Τετάρτη 27 Μαρτίου 2013

Η Υστερία του Ελληνικού Έθνους


Τόσο ο Νικόλαος Πολίτης όσο και ο Στίλπων Κυριακίδης θεωρούσανε την αποτύπωση του δημοτικού τραγουδιού στο χαρτί «παρά φύσιν», το δε ρόλο του λειτουργικό κάποτε, συνυφασμένο με περιστάσεις της ζωής και την καθημερινότητα, αλλά και μέσο έκφρασης συναισθημάτων και σκέψεων. Λειτουργικό στις εκδηλώσεις άλλοτε της χαράς και άλλοτε της λύπης. Λειτουργικό στις ανησυχίες, τις δοξασίες και τις αξιώσεις. Λειτουργικό στην ανταλλαγή απόψεων, στην αποστολή μηνυμάτων, στην περιγραφή του ωραίου, στη στηλίτευση του άσχημου. Σήμερα, λένε οι μελετητές, κάποιοι το τοποθέτησαν σε ένα χειρουργικό τραπέζι όπου με νυστέρια λεπτά προσπαθούν να το τεμαχίσουν, να το αναλύσουν στα εξ ων συνετέθη και να περάσουν τα αποτελέσματα της τομής στα κιτάπια τραπεζών της γνώσης, τις λεγόμενες βιβλιοθήκες, συνήθως σε κάτι ψηλά της ράφια, από εκείνα που πιάνουν αράχνες, από εκείνα όπου η μούχλα βρίσκει την αγαπημένη της γωνιά με την πρώτη ευκαιρία, όταν αντιλαμβάνεται πως μόνο η λήθη επισκέπτεται τα διαβρωμένα φύλλα τέτοιων βιβλίων. Ας είναι όμως. Διότι ευτυχώς που κάποια μεράκια ανέλαβαν πρωτοβουλία και σκέφτηκαν, έστω κι έτσι, να παγώσουν τον ήχο, τον ρυθμό, το τραγούδι, για να ‘χουνε διάρκεια στο χρόνο. Σκέφτηκαν να τιμήσουν με αυτόν τον τρόπο το απλό, να υπηρετήσουν μια πτυχή της ιστορίας μιας και «...το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές που σιγά-σιγά βουλιάζει. Και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα στο πρόσωπό της...», όπως λέει επιτυχημένα ο Σεφέρης! Γι’ αυτό και αναζήτησαν την ουσία στην απλότητα που αποπνέουν αυτά τα λιτά σε περιγραφές, αλλά τόσο εύστοχα τραγούδια. Άλλωστε, εκλείψανε οι μαζώξεις και τα νυχτέρια, ο θερισμός και οι πανηγυρτζίδικοι γάμοι που τα γεννοβολούσαν.
Από την άλλη, οι εθνικές γιορτές δεν είναι παρά κι εκείνες με τη σειρά τους γραφικές και περιττές. Ποιος δάσκαλος να μάθει πια στα μαθητούδια πως «στη στεριά δε ζει το ψάρι, ούτ’ ανθός στην αμμουδιά..»? Οι γιορτές εθνικής παλιγγενεσίας είναι ντεμοντέ. Σε περίπτωση υποστήριξής τους κινδυνεύεις να θεωρηθείς ακροδεξιός. Το μότο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» άλλωστε μας το πρόλαβαν «άλλοι», το καπηλεύτηκαν για την ακρίβεια ορισμένοι που έχοντάς το ως όχημα μπόρεσαν να προπαγανδίσουν τις αξιώσεις τους. Ο ελληνικός κινηματογράφος με τις ταινίες των φουστανελάδων τέτοιες μέρες ξεπεράστηκε από σειρές ανθρώπων με σαρίκια στο κεφάλι. Είναι κι αυτή η παγκοσμιοποίηση φυσικά που το πρωί σε θέλει με σημαιάκια στην παρέλαση να «πανηγυρίζεις» την έναρξη της απελευθέρωσης από την τουρκική σκλαβιά, και το βράδυ να αγωνιάς τι θα γίνει στο νιοστό επεισόδιο της σειράς που παρήγαγε η γείτονος χώρα. Βέβαια κατά πολλούς πάλι, γιορτάζουμε το μεταξικό «ΟΧΙ», διότι το σχολείο με τους έωλους πλέον τρόπους γιορτής και την κακή διδασκαλία δεν κατάφερε ποτέ να διακρίνει με σαφήνεια τις δύο αυτές μέρες στο μυαλό του μαθητή.
