Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

Η Τύχη ενίοτε δ-Η-γμα δωρεάν!

Η ηλικία της μετρούσε δε μετρούσε 16 Απρίληδες. Τα μάτια της ήτανε γεμάτα κενό. Κοιτούσε μα δεν έβλεπε. Περιφερόμενη με μαλλί μακρύ, πολύ μακρύ και λιγδιασμένο αλλά αμιγώς καστανό, δέρμα σταρένιο, πρόσωπο αρυτίδιαστο και βλέμμα αμυντικό αλλά και καρτερικό με δυο σκουλαρίκια μακριά, όπως και τα χέρια της. Απλωμένα. Το ένα κρατούσε την προέκταση του κορμιού της, τυλιγμένο σε μία ροζ κουβερτούλα παιδική. Το άλλο, βρόμικο και επίμονο εκλιπαρούσε ελεημοσύνη. Μα δεν της έδινε κανείς… κι αποφάσισε να την πάρει μόνη της! Μπήκε σε ένα βιβλιοπωλείο και άρπαξε ένα παιχνιδάκι. Το έβαλε στον κόρφο της και άπλωσε και το χέρι για να την πληρώσουν ΚΑΙ από πάνω!! Σε ευρώ. Μα το σπλάγχνο της την πρόδωσε. Γκρίνιαξε, 2 μηνών βρέφος και ο βιβλιοπώλης την έπιασε!
Βγήκε από το μαγαζί τρέχοντας και μιλώντας την ακαταλαβίστικη γλώσσα των Ρομά. Ένα σκουριασμένο τρίκυκλο, τρίτης ηλικίας την περίμενε απ’ έξω στην παρακάτω γωνία. Ήτανε φορτωμένο με εφήμερες προς το ζην προσδοκίες και άλλα τρία κατσιβελάκια, το ένα πιο μαύρο από το άλλο. Οδηγούσε ένας μπαμπάς-προστάτης με άσπρα και χρυσά δόντια. Φόρτωσε την ξυπόλητη  άγουρη μάνα με το ροζ «κουκλάκι» της και ξεκίνησε τις περιφορές στη γειτονιά διαλαλώντας μέσα από ένα μεγάλο χωνί το ψυχικό του. Δεν πουλούσε. Αγόραζε. Ό,τι παλιό, ό,τι φορτικό. Ό,τι σου γέμιζε γωνιές που ήθελες να αδειάσουν και μνήμες που ήθελες να ξεχάσουν.
Και φόρτωσε πιο κάτω μια παλιά τηλεόραση, ένα σκουριασμένο ντιβανάκι και ένα σώμα καλοριφέρ. Κι η μικρομάνα δε χωρούσε πια στο τρίκυκλο. Κατέβηκε στο δρόμο για να συνεχίσει το «μεροκάματο». Αλλά το μωρό είχε άλλα σχέδια. Του άνοιξε η όρεξη και ήθελε να φάει. Κι εκείνη  έβγαλε το στήθος να βυζάξει το μωρό, κάτω από τη βροχή, χωρίς φόβο μη βραχεί. Ανυπόδητη, χωρίς φόβο μη κρυώσει. Και μια γιαγιά, που περνούσε από κει δα, γυρίζει το κεφάλι της και λέει: «Κοίτα να δεις πού δίνει ο Θεός παιδιά!!»
Κι εγώ αισθανόμουνα στο ίδιο έργο θεατής αλλά σε καμία περίπτωση κριτής. Βαδίζοντας στη γειτονιά με το κεφάλι χαμηλά να αναρωτιέμαι ποιος κρίνει τη μοίρα μας και ποιος μας τη μοιράζει. Τι είναι το «τυχερό» που έχουμε και ποιος μας το ‘δωσε? Ποιος αποφάσισε πού θα  γεννηθούμε και από ποιους? Ποιος ρώτησε αν θέλουμε να έρθουμε στη ζωή και ποιος επέλεξε τους  γονιούς που θα μας μεγαλώσουν, σε ποιο σπίτι ή ποιο δρόμο θα ανατραφούμε…??? Και σκεφτόμουνα αν η γιαγιά ήτανε άξια να κρίνει το αν έκανε ο Θεός καλά που έδωσε στη γύφτισσα παιδιά… και αναρωτιόμουνα σε ποιες περιπτώσεις θεωρείς ότι ο Θεός έκανε καλά ή άσχημα…
Εκεί που έδωσε, ενώ δεν το αξίζανε? Εκεί που δεν έδωσε, ενώ το αξίζανε? Μάνες που είχανε να δώσουνε πολλά αλλά δεν τους το επέτρεψε ο χρόνος και «φύγανε» νωρίς? Μάνες που δεν είχανε να δώσουνε τίποτα παρά αγάπη με το δικό τους τρόπο… έστω ζητιανεύοντας, έστω κλέβοντας, έστω βυζαίνοντας κάτω από την όξινη και παγερή  βροχή? Μάνες με υποχρεώσεις και δουλειές που δεν μπορούν να κάνουν εκπτώσεις στις προσδοκίες της καριέρας τους ακόμα κι όταν γεννήσουν? Μάνες που έχουν να δώσουν πολλά αλλά όχι ακόμα…? Μάνες ανώριμες, παιδούλες, που θαρρούν το μωρό κούκλα… και μάνες που τελευταία στιγμή της παραγωγικής τους ηλικίας θυμήθηκαν να γίνουν μάνες ή τις πίεσαν να γίνουν μάνες…? Κι άλλες πολλές περιπτώσεις, συναφείς στη σύνθεση και το  περιεχόμενο… Όμως.. Μάνες!
