Όταν πριν από χρόνια διάβαζα τη
θεωρία του Fallmerayer σχετικά με τους Έλληνες τη βρήκα υπερβολική, προσβλητική και φυσικά, όπως
όλοι, ανθελληνική! Στην πορεία προσπάθησα να αποστασιοποιηθώ, να μάθω, να
διαβάσω, να ωριμάσω μέσα από τη μελέτη για να καταλήξω πως και χωρίς να τα κάνω
όλα αυτά, τα χρόνια που μεγάλωσα μου θύμιζαν και μου αποδείκνυαν κατά καιρούς
πως το όμογλωσσο που μαζί με το ομόαιμο και το ομόθρησκο ήθελαν κατά Ηρόδοτο να
συνέχουνε «και» το γένος μου, χανότανε σε μία κατάσταση multi-culti στο μακεδονικό χωριό μου!
Έτσι, θυμάμαι τη γιαγιά μου τη βλάχα τα
πρωινά σαν έρχονταν η γειτόνισσα για καφέ να τη ρωτάει «Τσι φάτσι τσαλ Πέτρου?»
κι εκείνη να απαντάει στα βλάχικα επίσης «Γκίνι τσαλ Χίλιου». Από τη γιαγιά μου
πάλι στα Γρεβενά έχω επίσης αναμνήσεις διόλου ξεθωριασμένες: Σαν μας έβλεπε να
κάνουμε καμιά ζημιά με τον αδερφό μου μας φώναζε «Προυπάσκα μι τα προυπάσκα
σας! Σκιώρματα!» κι εμείς γουρλώναμε όλο απορία τα ματάκια μας χωρίς να ξέρουμε
τι είναι μήτε τα «προυπάσκα» μήτε τα «σκιώρματα», αλλά δε χρειαζότανε και
διδακτορική διατριβή στη διαλεκτολογία για να αντιληφθείς από τα εξωγλωσσικά και
παραγλωσσικά στοιχεία πως έπρεπε απλά να το βάλουμε στα πόδια και να
διακτινιστούμε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα για να μην ακούγεται εκείνο το
ισοπεδωτικό «Τσιφτιλίθκα!». Η ανεξίτηλή μου μνήμη θέλει να θυμάται ακόμα μία
θεια του μπαμπά, θρακιώτισσα αυτή τη φορά, στην οποία όποτε πήγαινα, την έβλεπα
να φοράει πάντα «ντ’ μπρουστουμούνα τς» γιατί
έκανε «δ’λειές»! Τέλος, η θεία Στάσα, μία άλλη θεια, γνήσια Σμυρνιά, και σαν μετενσάρκωση της Λωξάντρας, αφού ο κατεξοχήν αγαπημένος
της χώρος ήτανε η κουζίνα, μου έλεγε μόλις με έβλεπε στην αυλή: «Στέκα! να ΣΕ
φτιάξω λουκουμάδες! Γιά πασπάτες? Τι θες?»
Επιστρέφοντας στο παρόν, που
είναι ο αντίποδας της μνήμης, δλδ η
ζήση, έχω να καταθέσω ότι ο γλυκύτατος και κατά τα άλλα ήρεμος μπαμπάς μου μόλις
προχθές ήτανε που, αφού εγώ, το σπλάχνο του, του έσπασα λίγο τα νεύρα με τη
μουρμούρα μου, γύρισε και μου είπε ένα ξεσυγυρισμένο «κι τι τσλιάτναμ!!!»,
οπότε και έβγαλα απλά το σκασμό ώστε τελικά η συνεργασία μας να υπάρξει εις το
εξής αγαστή! Για να μη μιλήσω για μένα την ίδια που αν με ακούσει κανείς
γνωστός μου πώς μιλάω όταν υπάγω στο χωριό μου ή όταν μιλάω στη φίλη μου τη
μουρ-Λέγκω θα πει πως μάλλον δεν με ξέρει γιατί δεν θα με αναγνωρίζει γλωσσικά!
