Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2010

καθα(γ)ριότητα!!!

Ο Σεπτέμβρης εκτός των άλλων (έναρξη ακαδημαϊκής χρονιάς και λήξη διακοπών, έναρξη  χειμερινής  εν γένει σεζόν)  αποτελεί το μήνα της Γενικής για το σπίτι! Τα πάντα βρίσκονται σε ετοιμότητα προκειμένου να ικανοποιήσουν το ετοιμοπόλεμο ένστικτο της νοικοκυράς.
        Δεν αποτελώ εξαίρεση, αν και σε κάποιους θα βόλευε πολύ:
Να συστήσω τα όπλα μου: η σφουγγαρίστρα, η σκούπα, αναλογική και ηλεκτρική, τα  ξεσκονόπανα, τα σφουγγάρια κάθε λογής, με σκληρή ή με μαλακή υφή, οι απλώστρες,  οι σιδερώστρες και τα χτυπητήρια.  Τα χημικά μου όπλα: η χλωρίνη την οποία η οικολογική μου συνείδηση προσπαθεί να της περιορίσει τα πολλά της δικαιώματα, το ξύδι με το βραστό νερό, και όλων των ειδών υγρά καθαρτικά του εμπορίου με χρώματα κι αρώματα! Επ’ ώμου! Εμπρός! Μαρς!
        Θα ξεκινήσω με την απογύμνωση του σπιτιού! Πρέπει να φτιάξω «περιβάλλον». Όλα πρέπει να θυμίζουν αναστάτωση. Τα πάντα οφείλουν να προσφέρουν χώρο στην αναρχία! Να μη βρίσκεται τίποτε στη σωστή θέση… και να προδίδουν ότι κάτι διαφορετικό συμβαίνει σε αυτό το σπίτι!!
 Τα μπιμπελοειδή καταρχήν θα στηθούν στην ουρά περιμένοντας υπομονετικά να πάρουν το συνηθισμένο φθινοπωρινό τους μπάνιο με βραστό νερό στη μπανιέρα. Θα είμαι γενναιόδωρη μαζί τους. Θα τα λούσω σαν αλλοτινές Κλεοπάτρες, θα τα στεγνώσω και θα τα γυαλίσω. Στη συνέχεια θα βρω ένα μέρος του σπιτιού για να τα συμφιλιώσω όλα μαζί για μερικές μέρες, επιβάλλοντάς τα μία υπομονή ωσότου καθαριστεί η γωνιά του καθενός! Κι αυτά θα περιμένουν: θα βρεθούν οι κουτάλες αγκαζέ με τα βάζα, τα γλαστράκια παρέα με τις κατσαρόλες, τα κηροπήγια δίπλα-δίπλα με τα ποτήρια, οι κούπες τετ-α-τετ με τις φωτογραφοθήκες και οι φοντανιέρες σε συνεργασία με τα ράφια του ψυγείου και τα τάπερ! Το σκηνικό θα είναι σουρρεάλ! Και η διάθεσή μου επίσης!
        Η σκάλα! Αυτή θα με εκτοξεύσει στα ύψη του σπιτιού! Θα δω αφ’ υψηλού και από μια άλλη οπτική γωνία το μικρό λημέρι μου: Είναι αστείο πόσο μικρή και μάταια  φαίνεται η αυτού μεγαλειότητα! Όταν το αγόρασα, νόμιζα πως έκανα κάτι σπουδαίο! Από τη σκάλα μου φαίνεται «μικρό»! Φαντάσου, λέω, τι θα λέει ο Θεός που μας κοιτά από ψηλότερα! Ετοιμάζομαι για την υποστολή των κουρτινών! Η περηφάνια τους θα χαμηλώσει και θα βυθιστεί στην μπανιέρα με μπόλικο απορρυπαντικό και μαλακτικό συνάμα. Θα ξεράσουν τον καπνό των χειμερινών παρεΐστικων ομηγύρεων και όλα τα μυστικά που άκουσαν και θα απλωθούν στα σύρματα του πίσω μπαλκονιού για να χαζέψουν τη θέα των απέναντι καταθλιπτικών μπαλκονιών αυτή τη φορά έξω από το τζάμι. Είναι κι αυτό μια εμπειρία!
        Στρωσίδια στα κρεβάτια και στους καναπέδες, χορτάσατε καθισιό! Βουλιάξατε με τόσα και τόσο κουρασμένα κορμιά για τα καλά εν τω βάθει. Η μοίρα σάς επιφυλάσσει την ίδια διαδρομή με τις κουρτίνες! Δεν ακούω τίποτε! Ξεβολευτείτε, πλυθείτε, απλωθείτε, διπλωθείτε, σιδερωθείτε και αναμείνατε στον κάλαθον για να επαναστρωθείτε ξαλαφρωμένα πια από το βάρος και το σχήμα των νωχελικών και νωθρών σωμάτων μας καθώς επιστρέφουμε οίκαδε στο τέλος της ημέρας.
        Χαλιά: έχετε τα μαύρα σας τα χάλια. Σας υπόσχομαι να σας  ξανακάνω από «χάλια» «χαλιά». Προς το παρόν κάντε στην μπάντα για να έχω το ελεύθερο να ρίξω απρόσεκτα όσο νερό θέλω στο πάτωμα.
        Η απογύμνωση έγινε με επιτυχία! Απόδειξη η ηχώ! Μιλώ και κάθε μου κουβέντα την επαναλαμβάνουν οι τοίχοι του σπιτιού! Οι τοίχοι! Τι τύχη να είσαι τοίχος! Έχεις αφτιά, που λέει κι ο σοφός λαός μας, μα έχεις και στόμα σε αυτήν την περίπτωση! Και τότε ποια η διαφορά από τον άνθρωπο? Θέλω να πω, τι το κακό να σε λένε «ντουβάρι» (συνώνυμο του «τοίχου»). Τέλος πάντων… Τι σου είναι κι αυτοί οι συνειρμοί! Θα σε σαπουνίσω και σένα. Δεν είναι καιρός για βαψίματα. Αλλά λαδιές, δαχτυλιές, μαυρίλες από τα βρόμικά μας χέρια άμα τη εισόδω στο σπίτι θα αποτελούν μετά την τριβή παρελθόν!
        Κεφάλαιο «ΚΟΥΖΙΝΑ»: εδώ είμαστε! Τώρα θα δείτε λαδερά πλακάκια! Ρακοσυλλέκτες κορεσμένων ελαίων! Θα σας ξεζουμίσω! Θα σας ξύσω μέχρις ότου ο αρμός σας διαζευχθεί από τη λέρα που άφησε προίκα ο ατμός από τα φασολάκια της κατσαρόλας και το κοκκινιστό κουνέλι της γάστρας! Θα σας κάνω να απολογηθείτε για όσα μυρίσατε, για όσα γευθήκατε! Και σεις μπαχάρια στα ντουλάπια, ρίγανη και κάπαρη, πιπέρι κόκκινο και άσπρο, τριμμένο ή ολόκληρο, σαφράν και δενδρολίβανο, αρκετά με την ανακατωσούρα σας μέσα στα ντουλάπια! Έχετε δαχτυλιές στα βάζα που σας φιλοξενούν! Ασφυκτιάτε εκεί μέσα και όλα έχετε συνδράμει από έναν κόκκο στο ράφι. Μωσαϊκό οσμών σαν να πρόκειται να μπείτε στην κατσαρόλα! Μπρος! Στην αποστείρωση! Τα ράφια πρέπει να σαπουνιστούν και να σκουπιστούν επίσης!
Το πεδίο λοιπόν ελεύθερο: Θα βράσω νερό και θα το μαγειρέψω με μπόλικα αρωματικά απορρυπαντικά:  θα βουτήξω τα σφουγγάρια μου, θα βάλω τα χειρουργικά μου γάντια, θα στύψω τα περισσά νερά και θα αρχίσω τις άλλοτε αρμονικές και άλλοτε ανάρμοστες και άγριες ταλαντώσεις των μπολιασμένων με πανιά εξαγριωμένων μου χεριών προκειμένου να εξαφανίσω από τις επιφάνειες κάθε ίχνος βρομιάς, λαδιάς, σκόνης, λεκέ, κάθε ίχνος ζωής δλδ που έχει κάθε σπίτι που κατοικείται! Αισθάνομαι να λεηλατήθηκε το καθαρό μου σπίτι!
Για μια στιγμή! Σκέφτομαι λιγάκι αντίστροφα (Το συνηθίζω κατά τις επιταγές του «ουδέν κακόν αμιγές καλού και τούμπαλιν»): αν το πάτωμα δεν έχει πατημασιές δείχνει να μην πάτησε άνθρωπος! Αν  οι εστίες  της κουζίνας δεν έχουν χυμένη σούπα και τα πλακάκια τριγύρω από αυτές δεν έχουν λάδια από το τηγάνι που έφτιαξαν πατάτες σημαίνει πως το τραπέζι του σπιτιού δε φίλεψε ποτέ κανέναν. Αν τα βάζα με τα μπαχάρια δεν έχουν δαχτυλιές, αν οι κατσαρόλες δεν έχουν καμένα λίπη στον πάτο σημαίνει πως σπιτικό φαΐ δεν έφαγα ποτέ εδώ μέσα.  Αν οι κουρτίνες δεν έχουν καπνό, αν τα χαλιά δεν έγιναν χάλια πάει να πει πως δε φιλοξένησα φίλους. Κι αν τα στρωσίδια στα κρεβάτια δεν μυρίζουν  ιδρώτα και δεν είναι τσαλακωμένα πάει να πει πως δεν με ξεκούρασαν.
Χα! Γι’ αυτό είμαι χαρούμενη μάλλον όταν κάνω δουλειές τέτοιες! Γιατί κάθε φορά, όσο περισσότερη βρομιά καλούμαι να εξολοθρεύσω, σημαίνει αυτόματα πως τόσο περισσότερο ζωή ένιωσε αυτό το άψυχο σπίτι, το «μικρό», το «πολύ μικρό» για το Θεό σπίτι! Γιατί άκουσαν συζητήσεις οι τοίχοι του, γιατί δόθηκε η ευκαιρία στις κουρτίνες να κρατήσουν εχέμυθα τα μυστικά μου, γιατί τα χαλιά ποδοπατήθηκαν από φίλους που ήρθαν να μοιραστούν το χρόνο τους μαζί μου, και γιατί ο καναπές βόλεψε θεατές κινηματογραφικής προβολής στην 37άρα οθόνη της τηλεόρασής μου σε συνεργασία με τις κα(η)μένες από  τα ποπ κορν (πρώην καλαμπόκι)  κατσαρόλες μου…
 Αλλιώς θα ήταν ένα σπίτι δίχως ιστορία, δίχως ζεστασιά, δίχως νόημα! Αλλιώς θα ήταν ένα απλό, καθαρό αλλά άψυχο σπίτι. Τώρα όμως δεν είναι απλά το σπίτι μου αλλά το σπιτικό μου! Το μικρό, φτωχικό αλλά φιλόξενο και γεμάτο ζωή βρόμικο, αλλά σε χρήση και όχι άχρηστο, «λεηλατημένο» από πολλούς ανθρώπους σπιτικό μου!
         

Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2010

Χαίρε νύ(μ)φη ….Ανύμφευτε!

Μια εβδομάδα έμεινε! Τα κανόνισα όλα! Κομμωτήρια, spa, μανικιουρίστα αλλά δεν κατέληξα σε ένα πράγμα: τι θα φορέσω? Πάλι στέκομαι με ανοιχτό το στόμα, σαν το χάνο, μπροστά στη ντουλάπα μου. Ρούχα! Ρούχα! Ρούχα! Παλεύουν μεταξύ τους να κρατήσουν μια περίοπτη θέση: Κάθε φόρεμα σε διαφορετική κρεμάστρα, κάθε φούστα σε ξέχωρο γαντζάκι για να μην επισκιάζεται από τη διπλανή της, κάθε είδους μπλούζα σε ξεχωριστό συρτάρι. «Όχι! Δε γίνεται! Παρ’ όλ’ αυτά ΔΕΝ ΕΧΩ ΤΙ ΝΑ ΒΑΛΩ (για άλλη μια φορά): το μωβ το μίντι ή το άσπρο το μίνι φόρεμα με τις παγιέτες? Μήπως το λαδί ντραπέ? Αποκλείεται! Μου κάνει περιφέρεια! Ο ταφτάς? Μπα! Πολύ γελοίος να σέρνεται στο τσάμικο σαν τη μοίρα της φουστανέλας! Είναι πιο περήφανο ύφασμα!! Καλά λέω ότι δεν έχω τι να φορέσω: Θα κατέβω κέντρο να αγοράσω καινούργιο φόρεμα: Οι εκπτώσεις ακόμα δεν τελείωσαν (επιχείρημα 1ο). Τι στο καλό? Η ξαδέρφη μου παντρεύεται. Μία φορά γίνεται όλο αυτό (επιχείρημα 2ο). Και στο κάτω-κάτω δουλεύω σαν το σκυλί ολημερίς, γυναίκα είμαι, δικαιούμαι να κάνω ένα δώρο στον εαυτό μου (επιχείρημα 3ο)…. Εσωτερικός μονόλογος με θέα τη ντουλάπα ΤΕΛΟΣ!
        Δεν ξέρω τι συμβολίζει ο Σεπτέμβρης για τους άλλους. Εγώ μια φορά κάθε Σεπτέμβρη τραβιέμαι όλα του τα Σαββατοκύριακα και σε έναν γάμο: το προσωνύμιό μου? «Βασίλω». Από το «όπου γάμος και χαρά…»
        Η βδομάδα που έρχεται είναι η τελευταία πριν το γάμο! Κι αν δεν έτρεξα μαζί με την ξαδέρφη  μου, να βοηθήσω! Είχε τόσα πράματα να ετοιμάσει για τον λαμπρό της γάμο! Μέχρι και οι τελευταίες λεπτομέρειες προσεγμένες: έμαθα πολλά: ότι όλα έπρεπε να έχουν ένα «θέμα»: στην περίπτωση της ξαδέρφης μου το λευκό με το λιλά. Κι έπρεπε όλα να είναι ξεχωριστά, ωραία, απλά, λιλά… Έψαχνε δλδ την ξεχωριστή ωραιότητα του απλού σε χρώμα λιλά!  
 Για τα προσκλητήρια φάγαμε άπειρες ώρες στο τυπογραφείο, αν έπρεπε να είναι τετράγωνα ή τρίγωνα με ή χωρίς κορδελάκι λιλά (πάντα) στο πλάι ή στο κέντρο του φακέλου. Στο κέντρο χρειαστήκαμε άλλο ένα δίωρο για το αν τα μαχαιροπήρουνα θα θέλε να είναι με ρίγα χρυσού ή όχι, και για το πώς θα καθίσουν οι καλεσμένοι στα τραπέζια, στο κομμωτήριο πήγαμε τρεις φορές τουλάχιστον για να αποφασίσει αν θα έχει τα μαλλιά της μαζεμένα ή κάτω, με πέπλο ή χωρίς κι άλλες τέσσερις, αν δεν απατώμαι, φορές πήγαμε στην αισθητικό, για καθαρισμό προσώπου, μασάζ χαλάρωσης, νύχια χεριών, ποδιών και αποτρίχωση. Ο στολισμός μας στοίχισε άλλες τρεις επισκέψεις στο ανθοπωλείο, τα δώρα του κουμπάρου δύο ολόκληρα απογέματα σουλάτσα στην αγορά, το αυτοκίνητο που θα τη συνόδευε στην εκκλησία τηλεφωνήματα δύο ωρών γνωστών φίλων με καλό κομπόδεμα, γιατί το φιεστάκι του μέλλοντα άντρα της δεν ενδείκνυται για γάμο. Ο Dj δυσεύρετος, γιατί είχε κι άλλο γάμο, κλεισμένο από πέρσι,  η τούρτα στο ζαχαροπλαστείο μας πήρε μια μέρα να δοκιμάζουμε γεύσεις με πορτοκάλι ή μύρτιλο, τα παπούτσια τελικά τα παραγγείλαμε δύο μήνες πριν και κάναμε δύο επισκέψεις για να τα προβάρει και γενικώς όλο αυτό το τελευταίο δίμηνο αισθανόμουνα να έχουμε παντρευτεί εμείς μεταξύ μας, αφού τον αρραβωνιαστικό της δεν τον έβλεπε ούτε το βράδυ από την κούραση! Ετοιμασίες Γάμου γαρ!
        Χθες είχαμε και το bachelor! Πολύ κέφι! Κι εκείνος όμως καλά πρέπει να πέρασε! Είχε και πικάντικη συνέχεια το πάρτι τους…. Και δικαιολογούνται ως Άντρηδες που λέει και η γιαγιά μου! (μην ξεράσω!)
Τρεις  μέρες μείνανε… Σκέφτομαι πως πρέπει να είμαι εκεί, να κερνάω, να πλένω ποτήρια, να μου εύχονται «Και στα δικά σου!» και σαν το γύφτικο σκεπάρνι να λέω «Ευχαριστώ». Αλλά καθώς ανεβαίνω τις σκάλες ακούω κλάματα με λυγμούς και κόσμος με τα δώρα στο χέρι κατεβαίνει τις σκάλες άλαλος!
«Τι έχεις ?Τι? Πώς? Δεν σε θέλει πια? Το ξανασκέφτηκε? Σ’ αγαπάει αλλά δε νιώθει έτοιμος να σε παντρευτεί? Ήθελε να σου το πει εδώ και καιρό αλλά δεν ήξερε τον τρόπο? Και τον βρήκε εν τέλει τρεις μέρες πριν? Κατάλαβε ότι δεν είναι έτοιμος για κάτι τέτοιο? Και θεωρεί και καλό που έγινε τώρα παρά αργότερα μέσα στο γάμο με παιδιά? Θα του λείψεις πάντως? Δεν θέλει να στεναχωριέσαι?.....
Τι λέτε ρε παιδιά? Για σταθείτε λιγάκι? Εσύ ρε ξαδέρφη δεν κατάλαβες τίποτα? Είναι δυνατόν όλον αυτόν τον καιρό να μην πήρες χαμπάρι? Έπεσες μήπως με τα μούτρα στις ετοιμασίες του γάμου, γέμισες την βιβλιοθήκη σου με περιοδικά «ΠΑΝΤΡΕΥΟΜΑΙ», «ΝΥΦΗ», «ΓΑΜΟΣ», τόσα πράγματα διάβαζες και δεν ένιωσες το παραμικρό για το τι μπορεί να σου επιφυλάσσει η μοίρα? Είσαι άμοιρη των ευθυνών σου? Εγώ πάλι γιατί δε σε πιστεύω? Πώς είναι δυνατόν η σχέση σου να πιάσει πάτο και να μην το πάρεις είδηση? Μήπως δεν ήθελες να το πάρεις είδηση? Μήπως έκανες τα στραβά μάτια γιατί ο περίγυρος σου επέβαλε με τον τρόπο του τα «πρέπει», τα «παντρέψου», τα «δείξε», τα «προχώρα στη ζωή σου»? Μήπως ο τίτλος της «Γεροντοκόρης» σε φόβιζε περισσότερο από έναν ενδεχόμενο τίτλο «ζωντοχήρας», «χωρισμένης» whatever? Μήπως εν τέλει για να έφτασε σε αυτό ο τέως (προ μερικών ωρών) υποψήφιος γαμπρός σκέφτηκε κάτι πιο ώριμο (Θεέ μου πού φτάσαμε!? να τον λέμε και ώριμο!) που εσύ αδυνατούσες? Μήπως δεν φταίει αυτός (Θεέ μου, πού φτάσαμε!? να λέμε δε φταίει! δις!) ή τουλάχιστον μόνον αυτός αλλά και εσύ, γιατί σε μία σχέση φταίνε πάντα και οι δύο?
Το ξέρω! Δεν είναι καιρός για επίρριψη ευθυνών, δεν είναι καιρός για «κατηγορώ» πόσο μάλλον τόσο δριμύ. Η ώρα είναι για παρηγοριά! Έχουμε καιρό για να κατηγορήσουμε. Όταν ο θυμός και η πίκρα σου φύγουν,  σου υπόσχομαι τη θέση τους να την πάρει το φτυάρι: κι εκείνη η πεθερά σου μήπως έβαλε με τον τρόπο της το χεράκι της? Οιδιπόδειο είναι αυτό! Ένιωθε να απειλείται από την παρουσία σου! Αμ η κουνιάδα σου! Σου έκανε την καλή αλλά τα σιγανά ποταμάκια να φοβάσαι! Κι ο πεθερός σου δε λέω, καλός, δε μιλάει πολύ αλλά μεταξύ μας είμαι σίγουρη πως άλλα όνειρα είχε για τον κανακάρη του. Σαν να σε έβλεπε λίγο ανταγωνιστικά ότι του πήρες το γιο ή μου φαίνεται?
