Είναι τρομερή ανάγκη τελικά: να θες να εκτίθεσαι ιδανικά.
Άψογα. Χωρίς κουσούρια. Όχι όπως ξυπνάς, αλλά μακιγιαρισμένος. Όχι όπως
αντιδράς (υπερβολικά), αλλά καμουφλαρισμένος. Με μια δόση ήπιας συμπεριφοράς.
Με πολλές ανάγκες να σε σπρώχνουν να φαίνεσαι ο φιλοσοφημένος της ζωής. Σαν να
διάβασες όλον τον Σταγειρίτη και τους προσωκρατικούς καλύτερα και από τον
καθηγητή που είχες στη φιλοσοφική. Αποδέχεσαι τις ρήσεις τους, τις ποστάρεις,
αρέσεις στους φίλους (?) σου που σου αρέσουν, και καλημερίζεις, καλησπερίζεις
και καληνυχτίζεις ολημερίς και οληνυχτίς και καθημερινά τους πάντες. Στο μεταξύ
τον γείτονα δεν τον μιλάς. Κι ας βλέπεις πρώτα εκείνον και μετά τον ήλιο.
Θαρρείς πως άλλοι πιο μακρινοί σε εκτιμούν, πιο πολύ από εκείνους που έχεις
δίπλα σου. Είσαι πιο αποδεκτός από τον e-φίλο σου, γιατί η απόσταση και η
εικόνα που έχετε δημιουργήσει ο ένας για τον άλλον είναι ασφαλείς και δεν
πλήττονται. Δεν έχουν την τριβή της ρουτίνας. Ούτε τα νεύρα, τις κακές στιγμές,
τη θλίψη, αλλά και την κατάθλιψη που βιώνεις στο σπίτι σου. Δεν έχουν τα παραπανήσια
κιλά, το ασιδέρωτο μπλουζάκι, το απεριποίητο και αγουροξυπνημένο μουτράκι, το
κουρασμένο πρόσωπο, το γεμάτο σκοτούρες μυαλό, το άπλυτο κορμί, το φοράω ό,τι
βρω. Οι φωτό στα social media είναι ρετουσαρισμένες. Το ίδιο και τα βιογραφικά...
Self-άρω, άρα υπάρχω. Αρέσω, άρα αξίζω. Η
λέξη “selfie” επιλέχθηκε ως «Λέξη της Χρονιάς» από το βρετανικό λεξικό της Οξφόρδης.
Κι αν το σημαίνον έχει γίνει αναπόσπαστο μέρος του λεξικού κάθε γλώσσας -ενδιαφέρουσα
παρατήρηση για έναν γλωσσολόγο- το σημαινόμενο
προμηνύει, αλλά και καταδεικνύει απίστευτες ενδείξεις για έναν ψυχολόγο:
Ένα ανελέητο κυνηγητό του καλύτερου πορτρέτου, το άγχος να περάσει στην
αθανασία η καλύτερη στιγμή της επιδειξιομανούς μου προσεκτικότητας για να
κραυγάσω σε όλους πως η εικόνα μου δεν είναι εύθραυστη, αλλά άσπιλη και
αμόλυντη. In vitro φυσικά. Γιατί in vivo όταν πληγώνεται από την παραμικρή μου αποτυχία, το πρώτο μου σφάλμα, την
υποψήφια αμφισβήτηση των ικανοτήτων μου, καταρρέω, πληγώνομαι, κλαίω, με
παίρνει από κάτω, θλίβομαι, καταθλίβομαι, συνθλίβομαι. Διέξοδος η selfie, βάλσαμο το like. Πανάκεια τα μπράβο. Αλλά την
κατάθλιψή μου δεν την βλέπεις. Άλλωστε ξέρω καλά να την κρύβω πίσω από τσιτάτα
αποδεκτά, που τα ανεβάζω για να τα πιστέψω. Που ΑΝ τα πίστευα θα είχα
πραγματικούς φίλους και δεν θα τους πλήγωνα. Θα ήμουν καλύτερος πραγματικός
φίλος και όχι ιδανικός e-φίλος, θα είχα fan club γιατί θα με ακολουθούσανε όσοι με
αγαπούσανε και όχι οι επίπλαστοι followers, γιατί θα έκανα πράξη τα όσα ανεβάζω
περί ζωής και δύναμης να ξεπεράσω τα δύσκολα και δε θα έπασχα από κατάθλιψη.