Συμπερασματικά και αδιαμφισβήτητα, γενικά
και ειδικά μπορούμε να πούμε ότι εγώ είμαι και ήμουνα ένα παιδί που από μικρό γύριζα
από θεια σε γιαγιά και τούμπαλιν, όπως μπορεί εύστοχα να καταλάβει κανείς, κι
αυτό μπορεί να σημαίνει πως α. είμαι γέννημα-θρέμμα παιδί του χωριού, β. αγαπάω
τις γιαγιάδες γιατί λατρεύω τη σοφία τους και γ. υποκλίνομαι στον αυθορμητισμό και τον παλμό
της γλώσσας τους!
Αυτό δεν ήτανε καθόλου αδιάφορο ως
προς τις μετέπειτα επιλογές μου. Καθορίστηκε ο χαρακτήρας μου, τα ενδιαφέροντά
μου και φυσικά οι σπουδές μου! Δεν ξέρω τι θα επέλεγα εάν είχα γεννηθεί απλά σε
ένα χωριό της Κρήτης ή έξω από την Άμφισσα ή έστω σε ένα νησί του Ιονίου. Ξέρω
πολύ καλά όμως πως και το χρόνο να γύριζα πίσω το μόνο που θα άλλαζα θα ήτανε
να αφουγκραστώ πολύ καλύτερα όλες αυτές τις βαλκανικές διαλέκτους για να μάθω
να τις μιλάω όχι μονάχα παθητικά, αλλά και ενεργητικά. Και τότε θα γινόμουνα
πιο δραστήρια και δραστική στις σπουδές μου και ίσως πιο μάχιμη.
Κι αν μέχρι στιγμής έχω πάει σε
μερικές δεκάδες χωριά αναζητώντας με το κασετοφωνάκι και καταγράφοντας παππούδες
στα καφενεία, σε πλατανοσκέπαστες πλατείες ή γιαγιάδες γύρω από το τζάκι, τον
κήπο τους ή το μαντρί, κι αν μέχρι στιγμής έχω απομαγνητοφωνήσει άλλο τόσο
υλικό μέσα σε εργαστήρια ανάλυσης γλώσσας και διαλέκτων ακούγοντας ιστορίες
πονεμένες κάποιας άλλης εποχής ανθρώπων που μίλησαν στη γλώσσα της ψυχής τους,
σήμερα νιώθω πως ήτανε το ελάχιστο που θα μπορούσα να προσφέρω σε αυτόν τον κλάδο της επιστήμης μου
που λέγεται διαλεκτολογία.
Γιατί ναι, με πονούσε σαν άκουγα έναν
ανείπωτο ρατσισμό για «εμάς» εδώ ψηλά τους μεθόριους που δεν μιλάμε μόνο
ελληνικά. Γιατί ναι, με έτσουζε σαν περιγελούσανε τα ξαδέρφια μου από τα
Γρεβενά που όταν έρχονταν τα καλοκαίρια στο άλλο μου το χωριό δε λέγανε
«τρόμαξα», αλλά πολύ αυθόρμητα φωνάζανε «σκιάχτκα», κι ούτε κατάλαβα ποτέ γιατί
ο βλάχος είναι περισσότερο άξεστος από έναν Αθηναίο που δεν έχει τρόπους και
φωνάζει μυγιάγγιχτος και όντας στριμωγμένος σαν την παστή σαρδέλα μέσα στο
τρόλεϊ. Και δεν κατάλαβα επίσης για ποιον λόγο θα έπρεπε ένας λαός εδώ πάνω με
διόλου μικρότερο φρόνημα ελληνικό από έναν Πελοποννήσιο, μα ίσα-ίσα πιο
ενισχυμένο, να ορκίζεται μαζικά με
άλλους ότι θα ξεχάσει εν μία νυκτί τη
γλώσσα της καρδιάς του, των τραγουδιών και των εθίμων του, τη γλώσσα των
παππούδων του και της ιστορίας του για να αποδείξει ότι είναι πιο Έλληνας. Ποτέ
δεν κατάλαβα γιατί μαίνονται ακόμα λάβρες συζητήσεις για τέτοια «λεπτά αλλά
αυτονόητα θέματα» και γιατί η ανόητη προπαγάνδα των βορείων γειτόνων μας
παντρεύτηκε με την πιο ανόητη ημιμάθεια τη δική μας και γέννησε ρατσιστικές απόψεις περί θεμάτων για τα οποία
δεν ακούσαμε κάποιοι ποτέ, δε ρωτήσαμε κανέναν να μάθουμε τίποτα, δε διαβάσαμε πουθενά
για όλα αυτά και κυρίως δεν θελήσαμε να ασχοληθούμε καθόλου!