Να μη σε ενοχλώ άλλο. Ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός! Δε βαριέσαι! Κανείς δε χάνεται! Θα βρεις άλλον! Τι στο καλό! Ωραία κοπέλα είσαι, όμορφη, μορφωμένη, έξυπνη, τη δουλειά σου την έχεις, το αυτοκινητάκι σου, το σπίτι σου. Είσαι ρε παιδί μου ανεξάρτητη!!!»
Φεύγω! Αισθάνομαι περισσή σε αυτό το σπίτι, που όπως χαρακτηριστικά λένε «Έπεσε φωτιά και το έκαψε», όπου όλοι ασχολούνται με το κακό που βρήκε την κοπέλα, όπου όλοι βρίζουν το γαμπρό και το σόι του ο οποίος παρεμπιπτόντως μέχρι το μεσημέρι και πριν την αναγγελία της ΘΑΡΡΑΛΕΑΣ του απόφασης ήταν ο πιο κατάλληλος για την ξαδέρφη μου! Τι να πουν κι οι άνθρωποι? Αφού έπρεπε να υποστηρίξουν την επιλογή της κόρης τους. Τι βγάζουν άραγε τέτοιου είδους ώρες? Αποκαλύπτουν την προσποίηση των γονιών όσον  καιρό τα πράγματα δείχνουν καλά ή μήπως το αίσθημα της αυτοσυντήρησης και το σύνδρομο της κουκουβάγιας οδηγεί στην υπεράσπιση και προστασία της εκτεθειμένης κόρης? Και ο περίγυρος την οικτίρει! Την κοιτάζει με ύφος περίλυπο και στην προσπάθειά του να την παρηγορήσει της πετάει κι ένα: «Δε λες που έγινε τώρα κι όχι μετά το γάμο με κανά παιδί να την πληρώσει?». Μάλιστα! Πού φτάσαμε κύριοι! Να του πούμε κι ευχαριστώ! «Το μή χείρον βέλτιστον» και «ο Θεός να σε φυλάει» δηλαδή!
Όμως έχω κι εγώ τις απορίες μου! Τόσος ντόρος, τόση φασαρία για αυτόν τον γάμο ένα χρόνο πριν! Τόση σημασία στη λεπτομέρεια, τόσο άγχος για το «θέμα» λευκού-λιλά! Τόσο άγχος για τον κύριο dj, τόσα λεφτά για το νυφικό, για τις λίστες γάμου, για το μενού και το τι θα φάει ο κόσμος, θα ευχαριστηθεί ή θα παραπονεθεί? Θα καθίσουν στα τραπέζια με τη σειρά? Θα καλέσουμε αυτόν ή τον άλλον για να μην παρεξηγηθεί ο τάδε ή ο δείνα? Εκείνον δεν τον θέλουμε αλλά μας κάλεσε και πρέπει να τον καλέσουμε. «Εσύ μη μιλάς» λέει ο μπαμπάς στην κόρη «Εσύ παντρεύεσαι αλλά εγώ παντρεύω. Τι? Δε θα καλέσω τους φίλους μου? Παιδί παντρεύω!». Φυσικά εσύ βγάζεις το σκασμό! Δεν σου δίνουν επιλογή! Αν τους αφήσεις να κάνουν αυτό που θέλουν θα ησυχάσεις. Θα περάσουν τα χρόνια και ουδείς θα θυμάται τίποτις! Αν δεν τους αφήσεις, μια ζωή θα σου το κοπανάνε!
 Αυτά είναι λοιπόν τα διλήμματα και τα τριλήμματα του γάμου! Γάμος = το πανηγυράκι της μιας ημέρας! Βλέπουμε το δέντρο και όχι το δάσος! Ποτέ δεν άκουσα την ξαδέρφη μου να την απασχολεί το παραπέρα, ποτέ δεν άκουσα και δεν είδα τόσες εκπομπές για το θεσμό του γάμου, όσες άκουσα για το στήσιμο ενός λαμπρού γάμου, δηλαδή του πανηγυριού! Δεν απασχολούν οι αρχές, η πάλη με τον άντρα σου, η επικοινωνία του ζευγαριού, οι αναπόφευκτοι καβγάδες και πώς αυτοί θα καταλαγιάσουν. Κανείς δε μιλάει για την ανατροφή των παιδιών, τη μοιρασιά των υποχρεώσεων ή τη συνεργασία, την υποχώρηση, την παραχώρηση, την κατανόηση, την αγάπη, τη φροντίδα και τον παραγκωνισμό του εγωισμού.
Τα περιοδικά του γάμου μιλάνε για κουφέτα, για μονόπετρα, για λιμουζίνες, για πυροτεχνήματα, για νυφικά, για ονειρικά ταξίδια του μέλιτος, για coif, για μανικιούρ, για spa, για δεξιώσεις σε υπερπολυτελή ξενοδοχεία με πισίνες και γκαρσόνια με Papillion, για στολισμούς εκκλησίας και άλλα είδη βιτρίνας και περιτυλίγματος, για το «φαίνεσθαι» και όχι για το «είναι».
Φεύγω από της ξαδέρφης μου το σπίτι με ένα παράξενο συναίσθημα: με έχει πιάσει σύγκρυο! Τζάμπα το φόρεμα που αγόρασα και το κομμωτήριο που έκλεισα (ο καθείς με τον πόνο του!). Αφήστε που έχασα και την ευκαιρία της ευχής: «Και στα δικά σου!». Πού θα βρω άλλη τέτοια?
Περπατάω στο δρόμο και εντελώς συνειρμικά μου έρχονται στο μυαλό ένα σωρό γάμοι στο παρελθόν. Τότε που οι γάμοι δεν είχανε «θέματα» σε αποχρώσεις του λευκού και του λιλά ή ό,τι άλλο. Τότε που κανένα από τα ξαδέρφια μου τα μεγάλα δεν αγόρασε μονόπετρο δαχτυλίδι για να κάνει πρόταση γάμου στη νυν γυναίκα του, τότε που μου έδιναν προσκλητήρια χωρίς ονόματα επάνω και απλώς γύριζα με άλλα κορίτσια της ηλικίας μου σε όλο το χωριό και τα μοίραζα καλώντας όλους τους συγχωριανούς στο γάμο, τότε που το γλέντι γινότανε στις αυλές των σπιτιών με δανεικά τραπέζια και καρέκλες από το καφενείο του χωριού, τότε που όλες οι θειάδες καθαρίζανε τρεις μέρες πατάτες και μαδούσανε χωριάτικα κοτόπουλα και έπαιρνε καθεμιά από ένα ταψί στο σπίτι της και  το έψηνε και μετά τα βάζανε στο υπόστεγο της αυλής για να προσφέρουν στον κόσμο που ερχότανε για να δωρίσει και να ευχηθεί και που ακριβώς δίπλα έβαζαν κάτι τεράστια βαρέλια με πάγο και μέσα τις μπύρες και τις ρετσίνες και τότε που όλοι τρώγανε το κλασικό μενού με το κρύο κοτόπουλο και την προ ωρών ψημένη πατάτα φούρνου αλλά τότε που κανείς από τους καλεσμένους δεν παραπονιότανε για το «κρύο» φαγητό, τότε που καλούσαμε οργανοπαίχτες live, ολοζώντανους δλδ και δεν είχαμε πίστες με φωτορυθμικά αλλά  για βάθρο μια καρότσα (πλατφόρμα) από το τρακτέρ και τότε που πηγαίναμε τη νύφη και τον γαμπρό στην εκκλησία χορεύοντας με μια μπύρα στο χέρι και δε νοικιάζαμε λιμουζίνες αλλά για να διανύσουμε μια απόσταση 100 μέτρων κάναμε και δυο ώρες και καθυστερούσαμε χωρίς άγχος και νεύρα του παπά επειδή ακολουθούσε άλλος γάμος… τότε..
Δηλαδή τότε ήταν όλα ιδανικά? Τότε δεν θεωρούνταν πανηγύρι? Φυσικά! Ε τότε τι? Γιατί το εξιδανικεύω? Μήπως οι γάμοι τότε δεν είχαν προβλήματα? Μήπως ο κόσμος που παντρεύτηκε τότε δε χώριζε ή δε χωρίζει? Χωρίζει αλλά με άλλη συχνότητα! Αυτό είναι το θέμα? Δεν ξέρω!
Το πανηγύρι του τότε χάθηκε στα βάθη του χρόνου γιατί άλλαξε η κοινωνία. Ούτε οι νύφες είναι οι ίδιες ! Όχι αυτές με τα νυφικά! Εκείνες που ήταν σύζυγοι εντός σπιτιού, χωρίς πτυχία, χωρίς τουπέ, χωρίς αμανέ (υψηλό). Εκείνες που επέτρεπαν τον άντρα τους να είναι πιο πάνω από αυτές. Οι σημερινές νύφες έχουν σπουδάσει, έχουν καριέρα, έχουν μόρφωση ακαδημαϊκή, μα χάνουν στα σημεία. Δεν τίθενται «Υπό του Ανδρός», δεν Υποανδρεύονται», δηλαδή δεν «παντρεύονται»! Κι αυτός ο καημένος (Θεέ μου, πού φτάσαμε!? τρις! να είναι και καημένος) πώς να μη φύγει, αφού άλλα του τάξανε! Του είπανε πως αν «νυμφευθείς», θα έχεις ό,τι είχες με τη μάνα σου στο σπίτι κι άλλα τόσα… κι εκείνος τότε αποφάσισε πως έπρεπε να αφήσει τη νύφη ανύμφευτη έστω και τρεις μέρες πριν το πανηγύρι του γάμου!

Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου 2010

Θα σας «σύρω» τα εξ αμάξης…

Μοιράζομαι σ’  Ανατολή και Δύση, ανήκω και στις δυο και σε καμιά…
Δεν ξέρω γιατί μου αρέσει πολύ αυτό το τραγούδι, αφού με μελαγχολεί όταν το ακούω. Θαρρώ όμως πως ο εαυτός μας επιδιώκει ενίοτε την μελαγχολία για εξαγνισμό, για κάθαρση, για ανάταση… Μου αρέσει επειδή με εκφράζει, επειδή δε βρίσκω τρόπο να περιγράψω αλλιώς τη ζωή μου. Κάθε που μπαίνω στο αυτοκίνητο για να μετακινηθώ από την πόλη στο χωριό και vice versa, νιώθω τα ίδια συναισθήματα, βλέπω τα ίδια πράγματα, ακολουθώ την ίδια διαδρομή, κάνω τις ίδιες σκέψεις (νομίζω). Το σκηνικό επαναλαμβάνεται, τα μοτίβα των διαδρομών το ίδιο, οι σκέψεις όμως? Ίδιες κι αυτές? Τα ίδια σκηνικά με κάνουν να σκέφτομαι κάθε φορά άλλα. Διαφορετικά μοτίβα μου προκαλούν τις ίδιες σκέψεις. Νομοτέλεια, αφέλεια, γιατί όχι ψυχεδέλεια.
ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΠΡΩΤΗ
Τακτοποιώ τις εμπειρίες του Σαββατοκύριακου στη βαλίτσα. Δεν ξεχνώ να βάλω στη χειραποσκευή τη μελαγχολία της Δευτέρας, ενώ στο  sac voyage στρίμωξα με τα πέντε ζευγάρια παπούτσια την ωραιοπάθεια που μου χαρίζουν τα faux bijoux. Το port baggage έφερε εις πέρας την αποστολή του: επιβίβασε τις αναμνήσεις της αστικής μου ξεγνοιασιάς . Το κλειδί γυρίζει στη μίζα…. Κι ο Πλιάτσικας από το ράδιο συνωμοτεί με το σκοτάδι του μυαλού μου και μου τραγουδάει σιγοψιθυριστά  ό,τι έχω χωμένο στο κέντρο του εγκεφάλου μου:
Είναι η πόλη μας τώρα πια φάντασμα
Μοιάζει με πίνακα που έχει ξεβάψει
Κι έχει απομείνει μονάχα η θάλασσα
Να μου θυμίζει ότι έχω ξεχάσει
Έτσι κοιτάζω την πόλη που αγάπησα
Όταν σε είχα σε αυτή συναντήσει
Έτσι κοιτάζω την πόλη που άφησα


