Τόσο ο Νικόλαος
Πολίτης όσο και ο Στίλπων Κυριακίδης θεωρούσανε την αποτύπωση του δημοτικού
τραγουδιού στο χαρτί «παρά φύσιν», το δε ρόλο του λειτουργικό κάποτε,
συνυφασμένο με περιστάσεις της ζωής και την καθημερινότητα, αλλά και μέσο
έκφρασης συναισθημάτων και σκέψεων. Λειτουργικό στις εκδηλώσεις άλλοτε της
χαράς και άλλοτε της λύπης. Λειτουργικό στις ανησυχίες, τις δοξασίες και τις
αξιώσεις. Λειτουργικό στην ανταλλαγή απόψεων, στην αποστολή μηνυμάτων, στην
περιγραφή του ωραίου, στη στηλίτευση του άσχημου. Σήμερα, λένε οι μελετητές,
κάποιοι το τοποθέτησαν σε ένα χειρουργικό τραπέζι όπου με νυστέρια λεπτά
προσπαθούν να το τεμαχίσουν, να το αναλύσουν στα εξ ων συνετέθη και να περάσουν
τα αποτελέσματα της τομής στα κιτάπια τραπεζών της γνώσης, τις λεγόμενες
βιβλιοθήκες, συνήθως σε κάτι ψηλά της ράφια, από εκείνα που πιάνουν αράχνες,
από εκείνα όπου η μούχλα βρίσκει την αγαπημένη της γωνιά με την πρώτη ευκαιρία,
όταν αντιλαμβάνεται πως μόνο η λήθη επισκέπτεται τα διαβρωμένα φύλλα τέτοιων
βιβλίων. Ας είναι όμως. Διότι ευτυχώς που κάποια μεράκια ανέλαβαν πρωτοβουλία
και σκέφτηκαν, έστω κι έτσι, να παγώσουν τον ήχο, τον ρυθμό, το τραγούδι, για
να ‘χουνε διάρκεια στο χρόνο. Σκέφτηκαν να τιμήσουν με αυτόν τον τρόπο το απλό,
να υπηρετήσουν μια πτυχή της ιστορίας μιας και «...το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές που
σιγά-σιγά βουλιάζει. Και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από
τα μαλάματα στο πρόσωπό της...», όπως λέει επιτυχημένα ο Σεφέρης! Γι’ αυτό και
αναζήτησαν την ουσία στην απλότητα που αποπνέουν αυτά τα λιτά σε περιγραφές,
αλλά τόσο εύστοχα τραγούδια. Άλλωστε, εκλείψανε
οι μαζώξεις και τα νυχτέρια, ο θερισμός και οι πανηγυρτζίδικοι γάμοι που τα γεννοβολούσαν.
Από την άλλη, οι εθνικές γιορτές δεν είναι παρά κι εκείνες με
τη σειρά τους γραφικές και περιττές. Ποιος δάσκαλος να μάθει πια στα μαθητούδια
πως «στη στεριά δε ζει το ψάρι, ούτ’ ανθός στην αμμουδιά..»? Οι γιορτές εθνικής
παλιγγενεσίας είναι ντεμοντέ. Σε περίπτωση υποστήριξής τους κινδυνεύεις να
θεωρηθείς ακροδεξιός. Το μότο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» άλλωστε μας το
πρόλαβαν «άλλοι», το καπηλεύτηκαν για την ακρίβεια ορισμένοι που έχοντάς το ως
όχημα μπόρεσαν να προπαγανδίσουν τις αξιώσεις τους. Ο ελληνικός κινηματογράφος
με τις ταινίες των φουστανελάδων τέτοιες μέρες ξεπεράστηκε από σειρές ανθρώπων
με σαρίκια στο κεφάλι. Είναι κι αυτή η παγκοσμιοποίηση φυσικά που το πρωί σε
θέλει με σημαιάκια στην παρέλαση να «πανηγυρίζεις» την έναρξη της απελευθέρωσης
από την τουρκική σκλαβιά, και το βράδυ να αγωνιάς τι θα γίνει στο νιοστό
επεισόδιο της σειράς που παρήγαγε η γείτονος χώρα. Βέβαια κατά πολλούς πάλι,
γιορτάζουμε το μεταξικό «ΟΧΙ», διότι το σχολείο με τους έωλους πλέον τρόπους γιορτής
και την κακή διδασκαλία δεν κατάφερε ποτέ να διακρίνει με σαφήνεια τις δύο
αυτές μέρες στο μυαλό του μαθητή.