Και μετά λένε «Μηδενί συμφοράν ονειδίσης, κοινή γάρ η τύχη και το μέλλον αόρατο». Το πού γεννιέσαι προδιαγράφει την πορεία σου. Μέχρις ενός σημείου. Από ποιο σημείο? Και μέχρι ποιο σημείο? Κι αν γεννηθείς στα «χαμηλά» φτιάχνεις την τύχη μόνος σου, κι αν σε γεννήσουν «οι υψηλοί» σου δίνει ο Θεός μια κλοτσιά και σέρνεσαι… Γι’ αυτό έφτιαξαν οι αρχαίοι τη θεά Τύχη τυφλή!!!! Γιατί πάει σε όλους. Με τι πεσκέσι το ξέρει μοναχά εκείνη…
Σκέψεις, σκέψεις, σκέψεις… που διακόπηκαν από το θόρυβο του τρίκυκλου: γκρρρρρρ…… Ο γύφτος είχε κάνει άλλη μια βόλτα γύρω από το τετράγωνο, γύρω από τις αναζητήσεις και τις ελπίδες του… ψαχουλεύοντας την τύχη του στον κάδο απορριμμάτων πιο κάτω, επαληθεύοντας τον Ίψεν:


Για μας ο δημόσιος δρόμος, ο κάβος,
τα δάση, τα βράχια. Είμαστε λαός από
τυχοδιώχτες που όλο περπατεί. Σπίτια
και τζάκια για τους άλλους είναι.

Τι περίεργη κι αυτή η ανθρώπινη καθημερινότητα! Είναι γεμάτη διαστροφικές καταστάσεις. Ανθρώπινες. Καταστάσεις του ύψους και του βάθους. Του σαλονιού και του λιμανιού.
Καλή Τύχη!

Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2011

Βάλε καφέ….!!!

-Λιτσάάάάά …. κατέβα! Έκανα καφέ!...φωνάζει η Τούλα τη γειτόνισσα από τις σκάλες (μένει στον από πάνω όροφο για!)
-Άντε, να μας πει και το φλιτζάνι! Που λες Κατίνα σήμερα σηκώθηκα αργά. Με πήρε ο ύπνος και ξύπνησα στις 6.00!! Πήγανε όλα πίσω. Κι ο Γιωργάκης πήγε σχολείο αργά, γιατί το αγροτικό δεν έπαιρνε μπρος από την παγωνιά. Ε θέλει να πηγαίνει με τον παππού του. Αλλά τελικά εντάξει. Όλα γίνονται!
-Κι εγώ Τούλα δεν πρόλαβα εχθές να πάω στην αγορά. Όλη μέρα ασβέστωνα την αυλή
-Ο καφές, ο καφές!!! Χύθηκε!
-Άιντε δεν πειράζει. Λεφτά, λεφτά!
-Καλημέρα σας!
-Καλημέρα Λίτσα! Σου χύσαμε τον καφέ! Θα πάρεις λεφτά!
-Πούούού λεφτά τώρα κι εσύ? Τίποτα δε μας έδωσαν ακόμα για τα ροδάκινα. Δε βαριέσαι…. θα κάτσω λίγο και θα πάω επάνω, έχω το φαΐ στη φωτιά
-Ααα! Τι έφτιαξες? Ρεβίθια έβαλα μωρέ σήμερα. Παρασκευή είναι
-Εγώ έκανα φακές. Πολύ βραστερές ε! Αν βρω αύριο στο παζάρι θα πάρω κι άλλες…
-Κι εγώ είχα από χθες…
…και όλο το πρωί λέγανε…
        Άπειρες οι τέτοιου είδους συζητήσεις καθημερινής ρουτίνας, όπως ακούγονται στα σπίτια μιας μικρής γειτονιάς της επαρχίας. Η Κίτσα θα φωνάξει την Τούλα για καφέ κι αν περνάει η Βαρβάρα με τη Χαρίκλεια θα σταματήσουν για μια «καλημέρα». Που λέει ο λόγος! Στην πραγματικότητα θα σταματήσουν για να απολογηθούν για τις γαστριμαργικές τους επιλογές, για να δώσουν οι ίδιες αλλά και να πάρουν από τις άλλες αναφορά για τις δουλειές που έκαναν ή δεν έκαναν, για να εκφράσουν τις ενοχές τους επειδή δεν ξύπνησαν πριν αλέκτωρ λαλήσει και έχασαν τη μέρα τους, για να εξομολογηθούν τις σκέψεις τους σε κάποιον που τους ακούει, για να διαδώσουν τα νέα που έμαθαν για την κόρη της τάδε από την άλλη τη γειτόνισσα σε έναν άλλον καφέ. Ή που της το σφύριξε κάποια από ένα μπαλκόνι την ώρα που πήγαινε να πάρει ψωμί.
        Ενδεδυμένες όλες με τη ρόμπα, κουμπωμένη ή ξεκούμπωτη, με τα μπικουτί στο κεφάλι, την τρουακάρ κάλτσα, το τερλίκι το πλεκτό, το μακρύ γιλέκο, το μαλλί μαζεμένο κότσο ή κοντοκουρεμένο και ψαρό και χέρια ζαρωμένα από τα σκαψίματα, τις δουλειές στα χωράφια, στον κήπο… χαίρονται τον πρωινό τους καφέ σαν το πιο απολαυστικό πράγμα στον κόσμο. Ανέμελες από ενοχλητικές για τις σπιτικές τους δουλειές παρουσίες σαν αυτές του άντρα τους και των παιδιών που μεγάλωσαν πια και είναι φευγάτα. Καθημερινά αναμένουν αυτή τη μικρή χαρά της απόλαυσης σαν την πιο πρωτόγνωρη στον κόσμο ολόκληρο.