Παγκοσμιοποίηση τη λένε? Ανύπαρκτη παιδεία είναι? Η ημιμάθεια μιας ταλαιπωρημένης από δήθεν μεταρρυθμίσεις γενιάς ευθύνεται?... Όπως και να ‘χει, το αποτέλεσμα θέλησε τις γιορτές να διαρκούν πια σε πολλά σχολεία ένα τέταρτο της ώρας, πολλούς μαθητές να προτιμούν την απουσία από τη γιορτή, περισσότερους πολίτες, ακόμη και δημοσιογράφους, να παρομοιάζουν με αφορμή την χθεσινή μέρα το «ΟΧΙ» του Μεταξά σε σχέση με την αντίσταση που θέλουμε να προβάλουμε στους ξένους «κατακτητές» (sic!)...Αχταρμάς... !!! Ίσως βέβαια και να μην έχει και πολλή σημασία. Άλλωστε ο κόσμος σήμερα ψάχνει για «νοήματα» και “resume” από αυτά που χωράνε σε δύο γραμμές για να γίνουν logo στο fb ή σε tweets… Η υπερανάλυση και το αφηγηματικό κοιμίζει...Ποιος να ακούσει τι ακριβώς συνέβη πριν χρόνια αυτή τη μέρα?
Όλα τα υπόλοιπα φαντάζουν γραφικά. Οι προσπάθειες ανθρώπων που προάγουν και προβάλλουν τον πολιτισμό είναι για τους λίγους, αλλά δυστυχώς όχι για τους λίγους που άρχουν, αλλά για τους «λίγους» που άρχονται. Μήτε τα τραγούδια αγαπιούνται, αφού δεν πλέκονται από ελληνικά λαρύγγια. Λείπουν και τα παλιά ανταμώματα.... εκείνα τα ανταμώματα με τα αδέρφια, με τα ξαδέρφια που παίζουν όλα στην αυλή. Δεν έχουνε εκείνο το κάτι! Εκείνες οι σκηνές και τα σκηνικά με το δημοτικό τραγούδι να σιγοψιθυρίζεται στο βάθος δεν υπάρχουν. Πολλές γιαγιάδες εκμοντερνίστηκαν. Περισσότερες δεν κράτησαν επαφές με το χωριό. Πιο πολλές δεν έμαθαν τα δημοτικά τραγούδια, γιατί δεν τους τα τραγούδησε κανείς. Άλλωστε το δημοτικό τραγούδι είναι κάτι που δεν μαθαίνεται παρά βιωματικά. Δε μεταδίδεται παρά με τη ζήση. Δεν μεταλαμπαδεύεται παρά με τη φλόγα, το κάψιμο που νιώθει η ψυχή όταν θέλει να απελευθερωθεί και να χορέψει και στις δύσκολες ακόμη ώρες του σαν τον Ζορμπά. Στις δύσκολες εκείνες ώρες που περνούσε ο Κλέφτης επάνω στα βουνά.
Αν η έρευνα θέλει το δημοτικό τραγούδι μουσειακό στοιχείο, νομίζω πως όσο ζούνε άνθρωποι που το βίωσαν στη λειτουργία του, όσο υπάρχουνε φωνές που  γνωρίζουν τα γυρίσματα, όσο επιβιώνουν άτομα που νιώσανε τον πόνο ενός μοιρολογιού, που αισθάνθηκαν το κρύο που νιώθει το ξενιτεμένο  αγαπημένο προσώπο, που θυμήθηκαν τα νανουρίσματα που τραγουδούσε η μάνα τους στο προσκεφάλι τους για να κοιμηθούν, τότε το τραγούδι αυτό το κατεβάζουμε από τη βιτρίνα, το κάνουμε μέρος ξανά της ζωής μας, αν όχι της καθημερινής, τότε της Κυριακής: πρωί με τον καφέ ή του Πάσχα στο χωριό.

