Ώρες-ώρες μου γεννιούνται κάτι ερωτήσεις εύλογες, αλλά συγχρόνως
παρά-λογες, δλδ δίπλα στο λόγο, τη λογική, αλλά όχι μέσα. Απλά κοντά. Εκεί γύρω.
Την πλησιάζουν, την περιτριγυρίζουν αλλά... δεν την αγγίζουν καν. Ή μάλλον την
ψιλοακουμπούν, ίσως όμως, μερικές φορές, έτσι ακροθιγώς, αλλά απομακρύνονται
από κείνη σαν να δε θέλουν να ακούσουν την αλήθεια, να βρουν το έτυμο που λέγανε οι αρχαίοι, το
αληθινό! Γιατί άκουσα πως η αλήθεια είναι σαν τη μύτη μας ώρες-ώρες. Για να την
δεις, πρέπει να αλληθωρίσεις. Και απορώ. Απορώ με το στήσιμο ορισμένων λέξεων.
Με το φτιάξιμο και το φτιασίδωμά τους. Δεν βρίσκω λογική στα έτυμα. Διψάω για
λίγο κουτσομπολιό για την ιστορία τους. Θέλω να βουτήξω ανάμεσα στα γράμματα,
να στριμωχτώ μεταξύ των φθόγγων, να καθίσω δίπλα σε συμπλέγματα συμφωνικά ή
έστω παράφωνα και να κατανοήσω και να αφουγκραστώ το πώς παντρεύτηκαν. Από πού
κι ως πού ταίριαξαν! Να ψάξω για τη λογική ή την παραλογία, την τρέλα που τα
έφερε κοντά, που τα έφερε σε επαφή και φτιάξανε, γεννήσανε, παρήγαγαν
καινούργιες λέξεις, νέα σημαίνοντα με νέα σημαινόμενα, σημασίες καινούργιες,
αλλά σημασίες που κρύβουν έννοιες παλιές με άλλη ιστορία, με άλλο νόημα,
κλασικές. Απορώ! Μα λογική δε βρίσκω καμία.
1. Γιατί ας πούμε η λέξη «διεκδίκηση» κρύβει μέσα της μίαν εκδίκηση?
Την κρύβει? Την αγκαλιάζει απλά? Την προστατεύει από συνενοχή μήπως? Ή την
κυοφορεί? Αυτός που διεκδικεί άραγε, θέλει ταυτόχρονα να εκδικηθεί, είναι
κρυφός του πόθος, ακούσια συμπεριφορά? Ή μήπως αναπόφευκτα χρησιμοποιεί την εκδίκηση ως μέσο
να διεκδικήσει? Και πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να εκδικείται, ενώ
ταυτόχρονα διεκδικεί? Κι αυτό που διεκδικείται, το αντικείμενο της διεκδίκησης,
νιώθει την εκδίκηση? Στον έρωτα ας πούμε, μπορείς να διεκδικείς εκδικούμενος?
Τι σόι έρωτας είναι τότε?
2. Κι ο έρωτας,
πάλι, μιας και τον πιάσαμε, γιατί σε κάνει συνέχεια να ρωτάς? Να ρωτάς, να αναρωτιέσαι, αλλά σχεδόν ποτέ να μην απαντάς,
να μην παίρνεις απάντηση εύκολα και από κανέναν. Κι αν απαντάς, κι αν ένα
ερώτημα πιστεύεις πως το εξουδετερώνεις, τότε γιατί σαν την Λερναία Ύδρα
ξεπετιούνται άλλα δέκα, δεκαπέντε νέα ερωτήματα, που το καθένα θα ‘χει τη δική
του δυσκολία...? Κι αν τολμήσεις να την αντιμετωπίσεις, γιατί θα βρεθούνε κι άλλα
πιο υπερβολικά, αλλά πέρα για πέρα αληθινά ερωτήματα?
3. Και τι είναι το
υπερβολικό? Γιατί το λένε
έτσι? Είναι αυτό που βάλλεται υπέρ το δέον ή είναι το υπερβολικά βολικό? Εκείνο
που βολεύεται μέσα στο «πολύ», πέρα από το «πάνω από», στον ορίζοντα της
ποσότητας? Εκεί που δεν σταματά ποτέ κανένας και ειδικά η προσπάθεια? Όπως, ας
πούμε, η προσπάθεια του να διεκδικείς τον έρωτα, έστω και σε υπερβολικό βαθμό?