Όλα αυτά τα «ποτέ δεν κατάλαβα...» παρέα
με το «τίποτε», το «πουθενά» και το «καθόλου» αποτέλεσαν μια πολύ καλή αιτία
και αφορμή να καθίσω να διαβάσω, να μαζέψω υλικό και να το μελετήσω. Και το
σπουδαιότερο να σπουδάσω ενδελεχώς και συστηματικώς για να «μάθω» να
αντιμετωπίζω, να υποστηρίζω και να μελετώ αυτήν την πανσπερμία των γλωσσών και
των διαλέκτων, αυτό το μωσαϊκό των ιδιωμάτων, να βάλω ένα μικρό λιθαράκι στην
αποθησαύρισή τους και να γυμνάζομαι να απαντώ σε κάθε ημιμαθή που δεν θέλει να
καταλάβει σε τι χρησιμεύουν όλα αυτά.
Και λέω να «μάθω» και όχι μάθω, γιατί είναι
υπό συζήτηση το τι μαθαίνει κανείς, πώς το μαθαίνει, γιατί το μαθαίνει και πώς
το υποστηρίζει ή το χρησιμοποιεί! Γιατί η μάθηση κρύβει παγίδες στην υπεράσπιση
των δικαιωμάτων μιας διαλέκτου να αναγνωριστεί ανάμεσα σε άλλες λιγότερο ή
περισσότερο αναγνωρισμένες, να συναγωνιστεί μια Κοινή με κύρος, έστω ενίοτε δήθεν
και εικονική, να επιβιώσει υπό τον ιμπεριαλισμό κοινωνιολέκτων που εισβάλουν
στα σαλόνια μέσω της τηλεόρασης και να διεκδικήσει μερίδιο στον πλούτο της
εθνικής μας γλώσσας. Και γιατί το να «μάθω» συνεπάγεται ότι αναγνωρίζω το λόγο
για τον οποίο κάτι δε λέγεται όπως στην Κοινή, αλλά λέγεται έτσι ώστε να
υπηρετεί κάποιον σκοπό.
Κι όμως, πολλοί ήτανε αυτοί που σαν
άκουγαν τι έκανα έσπευδαν να μου μιλήσουνε για τις «λέξεις» τις διαφορετικές
που έχουνε στο χωριό τους. Κι όμως πιο πολλοί είναι εκείνοι που καταλαβαίνουνε
αυτήν τη στιγμή τι σημαίνει να έχεις πολλές και διαφορετικές γλωσσικές
καταγωγές. Κι όμως, ακόμα περισσότεροι είναι εκείνοι των οποίων ο κόσμος τους
γλωσσοποιήθηκε σε ένα περιβάλλον ιδιωματικό με μία γιαγιά ή έναν παππού που δεν
έβγαλε άλλο πανεπιστήμιο πέρα από εκείνο της ζωής, όπως έλεγε ο αείμνηστος
Δάσκαλος, κι ωστόσο δεν έμειναν καθόλου πίσω σε σχέση με όσα διδάχτηκαν στο
σχολειό, αλλά ίσα-ίσα πλούτισαν τις εμπειρίες τους, έμαθαν πάμπολλα για τις
σκέψεις των απλών ανθρώπων, τις έκαναν δικές τους και βρέθηκαν πιο πλούσιοι
γλωσσικά -και όχι μόνο!- σε σχέση με αποστειρωμένους υποστηρικτές της
μεγαλορρημοσύνης!
