Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 2011

Αξίες άξιες και αξίες ανάξιες (λόγου)...

Βγήκα από το χρυσοπωλείο με τα καινούργια μου τρόπαια! Κοστίζανε μια περιουσία όλα μαζί, πολύ περισσότερο από το αγαπημένο μου κρεματζούλι, εκείνο που εκλάπη κάποια νύχτα από το εργαστήρι χρυσού. Τα κοιτούσα και τα περιεργαζόμουνα σαν μικρό παιδί. Όπως κάνουνε τα μικρά, όταν βλέπουνε για πρώτη φορά κάτι περίεργο. Ήτανε και η φίρμα τους σε περίοπτη θέση, σφραγισμένη ανεξίτηλα επάνω σε μία πλακέτα χρυσού. Ο χρυσοπώλης μου είπε κοφτά: « Είμαστε εντάξει!», «Μααα...να πληρώσω τη διαφορά...»  «Είπαμε Ε-ΝΤΑ-ΞΕΙ! Καλά να ‘σαι! Αμάν κάναμε να βρεις χρόνο να ‘ρθεις να διαλέξεις κάτι. Πόσος καιρός πάει αλήθεια?» «Ε δυο χρόνια, σίγουρα!»... Μεταξύ μας, σιγά και που δεν είχα χρόνο να πάω να διαλέξω κάτι άλλο!! Είχα και παραείχα! Ξέρεις καμιά γυναίκα να μην έχει χρόνο για αγορά? Και χρόνο είχα αλλά και ελπίδες είχα. Ελπίδες ότι θα ξαναβρεθεί! Αλλά ελπίδες φρούδες...
        Ήταν Φεβρουάριος μήνας, όταν οι διαρρήκτες επισκέφτηκαν για δεύτερη φορά το σπίτι μου! (Έρχονται συχνά! Έχουμε γίνει κολλητοί!). Μου το ξαλάφρωσαν κατά κάτι εκατοντάδες ευρώ! Αυτή τη φορά σήκωσαν έναν φορητό υπολογιστή, χιλίων τριακοσίων ευρώ, ένα ολοκαίνουργιο κινητό, τριακοσίων ευρώ του κουτιού (μόνο το τιμολόγιο δεν πήραν από δίπλα, για να ‘χουν και την εγγύηση!!), και πήραν μαζί και τη «δουλειά» που είχε ο υπολογιστής, ανυπολόγιστης αξίας... το σταυρουδάκι σε σχήμα σπαθιού πάνω στο τραπέζι της κουζίνας δεν τους συγκίνησε και πολύ. Δεν ήξεραν οι άχρηστοι από αξίες -βασικά, δεν είχαν αξίες ούτε και ιδανικά, διότι αν είχαν, δε θα μου μαγάριζαν το σπίτι φυσικά. Περιχαρής (η δικιά σου), πανηγυρίζοντας στην ατυχία μου μέσα που είδανε οι κλέφτες το σταυρουδάκι-σπαθάκι και δεν το άγγιξαν, το μεταφέρω για μια επισκευή που χρειαζότανε στον χρυσοχόο! Αλλά... όταν η γκαντεμιά σε κυνηγάει, όπου και να πας θα σ’ εύρει!
Τζάάάάμπα πήγαινα κι ερχόμουνα στο χρυσοχοείο και το σταυρουδάκι ποτέ δεν ήταν έτοιμο. Κάθε βδομάδα, κάθε μέρα πήγαινα στον χρυσοχόο, ώσπου να μου σκάσει το μυστικό ότι «Δυστυχώς το σταυρουδάκι-σπαθάκι εκλάπη!!!!!!!»
        Τι τηλέφωνα σε καταστήματα που εμπορεύονται τη συγκεκριμένη φίρμα, τι επικοινωνία με την εταιρεία να μου φτιάξουν ένα κατά παραγγελία, τι...τι... τι... ! Χρυσούς τους έκανα! Εις μάτην...
        Το είχα πάρει απόφαση: Έπρεπε να προσαρμόσω τη ζωή μου χωρίς το σταυρουδάκι-σπαθάκι! «Ελάτε να διαλέξετε ό,τι θέλετε. Πάρτε από το μαγαζί ό,τι σας αρέσει!» επέμενε ο χρυσοπώλης!
 «Και τι να το κάνω κύριε εγώ το «ό,τι θέλω», μου λες? Ε? Ποτέ δε θα μου αρέσει όσο το σταυρουδάκι που είχε σχήμα σπαθιού και ήταν ιδιαίτερο και όποιος το έβλεπε έκανε ένα «ΑΑΑααα!!!» και το θαύμαζε και το έβρισκε πρωτότυπο και με ρωτούσε από πού το πήρα και πόσο έκανε και από τι ήταν φτιαγμένο!!! Και ό,τι και να μου δώσεις, κύριε,  δε  θα μου θυμίζει το ταξίδι μου στην Ιταλία από όπου το πήρα εκείνη τη βροχερή μέρα μαζί με ένα πορτοκαλί μπλουζάκι με βατραχάκια πράσινα ζωγραφισμένα που ήτανε πολύ αστεία, και ούτε θα μου θυμίζει τον άνθρωπο που μου το πήρε δώρο, και ούτε θα είναι τέτοιας συναισθηματικής αξίας που ήτανε εκείνο....
Και όποιος λέει ότι όλα αυτά είναι υλικά πράγματα, εγώ θα του πω να σταματήσει να λέει βλακείες! Γιατί αυτά είναι συναισθηματικά πράγματα και η αξία τους είναι χωρίς τιμή και είναι τα πιο ακριβά πράγματα στον κόσμο ΜΟΥ!
Ναι, είναι! Γιατί εγώ έχω φτιάξει και μου φτιάξανε έναν δικό μου κόσμο, γεμάτο αναμνήσεις, ιστορίες, βιώματα με πρωταγωνιστές εμένα και αυτούς που αγαπάω και εκείνους που αγάπησα και που μου χαρίσανε αξίες και πράγματα ανεκτίμητης αξίας και συναισθηματικής αξίας. Και τέτοιον κόσμο έχεις φτιάξει κι εσύ και ο διπλανός σου και όλοι μας, γι’ αυτό λέμε ότι είμαστε όλοι στον κόσμο μας!
        Κι εγώ θέλω το σπαθάκι μου πίσω και δε θέλω όλα αυτά τα ακριβά χρυσαφικά που μου χάρισε ο χρυσοπώλης σήμερα και που έχουνε πιο μεγάλη αξία σε ευρώ από το σπαθάκι μου αλλά μηδαμινή αξία σε σχέση με το πιο «άξιο» σπαθάκι για μένα στον κόσμο (ΜΟΥ), γιατί αξίζει όσο όλα τα σπαθιά-σταυρουδάκια και τα σπαθιά και τα σταυρουδάκια του κόσμου (ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ) και κάτι παρά πάνω και όλο αυτό το αξίζει, γιατί το κέρδισε με το σπαθί του!