        Πρόκειται για στιγμή ιερή, σεβαστή, για μία ιεροτελεστία απαράβατη και απαράμιλλη. Η ώρα του καφέ είναι στιγμή απόλαυσης, συζήτησης, εξομολόγησης. Υπάρχει ο πρωινός αλλά και ο απογεματινός καφές. Ο πρωινός είναι ο απαραίτητος! Υπάρχουν άνθρωποι που μόλις ξυπνήσουν, βάζουν τον καφέ πρώτα να γίνει και μετά πλένονται! Είναι από τις λίγες φορές που η ανώδυνη αυτή εξάρτηση αποτελεί μέρος των πρωινών συνηθειών και ζητά να συγκαταλεχθεί δικαίως στις πρώτες ανάγκες. Με παρέα ή χωρίς, με τσιγάρο ή άνευ, γαλλικός ή νες, διπλός ή μονός, σκέτος ή με ζάχαρη, με γάλα ή όχι, ο καφές μονοπωλεί τη ζωή της πρωινής ζώνης με πολλές δόσεις υπερβολής και αλήθειας ή ακόμη και υπερβολικής αλήθειας στη δράση, την επίδραση και τις ιδιότητές του. Η στέρησή του προκαλεί πονοκέφαλο, «δεν ανοίγει το μάτι». Αποτελεί σημείο αναφοράς ως δηλωτικό έναρξης της ημερήσιας σου διάταξης: «Πρωί-πρωί? Ούτε καφέ δεν ήπιαμε!»
        Ο καφές είναι η συντροφιά μας! Αποτελεί καλή αφορμή να βρεθούμε με την παρέα μας! Λέμε σε  κάποιον «έλα για καφέ στο σπίτι» εννοώντας όχι για φαγητό. Προτείνουμε κάποιον να «πάμε για καφέ» εννοώντας να βγούμε να τα πούμε, «κερνάμε καφέ» για να κάνουμε την αρχή στις σχέσεις μας. Ζητάμε τον καφέ στην πίκρα μας, γιατί είναι η παρηγοριά μας και προστάζουμε  τη γειτόνισσα «να βάλει καφέ» γιατί έχουμε νέα-κουτσομπολιά.
        Και το απογευματάκι, μετά τη μεσημεριανή σιέστα, η κυρα-Κατίνα θα πάρει το πλέξιμο, η κυρα-Λίτσα το κέντημα και θα σεργιανίσουνε στη γειτονιά. Η ώρα είναι 17.30. Χειμώνας είναι. Νυχτώνει νωρίς. Η κουρτίνα τραβηγμένη στην άκρη να μπαίνει το λιγοστό φως. Τα φώτα αναμμένα, για να βλέπουν καλύτερα η μία την άλλη. Μαυροφορούσες και οι δύο, με γυαλιά, καθισμένες αντίκρυ, γίνονται άθελά τους οι πρωταγωνίστριες της σκηνής. Κι εγώ στα σκοτάδια του δρόμου παρακολουθώ, σαν παράνομος θεατής τις ζωές των άλλων να πίνουν καφέ! Δεν ακούω τι λένε. Η παράσταση ανήκει στο βουβό κινηματογράφο. Εικάζω όμως πως δε θα ‘ναι κάτι λιγότερο ή κάτι περισσότερο από όσα ακούω να λέει καθημερινά η Λίτσα στην Κατίνα.
        Δυο μέρες αργότερα κάθομαι στο roof garden του Ηλέκτρα Palace περιμένοντας μια φίλη. Στο διπλανό ακριβώς τραπεζάκι μια παρέα στην ηλικία της γιαγιάς μου και βάλε, από πέντε σημαιοστόλιστες κυρίες με μαλλί φρέσκο από το κομμωτήριο βγαλμένο,  α λα φωλιά πελαργού φουσκωμένο και λακαρισμένο, με μακιγιάζ έντονο που τονίζει μάτια και χείλη σε αποχρώσεις μη διακριτικές, που δεν μπορεί όμως να καλύψει τα σκαψίματα του αμείλικτου χρόνου στα πρόσωπα, με τσιγάρο φινέτσας στα χέρια τα εμφανώς περιποιημένα από μανικιουρίστα και στολισμένα με χρυσαφικά μεγάλης αξίας επιδίδονται σε συζητήσεις του ίδιου τύπου με αυτές της Κατίνας, της Βαρβάρας και της Χαρίκλειας. Αλλά  αυτές έκαναν, όπως έλεγαν,  τις ίδιες δουλειές –περίπου- υπό το ρόλο του ηθικού μονάχα αυτουργού, τουτέστιν με άλλα υποκείμενα: κάποια κυρία που τη λέγανε Σεράντα άργησε να έρθει το πρωί για να καθαρίσει το σπίτι της μιας. Το σχολικό είχε βλάβη και δεν πέρασε στην ώρα του να πάρει τα εγγόνια της αλληνής για το σχολείο. Και η τρίτη της παρέας ήτανε στενοχωρημένη γιατί τελικά δε βρήκε θέση στο ξενοδοχείο για το τριήμερο για να αφήσει το σκυλάκι της και δυστυχώς στο σαλέ της ορεινής Γαλλίας όπου θα πάει για σκι δεν επιτρέπονται τα κατοικίδια…
        Ανεπαίσθητα γέλασα! Όχι από ειρωνεία. Αλλά από το πόσο ίδιος είναι αυτός ο κόσμος πολλές φορές όπως στην παρεΐστικη διάθεση για την απόλαυση του πρωινού καφέ με τις φίλες σου αλλά και πόσο διαφορετικός σε χρόνο, σε τόπο, σε τρόπο και σε περιεχόμενο «κουτσομολιού»! Διαφορετικός σαν δυο σταγόνες νερό…
        Στην υγειά σας!

Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2011

Βιο…γραφικά γεν-άθλια, ένεκα δε μαθητών γεν-αίθρια!!!!