Στην εποχή της απαξίωσης των αξιών, η αξία μου εξαργυρώνεται
με like. Photoshop, retouch και share είναι μόλις τρεις αξίες που
καλλιεργούν τον εγωκεντρισμό μου σε μια εποχή που η κοινωνία μου έχει
περισσότερο από κάθε άλλη εποχή ανάγκη την αλήθεια και την αλληλεγγύη, τη
συλλογικότητα και τη συνεργασία. Ο αγώνας της ζωής μου αντί να έχει στόχο να
γίνει σημαντικός για τον εαυτό μου, προσπαθεί απλά ώστε να αποσπάσει τη αποδοχή
των άλλων, και αντί να γίνω ουσιαστικά σημαντικός για εκείνους, προβάλλει την
αψεγάδιαστη αποδοχή μου από τους άλλους για να νιώσω σπουδαίος. Επιφάνεια, αλλά
όχι διαφάνεια. Το τι είμαι, από το τι δείχνω ότι είμαι και το τι θα ήθελα να
είμαι απέχει, όσο η μινιμαλιστική βιτρίνα του illustration στο πολυώροφο Mall από το τη βιοτεχνία της Καμπούλ, όπου
ράβονται τα πανάκριβά μου ρούχα με μεροκάματο τιμής ισάξιας κατά τι κατώτερου
του μονοδόλλαρου.
Πέρα από την αδιαμφισβήτητη προσφορά στην web κοινωνία αυτών των media, η κυρίαρχη ελλοχεύουσα
πραγματικότητα λέγεται θλίψη, μειωμένη αυτοεκτίμηση, αυτοϋποτίμηση, ναρκισσισμός
και πραγμάτωση ενός πανάρχαιου αρχέτυπου, αυτού του Πυγμαλίωνα. Τα social media
σου χαρίζουν το εξαιρετικό προνόμιο να σου δίνουν βήμα, βάθρο, βάρος σε αυτό
που είσαι. Ή που θα θελες να είσαι? Βγαίνει ένα ψώνιο από μέσα σου. Ένα εγώ κεντρικό.
Σαν τον ήλιο. Λάμπει και θέλει να είναι αυτόφωτο και να φωταγωγεί τους άλλους. Φωνάζει:
«Κοιτάξτε με τι κάνω, πού πήγα, τι είδα!»
Στόχος είναι να γίνεις δημοφιλής, παίρνοντας μέρος σε μία
ανταγωνιστικότητα που καλλιεργείται με κάθε τρόπο: στην εικόνα, στα βιογραφικά,
στο πόσο θαρραλέος είσαι να αντιμετωπίζεις τα δύσκολα της ζωής σε σχέση με τους
«άλλους». Κι ας είσαι δειλός. Και δίνεις τόσο απλόχερα προσωπικές πληροφορίες
και δεδομένα σου που σε άλλες εποχές θα διευκόλυνες πολύ το FBI! Επιπλέον, ο λόγος που κοτσάρεις
στην εικόνα σου δεν είναι δικός σου. Απλά αναπαράγεις λεγόμενα των άλλων,
υποβιβάζεις τον λόγο σε εικόνα και γίνεσαι ένα κακέκτυπο ψευδούς εαυτού που
ούτε εσύ ο ίδιος αναγνωρίζεις στον καθρέπτη και που αν καθίσεις να διαλογιστείς
μαζί του πραγματικά, θα δεις πως το κυνηγητό της ωραίας σου εικόνας δεν είναι
αιτία, αλλά απλά ένα σύμπτωμα, και πως, όπως σε κάθε εποχή, έτσι και τώρα
κυριαρχεί μια επιδημία. Τώρα, δε λέγεται λοιμός, αλλά ναρκισσισμός και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια, και συ τα δέχεσαι με απελπισία,
αυτά τα πράγματα που δεν τα θέλεις. Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι’ άλλα κλαίει, τον
έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών, τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε…
O tempora! O mores!