        Άντε τώρα γιατί έβαλα τα κλάματα!


Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2011

Τα λέμε...!!!

«Ναι ναι! Θα τηλεφωνηθούμε»...»Κάποια άλλη στιγμή, τώρα ξέρεις πώς είναι...Δουλειές, τρεχάματα, υποχρεώσεις» «Ναι ναι, θα σε πάρω μόλις ξελασκάρω», «Θα το κανονίσουμε»... «Από την άλλη βδομάδα πιστεύω να είναι καλύτερα τα πράγματα» ... «Ναι μωρέ κι εγώ τρέχω...τρέχω...τρέχω...»
Εγώ τρέχω, εσύ τρέχεις, αυτή τρέχει. Εμείς τρέχουμε ΚΑΙ εσείς τρέχετε, αυτοί τρέχουν επίσης! Προς τα πού πάτε βρε παιδιά? Δεν μπορεί! Όλο και κάποιοι μεταξύ μας -τόσοι είμαστε- όλο και κάποιοι θα τρέχουμε προς την ίδια φορά, μια φορά τουλάχιστον! Θα κάνουμε την ίδια διαδρομή. Να πάρουμε το ίδιο τρένο, το ίδιο αεροπλάνο, την ίδια άμαξα, έτσι, για παρέα. Συνοδοιπόροι στη διαδρομή της ζωής. Τόσα μέσα ΜΑΖΙΚΗΣ μεταφοράς κυκλοφορούν! Δεν είναι κρίμα να  είσαι μόνος σου σε αυτό το ταξίδι?
Ε? Απάντησέ μου! Τώρα! Εγώ τώρα σε θέλω. Σε πήρα τηλέφωνο τώρα. Σου έστειλα γράμμα, e-mail, μήνυμα, σου χτύπησα την πόρτα, σε φώναξα. Τώρα! Βέβαια από ό,τι βλέπω, δεν εδέησες καν να μου απαντήσεις! Θα έχεις δουλειές ε? Θα τρέχεις! Ενώ εγώ η αργόσχολη, μονίμως στέλνω μηνύματα, διότι δεν ξέρω πώς να σκοτώσω το χρόνο μου! Ή είσαι από αυτούς που δεν απαντούν σε μηνύματα γιατί τα βαριούνται? Ναι μωρέ, ξέρω! Προτιμάς τα τηλεφωνήματα. Αλλά όχι τώρα, γιατί είπαμε, έχεις τρεχάματα!
Η ζωή όμως, λένε οι κακές γλώσσες, έχει μόνο παρόν. Πώς θα αφηγείσαι το παρελθόν σου, αν δε ζήσεις ΤΩΡΑ? Οι αναμνήσεις σου στο μέλλον θα είναι στραγγισμένες από παρόν αλλά γεμάτες από απωθημένα. Από δήθεν απωθημένα! Γιατί αν ήθελες.... αν ήθελες, θα ήσουνα ΤΩΡΑ εδώ, μαζί μου... Εν τω μεταξύ δεν ξέρω αν σου το ‘πα: δεν τα πάω καλά και με τις αναβολές πια. Χωρίσαμε. Πήραμε διαζύγιο. Εσείς ακόμα μαζί ε? Μπανάλ!
Μάλλον είναι η πραγματική σου επιθυμία! Οι πράξεις μετράνε. Τα λόγια πετάνε. Το είπανε και οι Λατίνοι πρώτοι! Κι αφού δε θες να τα πούμε καλέ... τι με πιλατεύεις? Δε θες να με δεις. Δε σου λείπω. Δε μ’ έχεις ανάγκη. Μπορείς και μόνος σου. Ναι. Μπορείς! Και κρατάς δίπλα σου μοναχά αυτούς που σε κάνουν να νιώθεις ασφαλής. Αυτοί είναι οι