Μία φορά και έναν καιρόν ήτο εις ιατρός ο οποίος προεσπάθει να βοηθήση μίαν τεκούσαν νεαράν μητέρα να φέρη εις τον απάνθρωπον ετούτον κόσμον το σπλάγχνο της. Δυστυχώς όμως δια εκείνην αλλά και διά την μικράν θυγατέρα, το πράγμα απεδείχθη δύσκολον και  και ως εκ τούτου δύστοκον! Υπήρξε μέγα πρόβλημα διότι η παιδίσκη ήρχετο εκ της δελφύος με το πρόσωπον και ουχί με την κεφαλήν, ως είθισται να συμβαίνη με τα κανονικά βρέφη! Εξ αιτίας του επικινδύνου της καταστάσεως  ο ιατρός προσέταξεν τας νοσοκόμας  καισαρικήν τομήν πάραυτα, ώστε να αποφευχθή το μοιραίον δια την μητέρα αλλά και δια το αυτό το βρέφος! Εν τέλει, η επέμβασις επέτυχε, η μήτηρ επεβίωσεν αλλά η μικρά δεσποινίς έφερεν ως τα δεκαεπτά της έτη μίαν ρίνα ελαττωματικήν έως ότου εις άλλος ιατρός την ίασεν και την ευθυγράμμισεν και εκ τότε η νεαρά ήρχισε να αναπνέη ως κανονικός άνθρωπος  δια της ρινός και ουχί δια του στόματος πλέον!
Το κοράσιον τούτο, φιλάσθενον εκ κοιλίας, διήγε τα πέντε πρώτα έτη του βίου του εις εν χωρίον του γνωστού εκ της μακεδονικής ιστορίας Βάλτου. Αποξηραμένον πλέον, δίχως ιδιαιτερότητας εις την αρχιτεκτονικήν αλλά πλούσιον εις την κηπουρικήν, γεωργικήν και κονσερβικήν τέχνην ήτο αρκετόν μέχρις ότου η παιδίσκη μετακομισθή εις το διπλανόν κεφαλοχωρίον μετά του νεωτέρου της αδερφού και της λοιπής οικογενείας και να υπάγη εις το δημοτικόν σχολείον, αργότερα εις το γυμνάσιον και εν τέλει εις το Λύκειον, «εκτίοντας την μαθησιακήν ποινήν» της όπως άπαντα τα παιδία της ηλικίας της…
Καθ’ όλην την διάρκειαν του βίου της ήτο τοσούτως  φιλάσθενος ώστε η περίπτωσις του ρινικού διαφράγματος εφάνταζεν αμελητέα εν συγκρίσει με τας ασθενείας, καίτοι περαστικάς, αι οποίαι ήρχοντο και παρήρχοντο κάθε τόσον! Ο οικογενειακός μάλιστα ιατρός είχε χαρακτηρίσει την παιδίσκη «άτλαντα της παθολογίας» και ώκτιρε την τύχην του που δεν είχε γνωρίσει την οικογένειαν ταύτην κατά τη διάρκεια των σπουδών του εις το έκτον έτος της ιατρικής ώστε να ασκήσει την πρακτικήν του επάνω της…. ο δε πατήρ της μικράς δεσποινίδος, κάποιαν ημέραν, αστεϊζόμενος αλλά εν πλήρη συνειδήσει, είπεν την εξής ιστορικήν ρήσιν: «Εάν σε πετούσαμε και κάναμε ένα άλλο, πιο φθηνό θα μας έβγαινε!!!!»
Αντιλαμβάνεσαι, λοιπόν, αναγνώστα, ότι επρόκειτο περί ιδιαζούσης καταστάσεως, η οποία έχρηζε ειδικής μεταχειρίσεως, διότι το πρόβλημα δεν ήτο μόνο εν αλλά πολλά και προς Θεού δεν ήτο μόνο σωματικό… τουτέστιν, γενικώς η παιδίσκη ήτο υπερκινητική. Βασικό της δε ελάττωμα, οικογενειακώς φερόμενον, ήτο ότι δεν ημπόρει ποτέ να καθίσει στα ωά της. Ζημίας ως παιδίον ου διέπραξε πολλάς, παρά μόνον μίαν ημέραν κατά την οποία η μήτηρ παρετήρει μετά του πατρός της ότι ήτο πολύ ήσυχη και διεπίστωσαν από κοινού ότι η ησυχία εσήμαινε δια το δάπεδον της κουζίνας «τραγωδία», εφόσον το έλαιον του μεταλλικού δοχείου εχύνετο δίχως έλεος από πλευράς της επί του δαπέδου και δή επί των ταπήτων και τα έπιπλα προσομοίαζον «βαρκούλες εις τον αιγιαλόν»! Αυτή ήτο και η μόνη ζημία εις τα παιδικά της χρονικά (διότι εις τα εφηβικά και δή τα ενήλικά της ήτον τόσαι ώστε δεν αρκούν αι σελίδες πεντηκοντάφυλλου τετραδίου!)
Της μικράς της ήρεσαν ιδιαιτέρως τα παίγνια και αι περιπέτειαι, όπως το να αναρριχάται εις δύσβατα μέρη, να κάμνει ορθοπεταλιές, να παίζει μετά του αδερφού της ποδόσφαιρον (απρεπές εις το φύλο της) και το κυριότερον να χορεύη! Ήτο γνωστή και ως «Βασίλω» εις το χωρίον της, εκ της πασιγνώστου ρήσεως «Όπου γάμος και χαρά η Βασίλω πρώτη» αλλέως και λαϊκιστί ήτο «δια τα πανηγύρια».
Η λογική λέγει ότι εν παιδίον καθόσον μεγαλώνει αλλάσσει, αποθέτει τας παλαιάς συνηθείας και προχωρεί εμπρός εις την πεπατημένη οδόν την οποία εχάραξεν ο κόσμος των ενηλίκων κατά τας συνηθείας των πρεσβυτέρων... Και το δίχως άλλο, υπάρχει μία σοβαρότης, εις συνετισμός, εν κούτελον τελος πάντων!