Όταν στην άβυσσο μ είχες αφήσει...
Κλείνω τα μάτια και βλέπω το αύριο
Κι είναι ένα αύριο δίχως εικόνες
Ίσως να ζει η αγάπη μεθαύριο
Ίσως περάσουν κι αυτοί οι χειμώνες…
Τα κατάφερε ο Φίλιππος να με βουρκώσει. Δίχως γιατί… τώρα μέσα από το πρίσμα των δακρύων βλέπω πιο θολό το τοπίο. Για λίγο όμως… Τα δάκρυα ξεπλένουν την ψυχή μου. Γι’ αυτό «Κλάψε!», λέω στον εαυτό μου, «Δίχως ενοχές!»
        Το φανάρι έχει κίνηση. Με έχουν πιάσει δύο στη σειρά. Στο τρίτο περνάω με βαθύ πορτοκαλί. Περνάνε άλλα τρία αυτοκίνητα πίσω μου! Όλοι βιάζονται… Κι εγώ κι αυτοί! Γιατί? Τι έχουμε να προλάβουμε άραγε? Η ζωή σε περιμένει ούτως ή άλλως, όσο κι αν καθυστερήσεις, στο φανάρι, στην κίνηση, κολλημένος πίσω από καμία νταλίκα που πάει πολύ αργά…. Εκεί θα είναι η ζωή! Δε φεύγει! Είτε πας δέκα λεπτά νωρίτερα είτε δέκα λεπτά αργότερα! Πώς? Τρέχεις να προλάβεις το τρένο, γιατί αλλιώς θα το χάσεις? Μα αφού έχει ένα άλλο μετά! Και ίσως μέσα σε αυτό να συναντήσεις κάποιον που δε θα συναντούσες, αν προλάβαινες το προηγούμενο… Ξέρεις πόσες φορές μου ‘χει τύχει?
        Εσύ κύριε με το Mercedes γιατί κορνάρεις και ανάβεις να φώτα στους μπροστινούς σου πάνω στην περιφερειακή? Τι θες ? Να προλάβεις να δεις αν ανοίγουν οι αερόσακοι σε πρόσκρουση με μεγάλη ταχύτητα για να νιώσεις ότι δεν πήγαν στράφι τα πολλά λεφτά που έδωσες? Κι αν η Mercedes διαψεύσει τις προσδοκίες σου? Αν σε προδώσει και στερήσεις τον πατέρα του κοριτσιού ο οποίος προπορεύεται ανυποψίαστος των βιαστικών, με ή χωρίς λόγο, προθέσεών σου? Ρώτησες το κοριτσάκι αν θέλει να μείνει ορφανό από την επιδειξιομανία της τσέπης και του οδηγικού σου ταλέντου που μπορεί να αποδειχθεί fake?
        Το μάτι φεύγει στις  τεράστιες πινακίδες που μου υποδεικνύουν έναν άλλον κόσμο εκεί έξω…  Δεξιά προς Χαλκιδική και ζωγραφίζω πάνω της καραβάκια, αμμουδιές και αλμυρά βράχια με αρμυρίκια… Αριστερά  για Καβάλα, Σέρρες και Κατερίνη και Αθήνα! Έχω φωτογραφίες στο κάστρο της Καβάλας, χάθηκα πολλάκις στους μονοδρόμους της Κατερίνης, στις Σέρρες έχω φίλους που πεθύμησα πολύ. Κι εσύ Αθήνα, συγκεντρωτική, μου στερείς όποιους αγάπησα περισσότερο από κάθε τι άλλο! Αχόρταγη! Δε σε χωνεύω!
Δεξιά η κλινική Genesis: Χαρές που κάνουν άραγε οι νέοι γονείς! Αυτά τα παιδάκια όμως γιατί δεν τα ρωτάνε ποτέ, αν θέλουν να έρθουν σε αυτό τον κόσμο και να ζήσουν με όρους αλλονών σε μια κατά τα άλλα δημοκρατική ζωή?
        Ένα παππούς οδηγός μου κλείνει το δρόμο. Πηγαίνει με 60 στην αριστερή λωρίδα! Θέλω να του πω «Παππού κάθισε σπίτι σου! Φτάνει! Δεν το’ χεις πια!»… και με διακόπτει μία απορία: Πόσο εύκολο είναι να αποδεχθείς την ηλικία αυτή με τόσα παρελκόμενα? Αφού για να ζεις πρέπει να κάνεις όσα έκανες  παλιά κι άλλα τόσα…  Αισθάνομαι πως  οι σκέψεις μας επικοινωνούν και πως μου απάντησε κιόλας: «Κόρη μου, εκεί που είσαι ήμουνα κι εδώ που είμαι θα ‘ρθεις». Εντάξει παππού, τα ‘πες όλα… αν και δεν είμαι τόσο αισιόδοξη πως θα φτάσω στην ηλικία σου…. για τα δεδομένα της εποχής εσύ έχεις ξεφύγει πέρα από τα όρια τα ηλικιακά του προσδόκιμου της γενιάς μου!
        Στρατιωτικό νοσοκομείο 424. Πιο δίπλα Νοσοκομείο Παπαγεωργίου. Κι εδώ απορία: Πόσοι άραγε άνθρωποι έχουν αφήσει τη ζωή στα χέρια χειρουργών? Πόσοι πονούν και πόσοι αγωνιούν σε θαλάμους αναμονής έξω από χειρουργεία πίσω από τους τοίχους αυτών των κτιρίων?  Δεν μου απαντάει κανείς. Η στροφή μπροστά μου είναι επικίνδυνη… τα κτίρια του ΤΙΤΑΝ με τρομάζουν. Μεγάλη εταιρεία: πολλές οικογένειες τρέφει. Είναι όμως  και πολύ γενναιόδωρη σε νέφος, όπως προδίδουν τα φουγάρα της… Πιάνω ευθεία! Βαριέμαι τους ευθείς δρόμους!  Αλλά και οι στροφές είναι επικίνδυνες. Δεν ξέρεις αν γλιστρούν, αν θα σε πετάξουν εκτός οι φυγόκεντρες, αν ο απέναντι προσπερνά ως βλαξ τον μπροστινό του.  Δε μ’ αρέσουν οι ευθείες. Ο  Gaudi δεν έφτιαξε ούτε μια ευθεία, γιατί η φύση δεν έχει καμιά και πουθενά. Μ’ αρέσει ο Gaudi. Πετάγομαι στη Βαρκελώνη του 2007. Ξαφνικό, απροσχεδίαστο το ταξίδι μου εκείνο. Αλλά αξέχαστο! Επανέρχομαι στην ευθεία του δρόμου: το αποφάσισα: Δεν μου αρέσουν οι ευθείες… μόνο οι ευθείς άνθρωποι. Αλλά κι αυτοί χρειάζεται κάπου κάπου να κρατούν τα προσχήματα. Αυτό δε λέγεται έλλειψη ευθύτητας ή προσποίηση αλλά διακριτικότητα!
Δεξιά κι αριστερά με διακόπτουν οι εταιρείες, οι εκθέσεις, τα  εμπορεύματα. Αποθήκες! Τι αποθηκεύει ο κόσμος? Σύρμα για μπάλες φυτών!!!! Μία ολόκληρη αποθήκη για σύρμα! Ούτε που θα μου περνούσε ποτέ αυτό από το μυαλό ως επάγγελμα: «εμπορία σύρματος για μπάλες φυτών»! Σωστά! Κάποιος πρέπει να το κάνει κι αυτό για να έχουμε εμείς το ψωμί στο τραπέζι το μεσημέρι… 
Στροφή! Έξοδος από περιφερειακή.. Σίνδος, βιομηχανίες, φορτηγά, εργοστάσια, εργοτάξια, κτίρια-νεκροταφεία, αλλοτινές εμπορικές και βιομηχανικές δόξες, ένα πανό τεράστιο διαλαλεί την κρίση και μου θυμίζει τον ξεπεσμό της χώρας μου! Μου υπόσχεται 70% έκπτωση σε έπιπλα! Κι αυτός ο έμπορος τι θα βγάλει? Θα βγάλει ούτως ή άλλως? Άρα έβγαζε +70% από αυτό που βγάζει τώρα? Ξεπουλάει την αλλοτινή και ακριβή του φήμη, ζητιανεύει την πάλαι ποτέ του φιγούρα μεταξύ εφάμιλλων εμπορικών καταστημάτων! Τώρα το κράτος τον τσακίζει, τον πατάει στο κεφάλι κι αυτός προσπαθεί να το σηκώσει. Υποκλίνεται στον πελάτη που περνάει την πόρτα του και του «χαρίζει». Πριν λίγο όμως «δεν χαριζότανε» σε κανέναν. Κατακλείδα: «όλα εδώ πληρώνονται». Περίοδος παχιών αγελάδων τέλος!
Μπαινοβγαίνω σε χωριά. Άλλοι ρυθμοί: τα παιδιά παίζουν στις αυλές, παλεύουν στα χώματα. Οι γειτόνισσες πίνουν καφέ στη βεράντα. Ένας κύριος μετακινείται από το σπίτι ως το καφενείο με το τρακτέρ… Αυτό έχει, αυτό εμπιστεύεται!
Παλαιά και Νέα Πέλλα: ένας τόπος με ΙΣΤΟΡΙΑ! Ποιοι ανεγκέφαλοι διεκδικούν την πατρότητα της? Με ποια πειθώ? Της ξεφτισμένης ή της κλεμμένης τους ιστορίας? Τόσοι λόφοι μάρτυρες, μαρτυρικοί καταθέτες αφ’ εαυτών! Φωνάζουν από μόνοι τους! Μα δεν ακούει κανείς? Το χώμα αυτό που τρέχει κάτω από τις ρόδες του αυτοκινήτου μου ποιος στρατηλάτης το ‘στρωσε στα βάθη των αιώνων? Για ανάτρεξε στις σελίδες της ιστορίας!
Κι ο δρόμος χάνεται μέσα στις φυλλωσιές του δρόμου… Μυρίζει χώμα, μυρίζει δροσιά, μυρίζει γρασίδι. Μακεδονία τόπος ευλογημένος! Πλούτος, γη, καρποί, πράσινο, νερό. Όλα τους συστατικά ευφορίας, ζωής, εξασφάλισης του «ρτου μν το πιούσιου»! Πλησιάζω στο δικό μου χωριό. Εφοδιάζομαι με ενέργεια. Μπαίνω στο χώρο εργασίας! Οι σκέψεις μου θα ενεργοποιήσουν τις δυνάμεις μου, οι εμπειρίες του Σαββατοκύριακου θα μετουσιωθούν σε θεωρίες περί μαθημάτων ζωής, το μυαλό μου πρέπει να συγκεντρωθεί στη δουλειά μου και η ψυχή μου να ενταφιαστεί στο χωριό: εδώ που είναι η μάνα μου, εδώ που είναι τα «παιδιά» μου, εδώ που είναι η οικογένειά μου…
Σε λίγες μέρες θα επιστρέψω πάλι στην πόλη κουβαλώντας από δω προς τα κει πια (πού είναι το εδώ και πού το εκεί?) μέσα στη βαλίτσα τις εμπειρίες ως αναμνήσεις, τη μελαγχολία στη θέα της μάνας μου, όταν με ξεπροβοδεί και το γεμάτο από εργατικότητα και κούραση πενθήμερο ως χειραποσκευή… Θα κάνω την ίδια διαδρομή αντιστρόφως:
ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
 θα αφήσω τα χωριά με την ανεμελιά, τα χωράφια του πλούτου, τους ιστορικούς μακεδονικούς λοφίσκους της Πέλλας και θα προχωρήσω προς τους εμπόρους των «ισχνών πια αγελάδων», τις συρματαποθήκες, τις βαρετές ευθείες, το ΤΙΤΑΝ, τις επικίνδυνες στροφές, τους επόμενους ασθενείς, τα καινούργια νεογέννητα, κάποιον άλλο «αργόστροφο διαδρομικώς» παππού, έναν άλλο βιαστικό οδηγό που περνάει με κόκκινο ή κάνει σινιάλο στον μπροστινό του για να παραμερίσει, θα ξαναδιαβάσω αντιστρόφως τις ταμπέλες για να πάω πρώτα στην αφιλόξενη Αθήνα, μετά στις Σέρρες, μετά στην Κατερίνη, στην Καβάλα και τέλος στη Χαλκιδική. Θα με ξαναπιάσει το κόκκινο φανάρι. Τελικά όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν! Και μόλις παρκάρω στην πυλωτή, πριν σβήσω το αυτοκίνητο θα προσέξω ότι στο ράδιο παίζει πάλι Πλιάτσικας αλλά αυτή τη φόρα άλλα μου τραγουδάει:
''Θέλω να τρέξω, να πετάξω, να χαθώ
όμως φοβάμαι τι θα γίνει αν γυρίσω
Τον εαυτό μου να γελάσω προσπαθώ
μα κάπου μέσα μου βαθιά δεν θα τον πείσω
Είναι ωραία η θάλασσα γιατί κινείται πάντα
κι αν έχεις βρει πολλές στεριές καμία δεν σ' αράζει
δώσ' μου για φιλοδώρημα τραγούδι μέχρι πάντα
είναι ωραία η θάλασσα γιατί με ΜΕΝΑ μοιάζει



Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 2010

Εσύ τι οΜΑΖΑ είσαι?

-Θα πας, δεν το συζητάω! Το σώμα και το στυλ σου είναι φτιαγμένο για μπάσκετ!
-Α-πο-κλεί-ε-ται!
-Πες μου έναν βασικό λόγο!
-Γιατί δεν προλαβαίνω!
-Χα! Ας γελάσω! Και για πες μου γιατί δεν προλαβαίνεις, μαθήτρια πρώτης γυμνασίου?
-Έχω διάβασμα
-Δεν είναι δυνατόν! Δεν πιστεύω στ’ αφτιά μου! Δεν το συζητάω, δεν το διαπραγματεύομαι! Εδώ πάνε όλες οι άσχετες και συ θα μείνεις έτσι?
(από μέσα μου) «Ε αυτό είναι το θέμα, κ. Καθηγητά! ….ότι κουτσοί στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα!»
Για να μην τα πολυλογώ, εν τέλει έριξα τα μούτρα μου, σταμάτησα τις φθηνές μου δικαιολογίες και έβαλα πλώρη ξανά για το παλιό μου λημέρι, το γήπεδο.
  Μου είχε στοιχίσει πολύ το πόσο νωρίς ένιωσα ότι ζω στην επαρχία. Από τα 5 μου ο μπαμπάς μου με έτρεχε στο γυμναστήριο για να προπονούμαι στην ενόργανη και όταν ο προπονητής μια μέρα πήρε των ομματιών του κι έφυγε, δε βρέθηκε αντικαταστάτης. Τα μάζεψα, και δεν ξαναπήγα στο γήπεδο πια… η ενόργανη, αυτή η μεγάλη μου αγάπη, μπήκε στο ντουλάπι μαζί με το κορμάκι, το κολάν και τα πασούμια-μπαλαρίνες. Όλα μαζί τα έφαγε ο σκόρος σε συνεργασία με το χρόνο. Ξεθώριασαν οι μνήμες, ξεφτίσανε τα φλικ-φλακ, σκούριασε το μονόζυγο, σάπισε κι η δοκός…. το κορμάκι μου μίκρυνε, τα παπούτσια το ίδιο και πήρα απόφαση πως η μόνη μου σχέση με την ενόργανη θα είναι απλά ως τηλε-θεάτριας.
Και τώρα, τρία χρόνια μετά η μόδα του μπάσκετ. Ο ύμνος που ήθελε το «Γκάλη, το Γιαννάκη, το Φασούλα και τ’ άλλα παιδιά…» έφερε το μπάσκετ σε κάθε γειτονιά, σε κάθε χωριό, σε κάθε φύλο. Με το μπάσκετ δε νιώσαμε ότι ήμασταν επαρχία. Όλες οι γειτονιές γεμίσανε από ένα γήπεδο, κάθε παιδί είχε και μία μπάλα, κάθε παρέα είχε φτιάξει και μια ομάδα και το ραντεβού ανείπωτο αλλά πάντα ακριβές, τους έβρισκε όλους κάθε απόγεμα να εκστασιάζονται με τα κόλπα αυτής της μπάλας μέσα στο terrain. Ήξερες δεν ήξερες, δεν είχε σημασία. Αν έπαιζες, σε παίζανε. Ανήκες σε μια κλίκα, σε μια παρέα. Αλλιώς, στο περιθώριο.
Στην ίδια λογική στήθηκαν επίσημες ομάδες, συγκροτήθηκαν ακαδημίες, και οι ντελάληδες των σωματείων διαλαλούσαν το προϊόν τους σε κάθε γωνιά της μικρής μας πόλης! Όλα τα παιδάκια είχανε «γραφτεί στο μπάσκετ»! (μπλιαχ!) Αγοράκια και κοριτσάκια! Μόνο ένα απείχε! Ποιο άλλο? Ένα «πνεύμα αντιλογίας», μια «ανταρσία με σορτσάκια»!
Ο γυμναστής μου, λοιπόν, στο σχολείο επέμενε πως έπρεπε να «γραφτώ» κι εγώ. Η παραπάνω στιχομυθία ήταν το απαύγασμα του εγωισμού μου! Πώς να του εξηγούσα ότι εγώ, το χαμογελαστό παιδί του σχολείου, το παιδί της Crest, όπως με φώναζαν μικρή, το ανοιχτό, το κοινωνικό, το …το …το … είχα ένα βασικό βασικότατο πρόβλημα: Δεν μπορούσα τη ροή της μάζας!
Τουτέστιν: τα κοριτσάκια στην ηλικία μου είχανε όλα bibibo (η προπάτορας της Barbie), εγώ απεχθανόμουνα τις κούκλες κι αν «έπρεπε» να πάρω καμία εν είδει δώρου , διάλεγα την πιο χοντρή και άκρως αντίθετο μοντέλο της ανορεκτικής bibibo! Οι συμμαθήτριές μου στο σχολείο επέλεγαν να παίξουνε βόλεϋ στην ώρα της γυμναστικής, εγώ πήγαινα με τους συμμαθητές μου για ποδόσφαιρο! Η μόδα επίτασσε χαμηλοκάβαλο παντελόνι με καμπάνα, εγώ επέμενα στο ψηλοκάβαλο σωλήνα, φορούσαν όλοι τρακτεράκια, εγώ μπαλαρίνες! Οι φίλοι μου ντυνόντουσαν καρναβάλια και πηγαίνανε στα μασκέ πάρτι, εγώ έκοψα το σπορ του καρνάβαλου πολύ νωρίς, γιατί θεωρούσα ότι αυτά είναι βλακείες για μωρά, ωστόσο στα πάρτι πήγαινα αλλά δε με διασκέδαζαν και πολύ! Αργότερα οι νεόπλουτοι συμμαθητές μού έκαναν παρέες μεταξύ τους και πηγαίνανε για σκι συζητώντας για τις χιονοδρομικές επιδόσεις του Σαββατοκύριακου στην τάξη τη Δευτέρα το πρωί, εγώ αηδίαζα στο αφ’ υψηλού ύφος της ξιπασμένης και δήθεν «αριστοκρατίας» (ξανά μπλιαχ!) και αρνούμουνα να κάνω τη χάρη στον εαυτό μου να μάθει σκι, ένα τόσο ωραίο αλλά και ακριβό, τότε τουλάχιστον, άθλημα! Και όταν οι συμφοιτητές μου είχανε πάρει όλοι πια κινητό, εγώ επέμενα στη "συλλογή της τηλεκάρτας".
Αλλά με το μπάσκετ έγινε κάτι άλλο! Αποφάσισα να βάλω στην άκρη τους ψυχαναγκασμούς μου, να λάβω υπόψη τα «θέλω» μου (αφού κατά βάθος το ‘ξερα πως μου άρεσε) και να ακούσω τον γυμναστή μου με τον οποίο -μεταξύ μας- ήμουν και τσιμπημένη μαζί του!
