετά από εκείνη τη χρονιά, μετά από εκείνο το βαρύ το πρόγραμμα. Περίμενα ένα καλοκαίρι για να βγει ο βαρύς παγωμένος χειμώνας, κάποια Χριστούγεννα που θα πήγαινα ένα ταξίδι, κάποιες διακοπές που θα με ξεκούραζαν από τα τρεχάματά μου, κάποιο Σαββατοκύριακο που θα κοιμόμουν παραπάνω...κάποιο χρονικό σημείο του ημερολογίου που θα με έπαιρνε μακριά από τις υποχρεώσεις....Αλλά όλα αυτά ήταν απλά τα καροτάκια και το κουράγιο να «αντέξω» την καθημερινότητα. Όλα αυτά με απάλλασσαν από τις «υποχρεώσεις» αλλά δεν καταλάβαινα πως μου  δημιουργούσανε άλλου είδους χρεώσεις!
        Βρέθηκα να χρωστάω στον εαυτό μου την απόλαυση της καθημερινότητας και της στιγμής. Να χρωστάω στους δασκάλους μου ευγνωμοσύνη που προσπάθησαν να μου διδάξουν την καβαφική Ιθάκη και όπως φάνηκε δεν τα κατάφεραν! Βρέθηκα να είμαι χρεωμένη ως το λαιμό από συναισθήματα που πήγαζαν από διαδικασίες της καθημερινότητας, όπως της δημιουργίας, της μάθησης, του αγώνα, του συναγωνισμού και των εξετάσεων ρουτίνας.  
Άργησα να καταλάβω πως σημασία δεν είχε ο αγώνας την Κυριακή αλλά η προπόνηση από τη Δευτέρα ως την Παρασκευή. Αξία δεν είχανε οι εξεταστικές το Φεβρουάριο και τον Ιούνιο αλλά τα γεμάτα αμφιθέατρα του χειμώνα. Το ζητούμενο δεν ήτανε η παράσταση στο Μέγαρο αλλά οι εντατικές πρόβες. Σημαντική δεν ήτανε ιδιαίτερα η Θεία Κοινωνία αλλά η διαδικασία της νηστείας και του εσωτερικού μονολόγου και αγώνα για εγκράτεια.
Χρωστούσα αρκετό καιρό, ώσπου μια φωνή από το υπερπέραν αντήχησε στα αφτιά μου και μου φώναξε δυνατά!: ΑΝΤΙΣΤΡΕΨΕ ΤΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ! ΒΑΦΤΙΣΕ ΤΙΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΣΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ! Και από τότε άρχισα να κάνω προσπάθειες. Και κατάλαβα πως ο άνθρωπος αυθυποβάλλεται με τις λέξεις. Ένα όνομα να αλλάξεις αλλάζει η διάθεσή σου. Και είπα ναι, δεν αξίζει να λες είμαι υποχρεωμένη να δουλεύω, γιατί η εργασία είναι φυσική ανάγκη και συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα. Αν δεν μ’ άφηναν να δουλεύω θα το διεκδικούσα! Δεν είναι υποχρεωτική η εκπαίδευσή μου. Είναι δικαίωμά μου! Πόσες  παγκόσμιες οργανώσεις κόπτονται να διασφαλίσουν αυτό το δικαίωμα σε τριτοκοσμικές χώρες? Δεν είμαι υποχρεωμένη να τρέξω τα παιδιά μου στις δραστηριότητές τους. Αν δεν είχα παιδιά, θα λιμπιζόμουνα των αλλονών και θα έδινα τον κόσμο όλο να αποκτήσω ένα... Παραπονιέμαι συνεχώς για τις καθημερινές μου υποχρεώσεις, γιατί μου δημιουργούν ψυχοσωματικά σύνδρομα. Όταν η μοίρα με χτυπήσει  με μια κακιά ασθένεια, καταλαβαίνω πως όλα τα άλλα ήτανε ψίχουλα! Και αρχίζω να παλεύω με δυνάμεις που δεν ήξερα πως είχα!
Η αχαριστία και η γκρίνια, πακέτο με τη διαστροφή, να απαξιώνουμε αυτό που μας χαρίζει η ζωή και να επιθυμούμε αυτό που δεν έχουμε είναι αποκλειστικό χαρακτηριστικό του ανθρωπίνου είδους. Η συνειδητοποίηση της κατάστασης είναι αγώνας δρόμου.  Μην παραβγαίνεις τις υποχρεώσεις σου! Άφησέ τες να τρέχουν!  Εκείνες δε θα τερματίσουν ποτέ, για σένα όμως ο αγώνας δρόμου έχει τέλος.