Κι όμως, κι εσύ που διαβάζεις τώρα θυμάσαι
κάτι από τους παππούδες σου σε κάποιο χωριό χαμένο στο χάρτη. Κι όμως, αναρωτιέμαι
γιατί πολλοί ακόμα δεν ένιωσαν ή δε διάβασαν σπουδαίους λογοτέχνες σαν τον Μυτιληνιό
-κατά τα άλλα- Στρατή Μυριβήλη που περιέγραψε
τόσο ζωντανά και παραστατικά σε ένα αντιπολεμικό έργο αυτήν τη γνήσια εμπειρία,
κι εμείς «σκοτωνόμαστε» δήθεν για να λάμψει η αλήθεια:
“Είναι μια βδομάδα τώρα που η ζωή μου κυλά σαν μια κορδέλα νερό ανάμεσα
στη χλόη. Νιώθω μέρα με τη μέρα πιο δυνατή τη σώψυχη ανάγκη να συναγρικηθώ με
την πρωτόγονη ψυχή των ανθρώπων που με φιλοξενούν. Αυτό μ’ έκανε από την πρώτη κιόλας
μέρα να βαλθώ πεισμωμένα να μπω μέσα στο νόημα του γλωσσικού ιδιώματος.
Έκανα ένα γλωσσάριο που το πλουτίζω, το συμπληρώνω μέρα με τη μέρα.
Μιλάνε μια γλώσσα που ‘ναι παρακλάδι σλαβικό, με πολλά τούρκικα και ρωμαίικα
στοιχεία. Η αντρίκεια της φτογγολογία μού δίνει ένα τονωτικό συναίσθημα. Τα
φωνήεντα είναι σπάνια. Η μαλακιά θηλυκάδα τους πνίγεται σ’ ένα κατρακύλισμα από
φωνές αδρές και σκληρές. Σαν μιλάς ακούς
να δρομίζουν τον κατήφορο βότσαλα και χαλίκια στρογγυλεμένα στ’ ορμητικό ρέμα
του Δραγόρα. Μερικές λέξεις έχουν την παρθένα παραστατικότητα των πρωτογέννητων
γλωσσών, που δεν ήταν παρά ηχητική μίμηση των κρότων και των θορύβων της
ζωντανής ζωής. Για να πούνε πως το πουλί «πέταξε», λένε «π’ρρλιτς». Σε καμιά
γλώσσα δεν άκουσα τόσο αληθινό το πέταγμα ενός πουλιού.
Στην σπουδή μου τούτη προχώρεσα κιόλας τόσο όσο χρειάζεται για να τους
κάμω να ξεκαρδίζονται στα γέλια σε κάθε φράση που ιδρώνω να συνταιριάξω. Φαίνεται πως τις πιο πολλές
φορές ξεφουρνίζω πολύ αστείες γλωσσικές γκάφες που οι μεγάλοι τις σχολιάζουν με
δυνατά χάχανα, ώσπου δακρύζουν από τα γέλια, ενώ τα κορίτσια κοκκινίζουν και
δαγκάνουνται. Όμως το σπουδαίο είναι που σχεδόν πάντα στο τέλος τα καταφέρνω να
μαντέψουν τις απλές ιδέες που πολεμώ να τους εκφράσω. Αυτό βέβαια δείχνει
περισσότερο την εξυπνάδα τους και την καπατσοσύνη πόχουν να διαιστάνουνται.
Φαντάσου όμως το πανηγύρι που γίνεται μ’ αυτό το μπέρδεμα, αφού το δικό μας το
«όχι» το προφέρουν «ναι»!”
Στρ. Μυριβήλης, Η Ζωή εν Τάφω, 1924