Τό  κοράσιον όμως τούτο, μάλλον μεγάλωνε με κούτελον μεν, και δή μείζονος του κανονικού, δίχως όμως λογικήν ιδιαιτέραν. Ήτοι, μεγάλωνε τω σώματι, κατά πως τω πνεύματι αλλά κατά τη ψυχή παρέμενε μικρόν. Και έπραττε τοιουτοτρόπως ενστικτωδώς και αυθορμήτως! Και πολλάκις κατά τη διάρκεια του βίου του επλήρωσε τον αυθορμητισμόν, επλήγωσε άλλους τινάς αλλά και επληγώθη το αυτό! Και τω είπον τινές πως ταύτα ούτως έχει και ότι ουδόλως έδει να στενοχωρηται δια τοιαύτας καταστάσεις.
Και τότε απεφάσισε πως θα επροσπάθει να μην επηρεάζεται τόσον ευκόλως. Αλλά πάντα ταύτα εισί καλά και αρεστά τοις ωσί ως θεωρίαι. Ως πράξεις όμως?
Τα έτη έφευγον ωσάν ύδωρ κελαρυστόν, η νεαρά παρηκολούθει το σχολείον μεθ’ υπερβάλλοντος ζήλου και λίαν καλάς έως ενίοτε αρίστας επιδόσεις και διακρίσεις, ωστόσο εγίγνωσκεν ενδομύχως και ου μόνον, πως τα τοιαύτα βαθμοθηρικά επεισόδια  ήτον μικροπρεπείς ασχολίαι μίας μικροαστικής κοινωνίας βεβαίως και πως το μέλλον της έδει να διαγραφεί εκτός ορίων του κεφαλοχωρίου (ασχέτως εάν αργότερον ευρέθη τόσο εντός όσο εκτός αλλά -και χειρότερον-και επί τα αυτά!!)
Εις ηλικίαν κατάλληλον δια σπουδάς, ετοιμάσθη μετά της προικός, των αποσκευών και άλλων τινών υλικών αλλά και ψυχικών αποθεμάτων να υπάγη εις μίαν μεγάλην πόλιν δια να πραγματοποιήση τα όνειρά της. Επεθύμει να γίνει δασκάλα δια μεγάλους μαθητάς και να διαβάζει για να υπάγει σε ακόμα μεγαλύτερα σχολεία που ονομάζονται σχολαί, γνωσταί και ως πανεπιστήμια… και επεθύμει να γνωρίση ανθρώπους σπουδαίους με νουν, σοφίαν και γνώσιν, οι οποίοι θα ήτον γενναιόδωροι εις το φως το οποίον θα εξέπεμπαν, όπερ και εγένετο. Και επεθύμει επί πλέον να ταξιδέψει… και τούτο εγένετο, σουρτούκω γαρ, ως έλεγεν και η γιαγιά της! Δια την ακρίβειαν δεν άφησε απάτητο κανένα κουτσοχώριον, βλαχοχώριον και κάθε τι λήγον εις –χώριον,  διότι η καταγωγή της μητρός της, κυρίως δε η ανατροφή της τελευταίας προς ταύτην, -η οποία ήτο ολίγον τι του τύπου  «άρτι αφιχθείσα εκ των ορίων» (ήτοι, «μόλις κατέβηκα απ’ τα βουνά») και "κατέστησα την οικίαν μου ούτως,  ώστε να ενθυμίζει  σχολείον δημοτικόν επί μαύρης επταετίας με το ελάχιστον έναν πολιτικό και έναν γεωφυσικό χάρτη (του Λουκοπούλου βεβαίως-βεβαίως!)-" ήτο αναπόφευκτο να μη καταστήσει το κοράσιον έτοιμο ανά πάσα στιγμήν να λάβει τα βουνά!
Επιπροσθέτως, ηγάπησε δια τους λογικούς, ως προκύπτει, λόγους το μάθημα των αρχαίων, των λατινικών, της ετυμολογίας και λοιπών όσα προεκάλουν ανέκαθεν αλλεργίας εις τους κοινούς θνητούς. Και ως εκ τούτου εσπούδασεν την επιστήμην ταύτην και ηυρέθη μάλιστα να προσπαθεί να την καταστήση αξιαγάπητον εις υποψηφίους μαθητάς ανωτέρων σχολών. Των δε μαθητών, τινές μεν εξετίμων την προσπάθειαν ταύτην, τινές δε ετίμων αλλά και ενίοτε υπετίμων και μάλιστα εχαρακτήριζον την νεαράν καθηγήτριαν προβληματικήν, απαιτητικήν και όλα τα λήγοντα εις –ικήν!!!
Η κορασίς, παρ’όλα ταύτα, ηγάπα τα παιδία της σφόδρα και επεβεβαίωνε την λαϊκήν ρήσιν «Μαζί δεν κάνουνε και χώρια δεν μπορούνε» και, καίτοι εφωνάσκει δια τας ατασθαλίας τους, ουδόλως εσήμαινε δια ταύτην ότι ηγάπα κατά τι λιγότερον τους μαθητάς της… και επεί πιστεύει εις την αντίληψιν των μαθητών της ουδεπώποτε εθεώρει ότι και εκείνοι δεν το κατηνόουν…
Εν κατακλείδι, μαθηταί τε και παιδίσκη ετών πλέον τριάκοντα (και κάτι ψιλά) αποτελούν τον πρέποντα συνδυασμόν  δια την συνέχισιν του ειρηνικού της βίου προκειμένου να μη υποπέση η τελευταία εις κατάθλιψιν διότι ακραδάντως πιστεύει ότι τα καλύτερα έπονται και πως δύναται η ζωή της να ήτο ένας άθλος επιβιώσεως, εντούτοις ηφόρει μικράς και ασήμαντας ασθενείας και σωματικάς βλάβας ιασίμους και περαστικάς.