Αν όμως... Αν...

 Γιατί σιγά τώρα μην είναι εποχές να μνημονεύουμε την Παρέν και το χωρίς διακοπή απαράμιλλο έργο της και την συνεισφορά της στο ρόλο της Ελληνίδας και στα δικαιώματά της! Σιγά μην ασχοληθούμε με το Π.Λ.Ι. στο ιστορικό  Ανάπλι και τη συμβολή του στην πορεία της Ελλάδας! Ώρα είναι να μας πει κανείς πως πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη και τον  Ρίτσαρντ Ρόρτι που υποστήριζε με σθένος ότι «ένας λαός γράφει την Ιστορία του όχι για να αφηγηθεί όσα του συνέβησαν στο παρελθόν, αλλά πρωτίστως για να σφυρηλατήσει την αυτογνωσία και την ηθική ταυτότητα που του χρειάζονται για να χτίσει το μέλλον του»...
Βλακείες!

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

Απολογία Δολο-φωνή-ας

Κυκλοφορώ με ένα κόκκινο στυλό. Περιφέρομαι από το γραφείο στην κουζίνα με το μελάνι της σουπιάς στα χέρια. Το χαράζω πάνω σε κόλλες λευκές, μουτζουρωμένες, πάω να φτιάξω καφέ και εναποθέτω το όπλο του θαλάσσιου μαλακίου δίπλα στον πάγκο! Εκεί, για να μην ξεχνώ ποτέ ποια είναι η δουλειά μου! Αφήνω τα ίχνη του σε προσπάθειες άκαρπες, μυαλών που πετάνε ή που ορμάνε, μυαλών που δυσανασχετούν να χωρέσουν την ύπαρξή τους και τη φαιά ουσία τους σε πέντε αδιάφορες αράδες μιας κόλλας αναφοράς. Άλλοτε διαγράφω την ουσία και αφήνω ό,τι φαιό υπάρχει. Άλλοτε διαγράφω το φαιό, μπας και λάμψει από μόνη της η ουσία! ΝΟΜΙΖΩ πως μιλάει ασυνάρτητα κι άλλοτε τη βρίσκω φλύαρη. Προτιμώ την ανυπαρξία της πού και πού. Τα χέρια μου, όπως εκείνα του δολοφόνου, βουτηγμένα στο κόκκινο μελάνι, όπως εκεινού στο αίμα, μόλις σκότωσαν ιδέες έστω και στείρες, έστω και λειψές.
Χα! Προτιμώ τη σιωπή. Μην πεις, μη μιλήσεις, μην ξεστομίσεις σκέψεις κουτσές, μισές, ανολοκλήρωτες, σκέψεις με ειδικές ανάγκες. Εδώ, στο κατάστημά μου, μου είπανε πως πρέπει να  πουλάω το υγιές, το ολοκληρωμένο, το αφράτο και το του αναγεννησιακού ιδεώδους ιδεατό. Το τροφαντό, το γεμάτο, το μεστό από νοήματα και ιδέες, από φωνές που έχουνε πολλά και σπουδαία να πουν. Αν καταθέσεις κάτι λιγότερο, κάτι αποστεωμένο, κάτι λιποβαρές θα σε αποκλείσω. Θα κάνω μια «χρατς!!!» και θα σε διαγράψω. Θα τραβήξω μια γραμμή, για να σε προκαλέσω να την υπερβείς, να υπάγεις παρακάτω. Μα το στυλό είναι παράλληλα και μυτερό και ενίοτε χαράσσει, αφήνει ίχνη, γρατσουνιές ανίατες στο χρόνο. Πληγώνει μυαλά, χαλάει καρδιές, προκαλεί συνοφρυώσεις πάνω από τα μάτια, θαλασσοταραχές και καταιγίδες μέσα στα μάτια. Και όχι. Δε μου φτάνει το στυλό στο χέρι. Έχω κι άλλο, μέσα στο στόμα. Μαλλιάζει. Κόκαλα δεν έχει μα κόκαλα τσακίζει. Λύνεται, δένεται, πάει ροδάνι, στάζει φαρμάκι... Mea culpa! Δεν το θέλω. Δεν το κάνω φύσει, μα θέσει. Μα η θέση μου, πολλές φορές καθορίζει τη φύση μου. Και εκφυλίζεται η πρόθεση, ξεφτιλίζεται η διόρθωση.
Κουσούρι το λένε. Κι είναι το κατεξοχήν ίδιον του δασκάλου. Στην αρχή του το παρουσιάζουνε ως δουλειά του: να διορθώνει-να πνίγει φωνές. Μετά του το τονίζουν ως υποχρέωσή του. Στη συνέχεια εκείνος το εκλαμβάνει ως δικαίωμα. Και τέλος, το λούζεται ως καταδίκη.
Αθώος ή Ένοχος?