Είστε εκτός συναγωνισμού, γιατί τρέχετε σε διαφορετικά γήπεδα! Δεν το κατάλαβες ακόμη?

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2011

Μ’ όποιον δάσκαλο καθίσεις...

Δεν είναι κάτι καινούργιο! Θέλω να πω δεν ξύπνησα μια μέρα και είπα «Θα το κάνω». Πρόκειται μάλλον για μικρόβιο υποτροπιάζον που λένε οι γιατροί. Κάτι από το οποίο «έπασχα» πάντα. Κατά τη θητεία μου στο σχολείο ως μαθήτρια μπορεί και να με θεωρούσανε «κάπως» που προσέγγιζα ΚΑΠΟΙΟΥΣ δασκάλους που  μου αποπνέανε ένα θαυμασμό. Θαύμαζα ναι! Κι ούτε αισθάνομαι ή αισθανόμουνα  ενοχές γι’ αυτό. Δεν σκόπευα να αποποιηθώ τη φύση μου για να μην νομίζουν κάποιοι ότι...για να μη δημιουργήσω παρεξηγημένες εντυπώσεις σε μικρόνοες πως... για να μην προκαλέσω κακόβουλα σχόλια σχετικά με... Άλλωστε καλοθελητές πάντα υπήρχαν. Να καταπιέσεις όμως την εκδήλωση της διαχυτικής σου συμπεριφοράς απέναντι σε ανθρώπους αξιόλογους, αυτό το θεωρώ ύψιστο κακό.... και ενδεχόμενο  απωθημένο που δεν εξυπηρετεί καμία μου ανάγκη!
Και απόδειξη των παραπάνω αποτελεί η αναζήτηση από πλευράς μου ανθρώπων που πέρασαν από τη ζωή μου. Και εννοώ ανθρώπους,  των οποίων οι ζωές διασταυρώθηκαν με κάποιον τρόπο κάποτε με τη δική μου. Ζωές με διακριτούς  ρόλους, με διαφορετικές για το άτομο του καθενός προσδοκίες...
Και όταν το πέρασμα του χρόνου σου αφήνει γλυκές αναμνήσεις, αισθάνεσαι μιαν ανάγκη να αναστήσεις τις εμπειρίες που τις γέννησαν. Τι κι αν δεν είσαι πια μαθήτρια! Ψάχνεις σε τηλεφωνικούς καταλόγους, ρωτάς ανθρώπους, κοινούς γνωστούς, να σου δώσουν μια πληροφορία που θα αρχίσει να ξετυλίγει το κουβάρι, που θα αρχίσει να αποτελεί το μίτο στο λαβύρινθο των αναζητήσεών σου!
Και τότε ναι, μετά από καιρό, μήνες, χρόνια, πενταετίες ολάκερες το σύμπαν συνωμοτεί στις καλές σου προθέσεις,  πέφτει φως στην υπόθεσή σου, και κάποια θεά που τη λένε Τύχη σου χαμογελά και σου δίνει την ευκαιρία να ξαναβρεθείς και να ξανασμίξεις με αυτούς τους σπουδαίους δασκάλους!
Κανονίζεις έναν καφέ «αρμένικο», που λένε! Πηγαίνεις στο ραντεβού, με μία προσδοκία πως ο καφές θα είναι μακρύς και πως θα προσπαθήσεις να πεις όσο περισσότερα προλάβεις. Η συνάντηση εκδηλώνεται πρώτα με φωνές και αγκαλιάσματα θερμά, με φιλιά και τα αρχικά σχόλια αφορούν την εξωτερική σου εμφάνιση: «έχεις ομορφύνει», «έχεις παχύνει», «έχεις μακρύνει το μαλλί», «το έχεις ίδιο από τότε», «έχεις γενικώς αλλάξει», «είσαι όπως σε θυμάμαι»! Και ξεκινάμε:
Ακατάσχετη λογοδιάρροια! Αφόρμηση από το καθημερινό που σε απασχολεί, όπως το  πώς πίνεις τον καφέ ή αν έχεις πονοκέφαλο, για να προχωρήσεις  στα πιο σοβαρά, στα μεγάλης βαρύτητας γεγονότα που στιγμάτισαν τη ζωή σου! Και δεν είναι που παραθέτεις περιστατικά στη σειρά, είναι που φιλοσοφείς ή αμπελοφιλοσοφείς πάνω σε αυτά. Μία διήγηση που τα έχει όλα: τριτοπρόσωπη ή πρωτοπρόσωπη (εγωκεντρική, θα έλεγα ορθότερα) αφήγηση, με έναν αφηγητή παντογνώστη ή απλό παρατηρητή, με ανάδρομες αφηγήσεις, πρόδρομες ή ιστορικές αναδρομές. Προοικονομία στα λεγόμενά σου, υπαινιγμούς, χιούμορ, καυστικότητα και σαρκασμό για τα καμώματά σου. Όλα τα συμπαρομαρτούντα της λογοτεχνίας συνοδεύουν το ξετύλιγμα της πορείας σου.