Παγκοσμιοποίηση τη λένε? Ανύπαρκτη παιδεία είναι? Η ημιμάθεια
μιας ταλαιπωρημένης από δήθεν μεταρρυθμίσεις γενιάς ευθύνεται?... Όπως και να
‘χει, το αποτέλεσμα θέλησε τις γιορτές να διαρκούν πια σε πολλά σχολεία ένα
τέταρτο της ώρας, πολλούς μαθητές να προτιμούν την απουσία από τη γιορτή,
περισσότερους πολίτες, ακόμη και δημοσιογράφους, να παρομοιάζουν με αφορμή την
χθεσινή μέρα το «ΟΧΙ» του Μεταξά σε σχέση με την αντίσταση που θέλουμε να
προβάλουμε στους ξένους «κατακτητές» (sic!)...Αχταρμάς... !!! Ίσως βέβαια και
να μην έχει και πολλή σημασία. Άλλωστε ο κόσμος σήμερα ψάχνει για «νοήματα» και
“resume” από αυτά
που χωράνε σε δύο γραμμές για να γίνουν logo στο fb ή σε tweets… Η υπερανάλυση και το αφηγηματικό
κοιμίζει...Ποιος να ακούσει τι ακριβώς συνέβη πριν χρόνια αυτή τη μέρα?
Όλα τα υπόλοιπα φαντάζουν γραφικά. Οι προσπάθειες ανθρώπων
που προάγουν και προβάλλουν τον πολιτισμό είναι για τους λίγους, αλλά δυστυχώς
όχι για τους λίγους που άρχουν, αλλά για τους «λίγους» που άρχονται. Μήτε τα
τραγούδια αγαπιούνται, αφού δεν πλέκονται από ελληνικά λαρύγγια. Λείπουν και τα
παλιά ανταμώματα.... εκείνα τα ανταμώματα με τα αδέρφια, με τα ξαδέρφια που
παίζουν όλα στην αυλή. Δεν έχουνε εκείνο το κάτι! Εκείνες οι σκηνές και τα
σκηνικά με το δημοτικό τραγούδι να σιγοψιθυρίζεται στο βάθος δεν υπάρχουν. Πολλές
γιαγιάδες εκμοντερνίστηκαν. Περισσότερες δεν κράτησαν επαφές με το χωριό. Πιο
πολλές δεν έμαθαν τα δημοτικά τραγούδια, γιατί δεν τους τα τραγούδησε κανείς.
Άλλωστε το δημοτικό τραγούδι είναι κάτι που δεν μαθαίνεται παρά βιωματικά. Δε
μεταδίδεται παρά με τη ζήση. Δεν μεταλαμπαδεύεται παρά με τη φλόγα, το κάψιμο
που νιώθει η ψυχή όταν θέλει να απελευθερωθεί και να χορέψει και στις δύσκολες
ακόμη ώρες του σαν τον Ζορμπά. Στις δύσκολες εκείνες ώρες που περνούσε ο
Κλέφτης επάνω στα βουνά.
Αν
η έρευνα θέλει το δημοτικό τραγούδι μουσειακό στοιχείο, νομίζω πως όσο ζούνε
άνθρωποι που το βίωσαν στη λειτουργία του, όσο υπάρχουνε φωνές που γνωρίζουν τα γυρίσματα, όσο επιβιώνουν άτομα που
νιώσανε τον πόνο ενός μοιρολογιού, που αισθάνθηκαν το κρύο που νιώθει το
ξενιτεμένο αγαπημένο προσώπο, που θυμήθηκαν τα νανουρίσματα που
τραγουδούσε η μάνα τους στο προσκεφάλι τους για να κοιμηθούν, τότε το τραγούδι
αυτό το κατεβάζουμε από τη βιτρίνα, το κάνουμε μέρος ξανά της ζωής μας, αν όχι
της καθημερινής, τότε της Κυριακής: πρωί με τον καφέ ή του Πάσχα στο χωριό.
Αν όμως... Αν...
Γιατί σιγά τώρα μην
είναι εποχές να μνημονεύουμε την Παρέν και το χωρίς διακοπή απαράμιλλο έργο της
και την συνεισφορά της στο ρόλο της Ελληνίδας και στα δικαιώματά της! Σιγά μην
ασχοληθούμε με το Π.Λ.Ι. στο ιστορικό
Ανάπλι και τη συμβολή του στην πορεία της Ελλάδας! Ώρα είναι να μας πει
κανείς πως πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη και τον Ρίτσαρντ Ρόρτι που υποστήριζε με σθένος ότι «ένας
λαός γράφει την Ιστορία του όχι για να αφηγηθεί όσα του συνέβησαν στο παρελθόν,
αλλά πρωτίστως για να σφυρηλατήσει την αυτογνωσία και την ηθική ταυτότητα που
του χρειάζονται για να χτίσει το μέλλον του»...
Βλακείες!