Βολικά, έχοντας επαναπαυτεί στη βολή σου και βαλλόμενος από τα ερωτήματα και
τις συνεχείς απορίες? Ενίοτε μάλιστα και ως βλαμμένος? Ερωτοχτυπημένος δλδ,
τυφλός διότι όντας παθιασμένος, η νηφαλιότητα, η τόσο σοβαρή αυτή σύμβουλος
ξε-βολεύεται, παύει εν ολίγοις να είναι βολική ή βολεμένη και θέλει να
αποφασίσει χωρίς πιέσεις να διαλέξει το πιο σωστό? Σωστό? Σωστό για ποιον? Για
μένα, για κείνη, για εκείνον, για τους άλλους, για τη σχέση? Και ποιες ελπίδες
γεννάνε οι κακές σχέσεις? Ποιες ελπίδες έχουνε ζωή και ποιες χαροπαλεύουν?
4. Χαροπαλεύουν?
Τι χαρωπό έχει μέσα του ένας θάνατος,
ο θάνατος μιας ελπίδας? Είναι αυτή η άλλη όψη του νομίσματος? Του νομίσματος
που έχει δίπολα? Θετικά και αρνητικά πρόσημα ταυτόχρονα? Που έχει το «ναι μεν,
αλλά»...? Που έχει το «από τη μία», αλλά και το «από την άλλη»...? Είναι αυτό
που λένε ορισμένοι μοιρολατρικά «όλα για κάποιον λόγο γίνονται»? Παρηγοριές
στον άρρωστο δηλ που ζει στο κρεβάτι του πόνου με επιδέσμους...?
5. Και ο επίδεσμος,
γιατί έχει μέσα του τον δεσμό? Ο
δεσμός είναι δεσμός, είναι εκούσια παραχώρηση της ελευθερίας σου ή επί-σύρει
πληγές, μελανιές, μπανταρίσματα,
ράμματα, κλάματα και τραύματα από μαχαίρια που ανοίγουνε παλιές πληγές? Ε? Τι
απ’ όλα?
6. Και τα μαχαίρια,
αυτά που χώνονται μέσα σε πληγές και γυρίζουν, στριφογυρίζουν, στροβιλίζουν,
ξύνουν παλιές πληγές και μπαίνουν όλο και βαθύτερα, ποιος τα βάζει εκεί? Ποια χέρια? Με ποιες προθέσεις, τι διαθέσεις
και τι σκοπούς? Κι αν θες να τα βγάλεις από τη ζωή σου, να τα αφαιρέσεις, τότε
γιατί σου λείπουνε? Από διαστροφή?
7. Κι όταν κάτι σου λείπει?
Γιατί να σε γεμίζει λύπη? Πού είναι
εκείνη «η άλλη μεριά», πού πήγε το νόμισμα με τις δύο όψεις και σ’ αυτήν την
περίπτωση νομίζεις πως έχει πάντα μία μόνο πλευρά... μόνο λύπη, λύπη, λύπη?
Καθόμουνα με μια φίλη Κυριακή πρωί και πίναμε καφέ. Και κάπως
έτσι απορούσαμε, και ρωτούσαμε, διερωτόμασταν, και αρχίσαμε τις
ερωτο-αποκρίσεις...Κρίσεις? Ποιες κρίσεις? Κρίσεις από το κρίνω, ζυγίζω,
σταθμίζω, μετράω, συμπεραίνω? Ή κρίσεις από τις άλλες, εκείνες του πανικού, της
υστερίας, της έλλειψης λογικής, της απώλειας του ελέγχου?
Αν θέλετε, βοηθήστε μας, απαντώντας σε μία προς μία λ-έξη... που κρύβει μέσα της την έξη! Γιατί αυτό είναι εξάρτηση,
αρρώστια, εμμονή! Εδώ η επιστήμη της ετυμολογίας σηκώνει τα χέρια ψηλά. Και
ίσως να αναζητάει τη λογική της καρδιάς...
μήπως να σπούδαζα καρδιολογία
αντί για ετυμολογία?