Για όλους τους ως άνω λόγους και δια άλλους τόσους Ευχαριστώ τα παιδία μου που μετατρέπουν τα γενέθλιά  μου κάθε έτος σε παιδικό πάρτι και εκτός από το επιπλέον κεράκι προσθέτουν και ένα λιθαράκι στη ζωή μου ίνα μην αισθάνωμαι αθλίως που με πήραν τα χρόνια και λαμβάνω την ανιούσα ηλικιακώς και την κατιούσα γενικώς!!!


Υ.Γ: Ει απορείς προς τι η γλώσσα ταύτη, θα σου είπω ότι συνειδητώς είναι ουδόλως συνεπής ορθογραφικώς, συντακτικώς, μορφολογικώς και λεξιλογικώς αλλά σημασιολογικώς καθόλα κατανοητή και αποτελεί  γελοιοποίησιν του «δήθεν», του «λογιοτατισμού» και του  «δήθεν λογιοτατισμού», ωστόσο, ει ευρεθεί μαθητής ο οποίος δεν καταλάβει τι ακριβώς λέγει το κείμενον, «τον έλαβε και τον ήρε», τουτέστιν «τον πήρε και τον σήκωσε», διότι αυτομάτως τούτο σημαίνει πως δεν ασκώ ορθώς το επάγγελμά μου! Και εννοείται ότι εθέλω να αναγνωρίση ,άμα τη αναγνώσει, ο πας τις εις ένας –κατά Ζήκο- μαθητής τας ασυνεπείας κατά την αρχαιοελληνικήν γραμματικήν, μετά της γλωσσολογικής και ουχί της σχολικής σημασίας του όρου!
Αντιλαβού?
 

Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 2011

Ρωξάνδρα, ο ορισμός του φεμινισμού!

 «Ε, αφού σου λέω, είναι εγγύηση!»
 «Από τη μία περιμένεις να δεις τι θα κατεβάσει πάλι η κούτρα του κι από την άλλη  είσαι σίγουρος πως  δε θα διαψεύσει τις προσδοκίες σου...»
…Τι οξύμωρη εκτίμηση: Η έκπληξη να είναι γνωστή και αναμενόμενη!
Ευτυχώς που υπάρχουνε άνθρωποι, που τολμούν να ξεθάψουν από τις βιβλιοθήκες και τις ταινιοθήκες λατρεμένα έργα, που άφησαν εποχή, που έδειξαν στο χρόνο αντοχή και επέβαλαν στη βλακεία αποχή! Και δόξασαν εποχές. Στιγμάτισαν θεατές και ανέδειξαν κοινωνίες αυθεντικές… Έργα που βρίθουν από αγάπη, που τονίζουν τη σημαντικότητα της οικογενειακής θαλπωρής, που μετατρέπουν τον εθνικισμό σε πατριωτισμό, που αναδεικνύουν την τοπική μουσική, την τοπική αρχιτεκτονική, την  ιδιωματική γλώσσα και τη γαστριμαργία ενός  χωροχρόνου ως souvenir από το ταξίδι του μυαλού και όχι ως ντροπή για την «εκπάγλου κάλλους μπουρζουαζία»!!!(μμμμμμ….)
Λάτρευα από μικρή την ηθογραφία. Τα πρώτα μου διαβάσματα, στο δημοτικό με θέλανε δανειολήπτη στη δημοτική τράπεζα του λόγου και της τέχνης, τη βιβλιοθήκη.  Και πήρα μια μέρα, κατά τι λιγότερο από μειράκιο, –αν έχεις το θεό σου- τον Ερωτόκριτο αγκαζέ και κουνάμενη σινάμενη τον κουβάλησα στο σπίτι! Δε θα ξεχάσω την έκπληξη της μαμάς! Ένα στόμα χάνου, να διερωτάται και να με ρωτάει: «Τι το θες εσύ αυτό το βιβλίο, οχτώ χρονών παιδί? Αυτό είναι για μεγάλα παιδάκια! Και καταρχήν δε θα το καταλάβεις!» «Και πού με νοιάζει εμένα? Μου άρεσε το εξώφυλλο? Μου άρεσε!: illustration μορφή, βυζαντινές φιγούρες, κρητικής ενδυμασίας, μιας νιας και ενός νιου αγκαλιά…» Με μάγεψαν οι εικόνες, τα χρώματα και οι παραστάσεις που με εγκλώβισαν στις γυαλιστερές σελίδες του… Οι εικόνες τα έλεγαν όλα… μπήκα μέσα, έκλεισαν οι σελίδες πίσω μου και βρέθηκα σε έναν άλλο κόσμο. Εγώ μια φορά κατάλαβα πως κάποιοι αγαπιούνταν. Και μετά δηλαδή που εκείνη (η μαμά μου) μου πήρε τα «Τα λόγια της Πλώρης» και τη «Λυγερή» του Καρκαβίτσα νομίζει πως δε δυσκολεύτηκα, ή μήπως διάβασα τα «άπαντα» του Γρηγορίου Ξενόπουλου στο σύνολό τους?  Αλλά ό,τι ηθογραφικό με μάγευε… με μετέφερε δια μέσου των σελίδων, των αφηγήσεων και των διαλόγων του σε άλλους τόπους, άλλους χώρους, άλλες συνήθειες, άλλες εποχές, άλλες μυρωδιές….
Βασιλικό θέατρο Θεσσαλονίκης. Ώρα Ελλάδος 18.30. Το πρώτο χτύπημά του σκηνοθέτη, πάντα κάτω από  τη μέση. Νόμισα προς στιγμήν, πως ήμουνα η μόνη με τόσο γλυκανάλατη, υγρή θωριά! Ωστόσο, ανακαλύπτω εν τω μέσω των στασιδίων και του απόλυτου σκότους ότι το λοιπόν κοινό, δακρυρροόν εξίσου, προσπαθεί να παρακολουθήσει έως το τέλος της πρώτης σκηνής, μέσα από  τα θολωμένα παραθύρια της ψυχής του, τα μάτια, τις φιγούρες των ηθοποιών σε τεθλασμένη version που ενσαρκώνουν ρόλους γνωστούς, σε άλλους από την περίφημη σειρά της ΕΡΤ και σε άλλους από την ακόμη πιο περίφημη γραφή της αξέχαστης συγγραφέως!