Η πρώτη μέρα αλησμόνητη: παρέα με άλλα κορίτσια καθώς περνούσα την πύλη του σταδίου, ένιωθα όλα τα βλέμματα στραμμένα επάνω μου. Νόμιζα πως όλοι κοιτούσαν εμένα. Είχα τοποθετήσει μάλιστα  και συννεφάκια σαν αυτά των κινουμένων σχεδίων πάνω από τα κεφάλια όλων όσοι βρίσκονταν μπροστά στην πόρτα και τα γέμιζα με σκέψεις: «α κι αυτή όπως τα άλλα παιδάκια» , «κι αυτό το κοριτσάκι μπάσκετ?», «ε! Μόδα είναι, στο τέλος να δούμε πόσα θα μείνουνε! Ενθουσιασμός μωρέ!» και άλλα τέτοια που με κάνανε να αισθάνομαι πως δεν πάω να ενταχθώ σε μια ομάδα αλλά σε μία μάζα
Και ο καιρός πέρασε, η ομάδα μεγάλωσε, άλλες συνέχισαν άλλες τα παράτησαν. Στην αρχή δε μου άρεσε ιδιαίτερα, μετά αγάπησα τα κορίτσια, ερωτεύτηκα αγόρια από την ομάδα του ποδοσφαίρου, συμμετείχα σε αγώνες και έμαθα να προπονούμαι, να στερούμαι, να πειθαρχώ, να μοιράζομαι. Κατάλαβα τι είναι στόχος κι όταν ο προπονητής μου «φώναζε» έμαθα να κατεβάζω το κεφάλι όχι από δουλοπρέπεια αλλά από πειθαρχία, υπακοή και σεβασμό στον αρχηγό. Έμαθα τι σημαίνει συνεργασία, υποχώρηση, παραχώρηση και διαλλακτικότητα. Έκανα πράξη το σύνθημα «όλοι για έναν και ένας για όλους». Ένιωσα στο πετσί μου τι πάει να πει πόνος, κούραση, επιμονή και υπομονή και έζησα το όταν θες κάτι πολύ και προσπαθείς, το όνειρο γίνεται εφικτό. Αλλά και μάλωσα και με μαλώσανε και έκλαψα και υπάκουσα στο «όταν περνάω την πόρτα του γηπέδου, αφήνω τα προσωπικά μου προβλήματα με τη συναθλήτριά μου έξω από αυτήν». Και φυσικά γέλασα. Γέλασα πολύ… Έκανα φιλίες που διατηρώ ακόμα και μοιράστηκα μέρες, νύχτες, σαββατοκύριακα ολόκληρα μακριά από το σπίτι μου μαζί με την ομάδα. Έκανα την ομάδα οικογένειά μου και τον προπονητή πατέρα μου και κατάλαβα πως το «συν-ανήκειν» πρέπει να το κυνηγάς.
Η συμμετοχή μου σε άλλες ομάδες όπως στο χορευτικό, στον προσκοπισμό ή τον οδηγισμό, στους πολιτιστικούς συλλόγους, σε θεατρικές ομάδες συμπλήρωσε ό,τι είχε ξεκινήσει ο λαθεμένος και λανθάνων φόβος μου απέναντι όχι στην ομάδα του μπάσκετ αλλά στη μάζα που ακολουθούσε τυφλά το μπάσκετ. Αργότερα μετάνιωσα για όλα όσα στέρησα από τον εαυτό μου, επειδή θεωρούσα την ομαδ-ικότητα μαζ-ικότητα και κάθε ομαδο-ποίηση μαζο-ποίηση. Το αποτέλεσμα γνωστό: αγοράζω πια κούκλες μανιωδώς κι οτιδήποτε παιδικό (παλιμπαιδισμός σε όλο του το μεγαλείο) , είμαι fun του χαμηλοκάβαλου (για ευνόητους λόγους), ντύνομαι καρναβάλι και δεν το βρίσκω κακό να συμμετάσχω ακόμα και σε παρέλαση καρναβαλιστών!!! Και φυσικά ακόμα αναζητώ τρόπους να βρω πλέον χρόνο να μάθω σκι!!! Το ωραιότερο δε, το κινητό μου είναι αναπόσπαστο αξεσουάρ μου και το καταχρώμαι περισσότερο από τον καθένα!
Οι ψυχολόγοι θα σπεύσουν να υπογραμμίσουν το απωθημένο του πράγματος! Εγώ θα σπεύσω να καμουφλάρω τις αλλοτινές μου ανασφάλειες περί  θεωρίας «προβάτου», με την συγκάλυψη που μου δίνει απλόχερα η 31 ετών συνειδησιακή μου λειτουργία: τώρα το κάνω, ναι, αλλά δεν κινδυνεύουν να με πουν μικρή, χαζή και α-νόητη που πάω «όπου φυσάει ο άνεμος»! Τώρα ξέρουν ότι ξέρω το γιατί! Αυτό ήταν! Ήθελα ο κόσμος να με ξεχωρίζει απ’ τα άλλα, τα γνωστά! Και αναρωτιέμαι: μήπως δεν ήθελα να είμαι παιδί? Μήπως δεν ήθελα να με θεωρούν «παιδί»? Μήπως ήθελα να μην είμαι απλά σαν τα άλλα παιδιά?  
 Παρακολουθώ τη μόδα αλλά δεν την ακολουθώ πιστά! Ψαρεύω από αυτήν ό,τι μου ταιριάζει. Ψηφίζω κάποιον από αυτούς που διεκδικούν την ψήφο μου, αλλά όχι με κριτήρια που μου επιβάλλει το status! Διασκεδάζω με τα μέσα που μου προσφέρονται αλλά προσπαθώ να αποφύγω τους όρους διασκέδασης που μου επιβάλλουνε… και νομίζω ότι δεν ανήκω στη μάζα (Ψευδαίσθηση!)
Και αισθάνομαι πως δεν έχασα τίποτα από την παιδικότητα μου… ίσως γιατί αυτό με παρηγορεί, ίσως γιατί δεν μπορώ να με δω παρά με τα δικά μου μάτια. (Ωραία ωστόσο αίσθηση!)
Το γήπεδο παραμένει το δεύτερο σπίτι μου. Δεν το αλλάζω εδώ και 25 χρόνια… Κάθε απόγεμα με περιμένει και με προϋπαντεί. Με καλοδέχεται και με αγαπά! Κι αν κάποια μέρα δε φανώ, ανησυχεί και με ρωτά: γιατί δε φάνηκες εχθές, σου έχει κάτι συμβεί? κι όταν του πω «όλα καλά» μου χαμογελά γλυκά!
Μα τώρα είμαι μόνη! Στο γήπεδο δεν τρέχω με τα κορίτσια αλλά με απλούς ομοϊδεάτες της «καλής συνήθειας», παρέα εγώ κι η μοναξιά μου, τρέχοντας ξωπίσω μου οι σκέψεις μου, τρομάζοντάς με οι βλέψεις μου και τα οράματά μου!!!
(Συνεχίζεται… σας το υπόσχομαι)


Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 2010

ΠΟΝΤΙΚΟπαγίδα!


