Το νόμισμα. Αυτό το μικρό στρόγγυλο πραματάκι που έχει πάντα δύο όψεις. Που και να το κόψεις εγκάρσια θα εξακολουθεί να έχει πάλι δύο όψεις. Μα το νόμισμα έχει κορώνα απ’ τη μια μεριά και γράμματα απ’ την άλλη. Ποτέ δεν έχει δύο κορώνες ή δυο πλευρές με γράμματα. Δύο όψεις ναι. Δυο κορώνες όχι.
Τα κελύφη και οι βδέλλες οι αιμοβόρες. Ο μόνος λόγος για να κολλήσουν πάνω σε κάτι ή κάποιον είναι να τραφούν όσο τους παίρνει και να τους πιουν το αίμα και μετά, αντί να το καταπιούν, όπως ταιριάζει στους βρικόλακες να το φτύνουν επιδεικτικά απαξιώνοντάς το. Κατά μία έννοια, την θετική πάντα, δε ‘ν’ κακό!. Θα ήτανε μεγάλη τους τιμή να πιουν το αίμα ανθρώπων που τους πιστεύουν, αλλά δε φαντάζονται τη διττή ψυχή τους.
Το υπερεγώ. Όχι το φροϋδικό, το άλλο. Ένα Εγώ σε υπέρ- και σε –βολικό βαθμό. Τόσο υπέρ- που δεν ξεπερνιέται και τόσο –βολικό που δεν πετιέται. Τα ανθρώπινα ελαττώματα τα αντιλαμβάνονται πάντα οι άλλοι επάνω σου και όχι εσύ που τα έχεις, γιατί στην κοινωνία μπορείς να λειτουργείς μόνο διαδραστικά όχι κατά μόνας.
Το μπάνιο. Κλείνω τα αφτιά μου και βυθίζομαι μες στη μπανιέρα γεμάτη νερό και αφρόλουτρο καρύδας. Μα δε με βοηθάει. Θέλω να ξεπλύνω όχι τα μαλλιά αλλά τα μυαλά της κεφαλής μου. Θέλω να βάλω το τηλέφωνο του ντουζ με κάποιον τρόπο μέσα από το κρανίο και να ανοίξω τη βάνα του νερού στη μεγαλύτερη δυνατή πίεση. Να ξεπλύνω τις βρόμικες σκέψεις που κάνω για τους άλλους... ή που μου προκαλούν οι άλλοι? Δε φταίω εγώ που εκείνοι με κάνουν να τους λυπάμαι, αλλά νομίζω πως έγινα κι εγώ πια εγωίστρια. Δεν έχω χρόνο και αποθέματα ψυχής για να λυπάμαι κάποιον, ούτε για να του αλλάξω μυαλά και ήθος. Εδώ που συναντήθηκαν οι ζωές μας, νομίζω πως ο χρόνος δε μου φτάνει για να ξοδεύομαι με ανθρώπους «λίγους» ή λύκους, με ανθρώπους-λυκανθρώπους, που νομίζουν ότι είναι πάντα πιο άξιοι από τους πολλούς, που θαρρούν πως έχουν το δικαίωμα να κρίνουν τους πάντες καχύποπτα και να αμφισβητούν τη διαδρομή τους σαν να οι ίδιοι έχουν κάτι καλύτερο κάνει στη δική τους ζωή με το αλάθητο του Πάπα σφραγίδα. «Προσωπικότητες» με κακεντρέχειες για τον άλλον και επικρίσεις ότι στη ζωή του δεν έκανε τίποτε σωστά, δηλητηριώδη και πικρόχολα σχόλια, κριτικές, θαψίματα.
Και πάμε από την αρχή: Αυτό το «χάρισμα», τη διπλή κορώνα ή αλλιώς διπροσωπία, που δεν έχουν τα νομίσματα αλλά έχει ο άνθρωπος ή ευτυχώς μερικοί άνθρωποι ή απ-άνθρωποι (?) με φοβίζει. Τους ακούω και τρομάζω που μπορούν να φέρουν τέτοιο βαρύ φορτίο. Δύο πρόσωπα ταυτόχρονα σαν το θεό Ιανό. Και απορώ πώς μπορούν την ίδια στιγμή να ειρωνεύονται κάποιον, να τον αμφισβητούν και κατόπιν να τον κολακεύουν.
Άνθρωποι με διπλό πρόσωπο, μα με καρδιά μισή ή μικρή και ανάπηρη ψυχή, για να ισορροπήσουν. Γιατί αν φέρουν κάτι διπλό παρά φύσιν, φέρουν κάτι άλλο μισό, για να μη γείρει το βαρύ φορτίο από τη μία.
Άνθρωποι, καιροσκόποι, τυχοδιώκτες, της ευκαιρίας. Την πιάνουν απ’ τα μαλλιά κι αυτήν κι εσένα μαζί, αν χρειαστεί. Αδίστακτοι. Σου παριστάνουν τον φίλο και κυρίως τον κάποιο. Όλοι, λέει, είναι κάποιοι. Είναι τέτοιοι. Είναι δήθεν. Δηλώνουν κιόλας ευθαρσώς πως μας πέφτουν πολύ! Για δες αυτοπεποίθηση! Ή θράσος?
Αυτοί οι άνθρωποι ένα πράγμα πρέπει να φοβούνται: Να μη δαγκώσουν τη γλώσσα τους, γιατί με το δηλητήριο που τρέχει σ’ αυτήν θα πεθάνουν αφ’ εαυτών.