Τετάρτη 13 Μαρτίου 2013

Εγώ-κερως!



Της το ‘χα πει πολλές φορές. Να πω πως δεν της το ‘πα? Μια ζωή με έπαιρνε τηλέφωνο μουντζοκλαίγοντας και μου ζητούσε βοήθεια, να τη βγάλω από τα διλήμματα, να τη βοηθήσω να αποφασίσει. Ποιος? Εγώ. Εγώ που γίνομαι χειρότερη όχι από εκείνη, αλλά και από τον ανανά που κάποια στιγμή καλείται να πάρει πρωτοβουλία.
Πρέπει να αποφασίσει λέει, να ζυγιάσει τα πράγματα και να πάρει αποφάσεις. Και ξέρουμε πως η ζυγαριά γέρνει πάντα από τη μια πλευρά. Δε μένει ισορροπημένη παρά μόνο όταν δεν έχεις να ζυγίσεις. Είναι από εκείνα τα όργανα που για να κάνουν σωστά τη δουλειά τους θέλουν έναν εμποράκο τίμιο. Να μη βάζει πέτρες κάτω από το καθαρό βάρος. Να μην κλέβει δλδ στο ζύγι. Και η Θέμις έκανε το ίδιο. Ζύγιζε τις υποθέσεις. Όχι με το μάτι. Το έτυμο του ονόματός της δηλώνει αυτό που έχει τεθεί, εν ολίγοις αυτό που υπάρχει και ισχύει. Αλλά εάν δεν ισχύει? Εάν υπάρχει άυλο ως σκέψη, ως έννοια, ως πιθανότητα? Οι επιλογές είναι επιλογές! Προσωπικές και εξ ορισμού υποκειμενικές. Πάντα θα βρίσκεσαι ανάμεσα σε διλήμματα, τριλήμματα και πολυλήμματα, όταν πρέπει να αποφασίσεις.
Θα είσαι σαν τον Πάρη. Θα πρέπει να βρεις ποια είναι η καλλίστη. Πάντα θα κουβαλάς μιαν Αντιγόνη: υπάκουσε στον νόμο ή στην ηθική? Πάντα θα ισορροπείς ανάμεσα στον έρωτα και τη λογική, την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, το βουνό και τη θάλασσα, το σίγουρο, αλλά γνωστά προβληματικό, και το αβέβαιο, αλλά προκλητικά άγνωστο και εξερευνήσιμο! Πάντα!
Ανατρέχοντας στο παλιό γνωστό εκείνο σκονισμένο και σχισμένο από την πολυχρησία βιβλίο της λογικής σκοντάφτω τον εξής ορισμό:

Δίλημμα (τρίλημμα ἢ πολύλημμα) καλοῦμεν ἰδιαιτέραν τινὰ
μορφὴν μεικτοῦ ὑποθετικοῦ συλλογισμοῦ, ὡς ὁ ἑξῆς:
Ἐὰν ὁ Λεωνίδας ἦτο ἀνάξιος τῆς πατρίδος, ἢ θὰ ἔφευγεν
ἢ θὰ ἐσυνθηκολόγει, ἄλλ’ οὔτε ἔφυγεν οὔτε ἐσυνθηκολόγησε
ἄρα δὲν ἦτο ἀνάξιος τῆς πατρίδος