άνθρωποί σου. Εγώ όχι. Εγώ είμαι, ότε, αν, άμα, όταν, εφόσον ΤΥΧΕΙ και βολέψει μία ευχάριστη σύμπτωση στη ζωή σου, που μ’ έφερε στο διάβα σου κάποια τυχαία συγκυρία. Γι’ αυτό δε με αποζητάς, γι’ αυτό δε με επιθυμείς, δε μου τηλεφωνείς, δεν απαντάς στα μηνύματά μου, γι’ αυτό δε επιδιώκεις να πιούμε έναν καφέ, να με αγγίξεις, να με ακούσεις. Μπορείς και μόνος σου.
Κι εγώ  μπορώ! Μόνος μου. Μόνη. Άσ’ το. Μιαν άλλη φορά. Αλλά δεν ξέρω αν στο ‘πα: από το λίγο, το κάπου, κάπως, κάποτε, το όταν βολέψει, προτιμώ το καθόλου, το μπορώ και μόνος μου, το με αυτούς που πραγματικά με θέλουν, με ψάχνουν και τους ψάχνω, με αυτούς που θέλω. Δε θέλω τον πολλά υποσχόμενα λόγο σου, την ακριβοθώρητη παρουσία σου στη ζωή μου. Θα ήθελα τη ματιά σου, τη ζεστασιά και την αγκαλιά σου σε ένα καφέ, στον καναπέ του σπιτιού μου, συμποδηλάτη μου στην παραλία. Αλλά κι έτσι καλά είναι. Μη μου υπόσχεσαι. Άλλωστε «Θέλει μη λόγο ο λόγος για ν’ ακουστεί» διάβασα κάποτε. Και είχε δίκιο η συγγραφέας. Θα τα πω με τον εαυτό μου, με κάποιον που θέλει και ξέρει να με ακούει. Να αφουγκράζεται τις σκέψεις μου...
Θα μείνω μόνη, με τις σκέψεις μου, τις ψεύτικες τις υποσχέσεις σου, μα δε θα τις λάβω τοις μετρητοίς.
Θα αφήσω κι εγώ να συνωμοτήσουν οι συμπτώσεις μας στο βάθος του αθέατου χρόνου.
 Θα είμαι παρατηρητής στη βιαστική ζωή μας!
 Θα διαλέξω μια θέση πανοπτική, απ’ τον εξώστη, και θα παρακολουθώ, σαν ένας μικρός θεός τους ανθρώπους που τους ξεγέλασε η ζωή και είναι σίγουροι πως από βδομάδα «θα ‘ναι πιο χαλαροί».
Τι αφελείς που είμαστε οι άνθρωποι! Απουσιάζουμε από το βίωμά μας το πήρες χαμπάρι? Ποιο συμβόλαιο σου εξασφάλισε πως θα έχεις «άλλη εβδομάδα»? Να το υπογράψω κι εγώ!
Δε θα σε ξαναενοχλήσω. Δε θα σου ξαναζητήσω ποτέ να βγούμε. Κι ούτε θα περιμένω πια. Προτιμώ τα αναπάντεχα και τα απρογραμμάτιστα. Αν μπορείς, έλα τώρα. Αλλιώς έχει ο Θεός. Και μη μου κάνεις ξανά παράπονα «Πού χάθηκες και τέτοιες βλακείες!».
Και μετά με ρωτάς: «Πόσο μ’ αγαπάς? Από πού μέχρι πού?»
 «Μα από μένα μέχρι εσένα φυσικά!»
«Μόνο τόσο?» με ρωτάς!
«Γιατί μόνο? Αφού η απόσταση που δημιουργήθηκε μεταξύ μας είναι πια πολύ μεγάλη!!»
Τα λέμε...





Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2011

Η «Κουτσή», η «Μαρία» και το μπαλάκι του tennis


Τη φίλη μου τη  Μαρία την ξέρετε! Αυτή με την οποία Θεσσ...αλωνίσαμεεε! Είχε και συνέχεια λοιπόν το «αλώνισμα»  μαζί της. Αυτή τη φορά στην Αθήνα! Όχι! Δεν πρόκειται να γράψω το σίκουελ του «Θεσσ...αλωνίζοντας»  ως είθισται στις μεγάλες Holligoodιανές επιτυχίες!
Το «αλώνισμα» εν Αθήναις για άλλη μια φορά μαζί της ήταν χάρμα. Είδαμε θέατρο, βιβλιοθήκες, γνωστούς και φίλους, ωστόσο από το πολύ περπάτημα «τα είδαμε όλα» και καταλήξαμε να συστηνόμαστε στο τέλος ως «Η Κουτσή» (δλδ η υπογράφουσα) και «Η Μαρία» (δλδ εκείνη)!!!
Κεφάλαιο Διάγνωση: Επιστρέφοντας Αθήναθεν το ποδαράκι μου δεν μπορούσα να το πατήσω! Τα ίδια συμπτώματα είχε και μία θεια της γιαγιάς της κουμπάρας της ξαδέρφης της μάνας μου και μου είχε πει πως λέγεται σύνδρομο Morton ή κάπως έτσι. Πανικός! Βουτιά στον διαδικτυακό επιστημονικό ωκεανό, στα τρίσβαθα και άπατα πελάγη του ιατρικού επιστητού: τι είναι πάλι αυτό, πώς προέκυψε, τι πρέπει να κάνω? Εγχείριση? Και πόσο θα με πάρει? Θα δουλεύω? Θα γυμνάζομαι? Θα περπατάω? Τιιιιιιι? Αποχή από τη δουλειά!? Κλικάροντας πανικόβλητη σε κάθε link του κυβερνοχώρου που έφερε μια σχετική πληροφορία, μία υποψία περί του καινούργιου αυτού βασάνου, την έκανα την τηλεδιάγνωση. Ήμουνα έτοιμη να πάω στο γιατρό και να του υποδείξω τι πρέπει να μου κάνει! Απ’ την πολλή τη σιγουριά δεν τον είχα κι ανάγκη! Τι τον έχουμε τον τίτλο του «Άτλαντα της παθολογίας» έτσι? Γαλόνια είναι αυτά!
Κεφάλαιο  θεράπων γιατρός: Ραντεβού με το γιατρό του νοσοκομείου στις 10.15. Πάει η προπόνηση του τέννις  και για σήμερα! Ακυρώνεται για άλλη μια φορά. Από τότε που πήρα δική μου ρακέτα για το τέννις δεν έχω αξιωθεί να παίξω ούτε μία φορά. Καλά το είδα εγώ το όνειρο: λιωμένη ρακέτα= δεν θα παίξεις μαζί της! (και μέντιουμ η δικιά σου!).
Κεφάλαιο πάρκιγκ νοσοκομείου: Φύλακας απών! Χώρος πάρκινγκ πουθενά. Τελική θέση πάρκινγκ στα 200 μέτρα από την πύλη του νοσοκομείου (κι ευχαριστημένος να ‘σαι!). Νεύρα. Κούτσα-κούτσα μετά από κανά τέταρτο άφιξη στον τελικό (?) –νομίζεις! κούνια που σε κούναγε!- προορισμό. Βρε καλώς τοναααα! Ο Φύλακας βολτάρει μπροστά μου! Στον ουρανό σε γύρευα... Έπεται καβγάς! «Τι φωνάζεις κυρία μου? Δεν είμαστε εμείς υπεύθυνοι για το πάρκιγκ!!!» Μπα! Και τι είστε? Ανεύθυνοι? Το αντίθετο της υπευθυνότητας είναι η ανευθυνότητα! Νομίζω? Και πάσχεις και από ό,τι πάσχουν όλοι οι Έλληνες: τη  «Μετάθεση ευθυνών». «Και ποιος είναι υπεύθυνος κύριέ μου σε παρακαλώ? Η τραπεζοκόμος ή ο εφημερεύων ιατρός?»