Και τσουπ,  μετά τη γεμάτη συγκίνηση πρώτη σκηνή, μεταξύ  ρυθμών τούρκικου αμανέ και ελληνικότατου μοιρολογιού, ακολουθεί, όπως στο σκοτσέζικο ντουζ,  η  σκηνή του καρσιλαμά, γιορτινού σαν το τραπέζωμα της Πρωτοχρονιάς του 1874, απ’ όπου ξεκινάει και η δράση. Ο καρσιλαμάς, όχι κονσέρβα από ψηφιακό δίσκο συμπιεσμένου ήχου αλλά μιας ζωντανής ορχήστρας επί του άκρου της σκηνής.  Ατίθασα τα πόδια μου, λικνίζονται κάτω από την καρέκλα του μπροστινού μου…
«Η  τύχη μας, λέει, δεν είναι στα χέρια των θεών αλλά στα χέρια εκεινού που μαγειρεύει την τροφή μας» έλεγε ο Κομφούκιος…
«Αχα, χα, χα,χαααα…»
«ο Κομφούζιος? Ποιος είναι πάλι αυτός?»
«Ένας που χώρισε τη γυναίκα του επειδή το ρύζι δεν ήταν ποτέ αρκετά λευκό ούτε ο κιμάς αρκετά καλά κοπανισμένος»…  
Τι επεξήγηση!  Τι προσδιορισμός! Από όσα ήτανε και έκανε ο Κομφούκιος δε μετράει τίποτε παραπάνω από τις απόψεις του περί σπουδαιότητας του μαγειρέματος της τροφής από τη γυναίκα του!!!!!
        Ξέρω τι σκέφτεσαι!: «Τι φαλλοκράτης! Πόσο μισογύνης μπορεί να γίνει ένας άνδρας! Τι καταπίεση δεχόταν το γυναικείο φύλο! Ευτυχώς που η γυναίκα επαναστάτησε και έλυσε το ζυγό της δουλοπρέπειας στον άνδρα!!»
Κάποιος άλλος στέκεται στην επιλογή της συγγραφέως για τον προσδιορισμό του Κομφούκιου! Μα τι πεζότητα! Φαγητό: κοιλιοδουλεία και κατώτερες ζωώδεις ανάγκες!
        Κι όμως! Δεν είναι που οι λέξεις  για τις κατσαρόλες σχηματίζουν εικόνα πανδαισίας και πανδαιμονίας σε μια κουζίνα, δεν είναι που στο άκουσμα του καβουρδισμένου σιμιγδαλιού για χαλλλβά με κανέλα, του ντολλλμά γιαλλλλαντζί, του εκμέκ, του κανταϊφιού, του σεκέρ παρέ, του γλυκού τριαντάφυλλου, του κουκουναριού, το Ιμάμ Μπαϊλντί, οσφραίνεσαι  τα πάντα ήδη αυθυποβάλλοντας τον εαυτό σου στα μυρωδάτα βασανιστήρια μιας πολίτικης κουζίνας, δεν είναι που η εικόνα μιας τέτοιας οικοΔΕΣΠΟΙΝΑΣ σε κάνει να καταλάβεις ότι, όπως και να το κάνουμε, ο στυλοβάτης του σπιτιού ήταν, είναι και θα είναι η γυναίκα, είναι πως βλέποντας κανείς τη Φωτεινή Μπαξεβάνη, να ενσαρκώνει το ρόλο που καθιέρωσε στην κρατική ΕΡΤ άλλοτε η Μπέτυ Βαλάση  καταλαβαίνει πως  ορισμένα πράγματα δεν τα αγγίζει ο χρόνος. Δεν πρέπει να τα αγγίξει, ΑΝΥΠΕΡΘΕΤΩΣ!
        Η φιλοσοφία του καλομαγειρεμένου  φαγητού και ο τρόπος που υποστηρίζεται σου δίνει μάθημα ζωής για το τι σημαίνει γενναιοδωρία και πώς να προσθέσεις στη ζωή σου, νοστιμιά και  ευεξία. Αυτές ήταν οι προτεραιότητες μιας πολίτισσας ενός μικροαστικού ρωμαιομαχαλά που δε συγχρωτιζόταν με την οθωμανική ελίτ αλλά και δεν ασχολούνταν ιδιαίτερα με την πολιτική και επιδιδόταν σε μαγειρικές αλχημείες με την πάλη των μυρωδικών, των μπαχαρικών και των ευωδιαστών εδεσμάτων που με τις μυρωδιές τους αναδεικνύονται σε προτεραιότητα υψίστης σημασίας σε ένα σπίτι κι όχι υποχρέωσης.
Μμμμμ … είπα μυρωδιές… Σαν τα φαγητά της Ρωξάνης ή Ρωξάνδρας ή Λωξάνδρας που ως άριστη οικοδέσποινα δίνει μαθήματα μαγειρικής για μια νόστιμη και γευστική ζωή και ως ηθογραφικός ήρωας, διατελεί το σκοπό της όχι μονάχα επιτρέποντάς μας να μπούμε στο σπίτι της ωσάν σύγχρονοι οργουελικοί Μεγάλοι Αδερφοί  αλλά διδάσκοντάς μας και ήθος! Δοτική, προκομμένη, ευπροσάρμοστη αλλά και επιβλητική, με πυγμή σε θέματα σπιτιού και με «πολιτική» όχι στα κοινωνικά τεκταινόμενα αλλά στις ανθρώπινες σχέσεις, άνθρωπος γεμάτος, με εκτόπισμα. Γεμίζει τη σκηνή, την καρδιά μας και δίνει νόημα στην καθημερινότητα επαναπροσδιορίζοντάς την ως μοναδική γιορτή, γιατί κάθε μέρα είναι διαφορετική και αποστραγγίζοντάς την από τη μιζέρια.