όπερ μεθερμηνευόμενον νεοελληνιστί σημαίνει το εξής απλό:
τον συνδυασμό υποθετικού και διαζευκτικού συλλογισμού, στον οποίο η μείζων προκείμενη υποθετική πρόταση περιέχει στο δεύτερο μέλος της διάζευξη με δύο αντίθετες έννοιες, που απορρίπτονται στην ελάσσονα προκείμενη με αναγκαίο συμπέρασμα να απορρίπτεται και το πρώτο μέλος της μείζονος προκείμενης. Κατανοητό?
Αυτό περιγράφεται από το γνωστό παλιό βιβλίο της Λογικής ως «δίλημμα». Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι γιατί το δίλημμα πρέπει να ορίζεται μόνο βάσει λογικής! Το συναίσθημα δεν ορίζει τα διλήμματα? Η ηθική? Το μεγαλύτερο δίλημμα δεν προκύπτει ανάμεσα σε αυτό που υπαγορεύει η λογική και σε αυτό που απαγορεύει το συναίσθημα, ενίοτε δε και αντιστρόφως? Για του λόγου το αληθές ξέρω πολλούς ανθρώπους που σκέφτονται με την καρδιά και αισθάνονται με το μυαλό...
Τελικά...Όχι! Μάλλον δεν μπορώ να τη βοηθήσω. Είναι γεγονός ότι αδυνατώ να δώσω συμβουλές, εγώ, μια άβουλη, μια οντότητα με ασθενική πρωτοβουλία σε σοβαρά ζητήματα! Πάντα φοβόμουνα τα ρίσκα. Πάντα έψαχνα να πιαστώ από δεδομένα, αποδεδειγμένα στον χρόνο, στις δυσκολίες, στις αντοχές. Πάντα έστηνα στον τοίχο το συναίσθημα να το πυροβολήσω, μα πάντα λάκιζα την τελευταία στιγμή. Το άγνωστο με φόβιζε την ίδια στιγμή που με προκαλούσε, το γνωστό με κούραζε την ίδια στιγμή που το αγαπούσα και το έσφιγγα, το έσφιγγα βαθιά στην αγκαλιά μου, όπως το πεντάχρονο κοριτσάκι την μοναδική πολυκαιρισμένη και με κουρέλια παλιά του, αλλά αγαπημένη κούκλα. Καλά με κοροϊδεύει ο φίλος μου ο Κωστάκης: «Παλιοαιγόκερε! Γελάς να δείξεις ότι είσαι δυνατός, αλλά θα πας στο σπίτι σου και μόλις κλείσεις την πόρτα πίσω σου θα κλαις! Αλλά, περήφανος, θες πάντα να δείχνεις πως διοικείσαι από τη λογική!»
Με τι μούτρα, λοιπόν, εγώ να της δώσω συμβουλή? Το μόνο που ξέρω είναι η σιγουριά που σου δίνουν ορισμένες επιλογές. Που ακόμη κι αν τις επιλέξεις, ακόμη κι αν κάνεις λάθος, ίσως -λέω ΙΣΩΣ!- σε πληγώσουν λιγότερο. Γιατί μάλλον αυτό είναι το ζητούμενο. Η μικρότερη πληγή. Για τον απλούστατο λόγο ότι:
«Τα χτυπήματα που πονάνε δεν είναι τα πιο δυνατά, αλλά τα αναπάντεχα!»

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2013

Η δε γυνή... αλλά και ο μεν ανήρ...