                Πόσες  φορές σου ‘χει τύχει να θες να σταματήσεις το ΚΛΙΚ αλλά να μην μπορείς? Να ξαναγυρίσεις στις παλιές σου συνήθειες? να ανοίξεις ένα βιβλίο? να διαβάσεις? να φυλλομετρήσεις και να  μυρίσεις ένα τετράδιο? να γλιστρήσεις πάνω στα φύλλα του με την πένα σου? «Έχεις το νου σου» αλλά από την άλλη πάλι αισθάνεσαι πως κάποιος «σου τον πήρε». Δεν το κάνεις, δεν ξεκουνιέσαι πίσω από την οθόνη: το φυλλομέτρημα εκτοπίστηκε από τα ΚΛΙΚ του ποντικιού , το πληκτρολόγιο εξοβέλισε την πένα, η ταχύτητα ακύρωσε το χρονοβόρο διάβασμα, ενώ η αμεσότητα (?) του άλλου, αυτού του άλλου που Βρίσκεται απέναντι από σένα, πάνω στην οθόνη σου ως avatar και πίσω από το δικό του pc, έβαλε την αλληλογραφία με τα γραμματόσημα μέσω ΕΛΤΑ στο ντουλάπι (πάει και η συλλογή γραμματοσήμων πια!). Τι δύναμη?
        Η δύναμη των Μέσων! Παντοκρατορία και Κυριαρχία! Και συ ανήμπορος κάθεσαι μπροστά στο pc σου, με το ποντίκι στο χέρι, με το μάτι στην οθόνη, με το μυαλό στους διαδικτυακούς διαδρόμους κάνοντας ΚΛΙΚ ανά δευτερόλεπτο προκειμένου να μη σου ξεφύγει καμία πληροφορία, να γραπώσεις κάθε νέο, να καταπιείς κάθε είδηση από τα δίκτυα όπου είσαι συνδεμένος. Όμως δεν το ‘χεις καταλάβει πως τα «δίκτυα» γίναν «δίχτυα» που σε έπιασαν και σε έμπλεξαν  σε έναν κυκεώνα ειδήσεων, πληροφοριών ενίοτε άχρηστων, εύπεπτων που δε θα προλάβεις να αφομοιώσεις ποτέ. Έπιασαν εσένα που περνιέσαι για έξυπνος και θέλεις να θεωρείσαι μορφωμένος της εποχής. Που εκτός από ξύπνιος, θέλεις να λέγεσαι in αλλά δεν κατάλαβες πως βρέθηκες εγκλωβισμένος σ’ αυτά που πρέπει να ακολουθήσεις, σε όσα σου επιβάλλουν να παρακολουθήσεις, σε όσα σε αναγκάζουν να ενημερώνεσαι ακόμα κι όταν εξαγριώνεσαι, ακόμα κι όταν αρνείσαι να μάθεις το παρελθόν και το παρόν της κάθε tv-persona!!!(όρος κι αυτός!).
        Ευτυχώς κάποιοι αντιστέκονται! Επειδή είναι ανεπίδεκτοι μαθήσεως ή από θέση? Καταχρηστικά ή εκ πεποιθήσεως δεν έχει και σημασία πολλή. Αρνούνται ή αδυνατούν να δεχτούν την τεχνολογία και  προσπαθούν να διασώσουν ένα υπό εξαφάνιση είδος ενημέρωσης, το «ξεφύλλισμα της κυριακάτικης εφημερίδας». Άλλωστε και η λογική της εφημερίδας, στο στήσιμό της, στη σύνταξή της, στη διάδοσή της είναι ίδια με αυτή των άλλων μέσων: Άλλοι επέλεξαν για ποιο πράγμα θα ενημερωθείς σήμερα. «Το παιχνίδι είναι σικέ» και δυστυχώς αυτό το moto δεν είναι ποτέ ντεμοντέ!
        Γραφικοί φαντάζουν πια και όσοι δεν έχουν κινητό ή μια ηλεκτρονική ατζέντα, ένα i-pod, ένα i-pad, ένα i-phone, ένα mp3 player, ένα stick-άκι ένα gatzet-άκι τέλος πάντων! Τα πάντα σου επιβάλλουν να πατάς πλήκτρα. Να είσαι ρε παιδί μου -πώς το λένε?- Πληκτρόπληκτος, αν θες να θεωρείσαι προοδόπληκτος! Και εν πάση περιπτώσει το στυλό και το μπλοκάκι τι το θες? Δε σου χρειάζεται πια! Έχεις πάνω σου το κινητό σου που έχει σημειωματάριο, ημερολόγιο, υπενθύμιση, ξυπνητήρι, μουσική, πλοήγηση, τηλεφωνικό κατάλογο και όλα εκείνα για όσα θα χρειαζόσουνα μια τεράστια γυναικεία τσάντα (από αυτές που είναι τώρα της μοδός) για να βάλεις μέσα ό,τι έχεις στη βιβλιοθήκη, στο κομοδίνο, στο γραφείο και στο συρτάρι της «κουτσομπόλας», όπως χαρακτηριστικά λέγανε το επιπλάκι του σταθερού τηλεφώνου…
        Ίσως κάποτε να ήτανε πολύ περίεργος ο ήχος που ακούγονταν από τα πρώτα κινητά που χτυπούσαν στο διπλανό τραπεζάκι ενός γιάπη. Γυρνούσαμε το κεφάλι ωσάν στους επισήμους της παρέλασης και «υποκλινόμασταν» σ’ αυτό το νέο «μαραφέτι» που συνυποδήλωνε ένα κάποιο κύρος. Ωστόσο κι ευτυχώς όμως για κάποιους,  με περισσό prestige γεμίζει και ο γραβατοφορεμένος μετά τον κυριακάτικο εκκλησιασμό κυριούλης που πίνει έναν ελληνικότατο «γλυκύ βραστό και όχι» στην πλατεία της πόλης ξεφυλλίζοντας την κυριακάτικη φυλλάδα του, περνώντας βιαστικά και φευγαλέα τους ευφάνταστους τίτλους, ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά στις φωτογραφίες και τις λεζάντες που τις πλαισιώνουν, διαβάζοντας εν τάχει τους προλόγους των άρθρων, διαγωνίως τις επιφυλλίδες, με ενδιαφέρον τα ευπώλητα βιβλία, αδιαφόρως τα κοινωνικά, ακροθιγώς τις αγγελίες, απεχθώς τα πολιτικά, εν θερμώ τα αθλητικά και βαρετώς αλλά και «βαρέως» τα οικονομικά! (Αναλόγως το εκπαιδευτικό υπόβαθρο του αναγνώστη, άλλαξε παρακαλώ τα επιρρήματα για κάθε είδους στήλη!). Εν κατακλείδι, η εφημερίς είναι αλλιώς! Αποτελεί είδος υπό εξαφάνισιν το φλερτάρισμα μαζί της! Είναι αντικέ, είναι passé, είναι κουλτουρέ και σε λίγο θα φιγουράρει δίπλα σε άλλα «πάλαι ποτέ»… Την κρατούν στο προσκήνιο τεχνάσματα και δολώματα, «καροτάκια», φιλοδωρήματα και προσφορές, προσπάθειες όμως μάλλον ατελέσφορες!
        Σας αφήνω τώρα γιατί είναι Κυριακή! Η εκκλησία σχόλασε και τρέχω να προλάβω την ‘εφημερίδα μου ΜΕ»… όπως χαρακτηριστικά λέγεται στη γλώσσα των περιπτεράδων, σε αντιδιαστολή με το «εφημερίδα ΧΩΡΙΣ». Δίνουνε δώρο ένα ενδιαφέρον dvd ποροοριζόμενο για το pc μου: ανυπομονώ να γυρίσω σπίτι, να πατήσω το κομβίον, να βγει η θήκη, να τοποθετήσω το δισκίο, να το κλείσω και στη συνέχεια να κάνω διπλό δεξί ΚΛΙΚ με το ΠΟΝΤΙΚΙ! Τι θα έχει άραγε?
Εμπρός στο δρόμο που χάραξε η φάκα! Εμπρός στο δρόμο της Ποντικο-παγίδας!!!