        Ποιος φεμινισμός τώρα και ποια γυναικεία χειραφέτηση? Αν είχε καταλάβει η γυναίκα τον αρχοντικό της ρόλο μέσα στο σπίτι, τον καθοριστικό ρόλο στην ανατροφή των παιδιών, τον ιδανικό της ρόλο σε θέματα σεβασμού στο στεφάνι της, τον πυροσβεστικό της ρόλο στις οικογενειακές μικροπρεπείς διενέξεις και τον σοφό της ρόλο ως καθόλα φιλοσοφικό στην κουζίνα, τώρα δε θα είχαμε τόσα παρατράγουδα κοινωνικά εξ αιτίας του εικονικού επαναστατισμού! Και θα ήταν πιο φεμινίστρια από ποτέ!
        Η Λωξάνδρα σου μαθαίνει να προσέχεις πράγματα της καθημερινότητας και σου δίνει συμβουλές για βασικές αρχές ενός σπιτικού, που μέχρι τώρα κοιτούσες αλλά δεν έβλεπες, άκουγες αλλά δεν πρόσεχες, έτρωγες αλλά δε γευόσουνα:
        Εμπεδώνεις για τα καλά ότι «το λάδι δεν πρέπει να το λυπάσαι στο λαδερό γιατί η λαϊκή παροιμία λέει: “Φάε λάδι κι έλα βράδυ” ». Επίσης ότι «Κάθε λαχανικό στην εποχή του είναι και πιο ωραίο και πιο φτηνό, τι να την κάνεις την κονσέρβα;». Μαθαίνεις μυστικά κουζίνας, όπως το να βάζεις  μπόλικο κρεμμύδι στο γιαλαντζί ντολμά για να κάνεις το ντολμά νόστιμο, όμως να ρίχνεις  μέσα και δυόσμο για να τον κάνεις χωνευτικό. Στο κυδωνάτο που είναι στυφτικό να ρίχνεις  μαζί να βράσουν και τα κουκούτσια του κυδωνιού που είναι τόσο μαλαχτικά για να φέρεις την ισορροπία»... και σου μαθαίνει επίσης να δείχνεις σεβασμό σε ό,τι καρπό γεννάει η φύση και η γης και όχι τα βιομηχανικά και χημικά εργαστήρια…
        Μπαίνεις σε σκέψεις μετά από σοφές συμβουλές για το  ζευγάρι, όπως  «Πώς τη βλέπεις τη γυναίκα σου ύστερα από ένα καλομαγειρεμένο φαγητό και πώς τη βλέπεις όταν έρχεσαι κουρασμένος στο σπίτι σου να φας και βρίσκεις σούπα του μπακάλη (σήμερα τον λένε Μπαρμπα-Στάθη), κονσέρβα και σάλτσα μποτιλιαρισμένη;» ή και «Καλοτάισε τον άντρα σου, αν θέλεις να έχεις άντρα». Και μαθαίνεις πως το σπίτι δεν κρατιέται από τον άνδρα αλλά από τη γυναίκα που από τη φύση της είναι καταδικασμένη να ενσαρκώνει ρόλους, ρόλους, ρόλους αρκεί να το συνειδητοποιήσει νωρίς και να το κατανοήσει όμως και το «ισχυρό» φύλλο. Και πως το σλόγκαν της γνωστής διαφήμισης  «πετάξτε τις κατσαρόλες ψηλά» αποτελεί λάθος  αρχή για τη γυναίκα αλλά καλοστημένο παιχνίδι του καταναλωτισμού.
        Και στέκεσαι επίσης σε βασικές αρχές οικιακής οικονομίας, όπως: «Δεν διατάζουμε ποτέ τη μάνα μας να καθίσει αλλά παρακαλάμε το θεό να είναι πάντα όρθια και στα πόδια της». Σε ένα ξένο σπίτι, και όχι στο δικό μας, όσο οικείο κι αν μας είναι δε δίνουμε ποτέ διαταγές  στους υπηρέτες αλλά αφήνουμε να το κάνουν οι οικοδεσπότες. Και φυσικά έχουμε κάνει αρχή ζωής το «Τις εστί πλούσιος, μπρε; Ο εν τω ολίγω αναπαυόμενος!»
        Το βασικό είναι πως η Λωξάνδρα, γυναίκα του 19ου  αιώνα, τόσο ρετρό φιγούρα καταφέρνει να μπει στην καρδιά μιας σύγχρονης εργαζόμενης γυναίκας, συζύγου, μάνας, καριερίστριας, όπως την έκανε, για άλλους την εξέλιξε, για πολλούς την κατάντησε ή την εξανάγκασε  το κοινωνικό γίγνεσθαι. Και τη βάζει σε σκέψεις ώστε να αναρωτηθεί τόσο Αυτή όσο και Αυτός πως η πάλη των δύο φύλων δεν υφίσταται, για τον απλούστατο λόγο ότι οι ρόλοι είναι ξεχωριστοί εκ φύσεως και παραπληρωματικοί.
Έφυγα από το θέατρο, χαιρετώντας αλλά και χαιρετίζοντας τον Σωτήρη το Χατζάκη, γνωστός μου χρόόόόνια, για την αναμενόμενη έκπληξη που λέγαμε και πήγα σπίτι κι έφτιαξα  λαδερό, ακολουθώντας τη συμβουλή  της Ρωξάνδρας βάζοντας μπόλικο λάδι!  
Αλλιώς μπρε, τι νόημα θα ‘χε λλλαδερό πράμα?