Το πρόβλημα, λέει μία πολύ καλή μου φίλη, είναι ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΟ! Είναι έτσι, ρε  παιδί μου, από τη φύση τους. Ελάχιστες εξαιρέσεις λόγω θέσης τους αναγκάζουν να υπερβούν τον εαυτό τους -όχι όμως τις απαιτήσεις της ζωής- και να δείχνουν λιγάκι διαφορετικοί. Να δείχνουν όμως. Όχι να είναι! Για παράδειγμα, στο σπίτι μας καταλαβαίνεις ποιος πήγε σούπερ μάρκετ την εβδομάδα που μας πέρασε. Όλες οι συσκευασίες των προϊόντων είναι γίγας! Άρα? Ο μπαμπάς! Αντίστοιχα, στης φίλης μου της Άννας το σπίτι, όταν βλέπεις διπλές και τριπλές συσκευασίες καταλαβαίνεις ότι πήγε ο άντρας της. Γιατί? Για να μην τους ξαναστείλεις σύντομα. Τις προάλλες η θεία μου έστειλε τον θείο μου να αγοράσει μικρές σουπιές να τις μαγειρέψει κι αντ’ αυτών της έφερε μία σουπιά από δω μέχρι απέναντι με τόσο μελάνι που περίσσευε, λέει, και για τον εκτυπωτή να βγάλει καμιά 300αριά φωτοτυπίες.... Όλες οι παραπάνω περιπτώσεις απόδειξη του: α. να μη με ξαναστείλεις σύντομα για ψώνια β. μου μιλάς, μου εξηγείς, αλλά δεν πολυκαταλαβαίνω τον λόγο για τον οποίο πρέπει να σε ακούσω γ. λεφτά υπάρχουν. Εγώ τα φέρνω στο σπίτι. δ. ε όχι! δε φτάνει το μυαλό μου πού θα τα βολέψεις. Αν δεν έχεις χώρο στα ράφια, βάλ’ τα στο πάτωμα...
Ρατσίστρια όχι, δεν είμαι. Οι σεξισμοί ως εκ τούτου δε μου ταιριάζουν. Στους άντρες πιστεύω. Ωραίο φύλο είναι. Καλά που υπάρχουνε να ομορφαίνουνε τη ζωή μας. Υπάρχει νόημα. Υπάρχει παιχνίδι. Υπάρχει ενδιαφέρον. Όμως... Θα διαφωνήσω με τον Θεό. Ή με τον κάθε θεό, μ’ αυτόν τέλος πάντων που θεωρεί τον άντρα ΙΣΧΥΡΟ φύλο... Διότι αναρωτιέμαι «Από πού κι ως πού?». Ισχυρό σε τι? Σε δύναμη μυϊκή? Οκ! Του το δίνω! Αλλά για εποχές caveman. Τότε ίσως και να είχε σημασία: «Άντρας κυνηγάει, γυναίκα συλλέγει». Τη σήμερον, σας παρακαλώ πείτε μου, για ποια δύναμη μιλάμε? Που και τη μυϊκή να μην διέθετε, όλα μια χαρά μοναχές μας, με τη βοήθεια του θεού και της τεχνολογίας τα καταφέρνουμε. Και τα βαζάκια ανοίγουμε, που λέει ο λόγος. Στη μηχανολογία? Οκ! Στο καζανάκι του μπάνιου που χάλασε? Στη ρόδα του αυτοκινήτου που ξεφούσκωσε? Καλέ εδώ η γυναίκα φέρνει βόλτα ένα σπίτι από μόνο του, θα δυσκολευτεί να αλλάξει λάστιχο στο αυτοκίνητο? Το μόνο που θα φοβηθεί είναι μη σπάσει κανα νύχι.
 Όχι δεν ισοπεδώνω, αλλά ώρες-ώρες απορώ με τα πιο απλά πράγματα: γιατί να μην μπορεί κανείς να συνδυάσει κινήσεις, να συνταιριάξει σκέψεις, να επεξεργαστεί ρε παιδί μου δεδομένα και να βγάλει στο λεπτό αποφάσεις, να διαχειριστεί κρίσεις, να καταστρώσει σχέδιο επί χάρτου και να το εφαρμόσει, να υπάρξει πανικός και να τον εξοντώσει.