Και τρομάζω! Τρομάζω, σκεπτόμενη βαδίζοντας για το σπίτι  όλη ετούτη τη συνάντηση, με πόση ευκολία διηγήθηκα τη ζωή μου! Σε πόσα δευτερόλεπτα στρίμωξα σχέσεις χρόνων, με πόσο λίγες λέξεις αναφέρθηκα σε έρωτες ζωής, με πόσο πολλά λόγια περιέγραψα κάτι για τρίτους ασήμαντο, για μένα όμως υπερπολύτιμο. Τρομάζω πώς με ένα και μόνο δάκρυ δηλώνει κανείς μια απέραντη στο υπερπέραν αδυναμία σε ανθρώπους των οποίων απλά αναφέρεται για κάποιο λόγο το όνομά τους. Τρομάζω για το πόση ώρα αναφέρθηκα σε περιστατικά ανθρώπων που δεν έχουν πια αξία για τη δική μου τη ζωή κι όμως... αφιέρωσα χρόνο που δεν τον αξίζανε, ή καλύτερα γεγονότα που δεν άξιζε  τον κόπο να γίνουν, πόσο μάλλον να μνημονευθούν.
Ωστόσο εκτιμώ πως ξεφυλλίζοντας προφορικά σελίδες από το βιογραφικό μου, με έπιασα να  επαίρομαι για όσα έχω κάνει! Κι αναρωτιόμουνα πού να οφείλεται όλη αυτή η έπαρση, δικαιολογημένη ή όχι. Σκέφτηκα πως ήθελα μάλλον να δει και η δασκάλα μου πως τους κόπους της τους ενσωμάτωσα στο «είναι»  μου, τους αφομοίωσα στο γνωστικό μου αντικείμενο, τους εφήρμοσα ως στάση ζωής ιδιωτικής και επαγγελματικής συνάμα στην καθημερινότητά μου. Ήταν που ήθελα να της πω πως το «εκπαιδευτικό» και «παιδευτικό» της παράγωγο βρήκε ανταπόκριση, πως η ζωή μου υπηρέτησε σαν παραγγελιοδόχος τις παιδαγωγικές της τάσεις και στάσεις, πως τελικά εκείνη κατάφερε να καταλάβω πως αν δεν προσπόριζα τα οφέλη που απλόχερα μου χάρισε η διδασκαλία της, δε θα μαχόμουνα έτσι στο μετερίζι της πολύπλοκης επιστήμης μου.
Πώς το λένε άραγε όλο αυτό? Το λένε δικαίωση για εκείνη? Το λένε δικαίωμα για μένα? Ή σωστότερα υποχρέωση? Υποχρέωση σε ανθρώπους που μια ζωή την αφιέρωσαν στη διδασκαλία και καταρρίψανε στερεότυπα που θέλουνε τους δασκάλους άεργους και στυγνούς επαγγελματίες...
Όπως και να το λένε εγώ μια φορά υποκλίνομαι! Υποκλίνομαι σε ανθρώπους που με "έβαλαν" με τον τρόπο τους  μετά από τόσα χρόνια να τους ψάξω, γιατί δεν ήτανε περαστικοί αλλά αφήσανε ανεξίτηλα σημάδια στη ζωή μου!
Αλλιώς δε θα τους γύρευα,  έτσι δεν είναι?


Διευκρίνιση: η κυρία Μαρία Α. ήταν καθηγήτριά μου στα Αρχαία στο πρώτο έτος στη σχολή μου και η κυρία Ραλλού Π. καθηγήτριά μου στη Β’ Γυμνασίου. Είχα να τις δω 10 και 20 χρόνια αντίστοιχα και συμπτωματικά τις συνάντησα και τις δύο (χωριστά) την περασμένη εβδομάδα!