Δουλειά, δουλειά, δουλειά. Μόνο δουλειά-σπίτι-δουλειά. Ορισμένοι δουλεύουν και υπέρ το δέον. Κι όταν γυρίζουνε στο σπίτι πρέπει να αράξουνε να ξεκουραστούνε. Να αράξουνε μπροστά σε μία τηλεόραση. Να καθίσουνε ξάπλα και να ταβανοσκοπήσουνε. Να τους πάρει ο ύπνος έστω και με τα ρούχα. Αυτές είναι αντοχές?
 Και όλα τα υπόλοιπα μέσα σε ένα σπίτι πώς γίνονται? Ποιος το συμμαζεύει? Τα ρούχα ποιος τα πλένει και ποιος τα σιδερώνει? Το φαγητό ποιος το μαγειρεύει, τα παιδιά ποιος τα διαβάζει, τα λουλούδια ποιος τα ποτίζει, τους λογαριασμούς ποιος τους τακτοποιεί, τα κρεβάτια ποιος τα στρώνει, τα σεντόνια ποιος τα αερίζει, τα ψώνια ποιος τα τακτοποιεί, τα χαλιά ποιος τα απλώνει, τη διακόσμηση ποιος τη φροντίζει, το σπίτι ποιος το ορίζει, ποιος το διοικεί, ποιος το φέρνει βόλτα τέλος πάντων? Όχι! Απαντήσεις μεμονωμένες στα ως άνω περιστατικά δε γίνονται δεκτές. Μιλούμε για ικανότητα συνδυαστική που συνδέεται με κέντρο λήψης αποφάσεων στον εγκέφαλο και βρίσκεται σε εκείνο το κεφάλι που έχει μέσα κάτι χρήσιμο προς επιβίωση και όχι απλή διαιώνιση... Θου, Κύριε!
Και να το πάω πιο πέρα: Η γυναίκα είναι φύσει και θέσει multitask. Οk? Οk? Το δεχόμαστε και το αποδεχόμαστε αυτό. Θα παρακολουθεί τηλεόραση μιλώντας ταυτόχρονα στο τηλέφωνο, ενώ σιδερώνει και ενώ μαγειρεύει καθώς ο γιος της της λέει το μάθημα της ιστορίας για τους Βαλκανικούς απ’ έξω. Οι άντρες, όλα αυτά με μαθηματική ακρίβεια ή δεν θα τα κάνουν όλα μαζί ή στην καλύτερη κάτι θα θυσιάσουν: ή το πουκάμισο στο σιδέρωμα θα κάψουν ή η τηλεόραση ένα βουιτό θα τους φανεί ή ο γιος τους θα πει πως οι Βαλκανικοί γίνανε το 1821 και θα συμφωνήσουν και θα το προσπεράσουν... μια φορά όλα μαζί ΑΠΟ και ΚΛΕΙΕΤΑΙ να τα παρακολουθήσουν χωρίς παράπλευρες απώλειες. Δεν το απαιτούμε! Το κατανοούμε. Αλλά σε καταστάσεις κρίσεις, πανικού, γιατί μια ζωή αυτοί οι «άντρηδες» –που λέει κι η γιαγιά μου- θα πρέπει να φέρουν την καταστροφή? Γιατί θα πρέπει να χάσουν την ψυχραιμία τους? (Θα μου πείτε ποιος την έχασε να τη βρουν εκείνοι?) Γιατί θα πρέπει να αναστατώσουν το σύμπαν? Γιατί θα βρεθεί το πιο απλό πρόβλημα και θα πρέπει να το θεωρήσουν το πιο σύνθετο? Γιατί να πελαγώσουν, να τα ανακατώσουν και από πάνω να στραβώσουν?
Και επειδή η απάντηση είναι γνωστή, ίσως θα πρέπει να συμφωνήσουμε σε αυτό που λένε: «από τότε που η γυναίκα ζήτησε ισότητα με τον άντρα, έπεσε στο επίπεδό του...»


ΥΓ: Χρόνια μας πολλά. Ευτυχώς το προσδόκιμο στις γυναίκες είναι μεγαλύτερο, γιατί οι χήροι δίχως χείρα βοηθείας καταντούν σαν χοίροι, ενώ τη χήρα μια φορά «μη χειρότερα» δεν τη λες! Δυστυχώς όμως από την άλλη, γιατί ζωή χωρίς άντρα είναι κυρία Κοκοβίκου δίχως τον Αντωνάκη της....