Κεφάλαιο εξέταση: Η ώρα -κύριε γιατρέ- έχει πάει 11.10 και συ πουθενά! Στις 11.11 και 2’’ ενεφανίσθη ο ιατρός. Στις 11.11 και 3’’ απεφάνθη κιόλας: «Υποψίες για σύνδρομο Morton». Παραπεμπτικό: μαγνητική τομογραφία. «Στο νοσοκομείο δεν υπάρχει μαγνητικός. Θα πάτε σε ιδιωτικό εξωτερικό διαγνωστικό κέντρο. ΑΛΛΑ... Τι ταμείο έχετε?» με ρωτάει. «Το χειρότερο» του απαντάω. «Τότε πρέπει να γράψει την εξέταση ιατρός συμβεβλημένος με το  ταμείο σας» ... μου λέει. «Μάλιστα» του λέω. Καβαλάω τα 85 μεσήλικα άλογά μου, παρκαρισμένα, είπαμε, σχεδόν στο διπλανό χωριό και κουτσοτρέχοντας προλαβαίνω το γιατρό του ταμείου μου -στην άλλη άκρη της πόλης το ιατρείο του (να σημειωθεί!)-  ο οποίος με πληροφορεί ότι πρέπει να το θεωρήσει με σφραγίδα ο ελεγκτής ιατρός (άλλος αυτός πάλι, τρίτος στη σειρά) στα γραφεία του ταμείου ασφάλισής μου και πως η  συμμετοχή που πρέπει να πληρώσω για την εξέταση είναι 60 ευρά! (Εν τω μεταξύ υποτίθεται πως πληρώνω πολλά λεφτά στο ταμείο μου, υπέρ υγείας -και όχι υπέρ αποπεράτωσης του Ιερού Ναού Αγίας Σκέπης!- Να σημειωθεί επίσης ΠΑΡΑΥΤΑ!).  Ξανακαβαλάω τα 85 μου αλογάκια. Ο ελεγκτής μού λέγει πως το βιβλιάριό μου χρειάζεται θεώρηση για το νέο έτος (δική μου αμέλεια!) αλλά η υπάλληλος εκείνη τη στιγμή που έκανε τις θεωρήσεις ήτανε μέσα στα νεύρα (πιο πολλά από τα δικά μου), απειλούσε θεούς και δαίμονες πως θα έπαιρνε άδεια και θα έφευγε από τη δουλειά γιατί ήτανε, όπως έλεγε,  πολύ νευριασμένη και πως μας έκανε όλους εμάς μεγάλη χάρη –Μεγάλη η χάρη της!!- που μας μιλούσε γιατί ήτανε σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση! -η καημένη!- (Ευαισθησία αυτοί οι δημόσιοι υπάλληλοι!! Είναι πραγματικά για λύπηση! Είναι τόσο ευαίσθητοι οι καημενούληδες που παίρνουν ανά πάσα στιγμή άδεια από τη δουλειά τους για να φύγουν σπίτι τους. «Για κρίμα» που λέει κι η γιαγιά μου! Κι εδώ συζητάμε αν θα χειρουργηθώ και πώς θα γίνει να μη χάσω ώρα από τη δουλειά, ποιος θα με αντικαταστήσει και τέτοια ποταπά πράγματα!!!!Τς τς τς!)
Κεφάλαιο μαγνητικός τομογράφος: κουτσά-στραβά πήρα και την έγκριση. Ψάξε σ’ αυτήν την πόλη να βρεις τώρα το μαγνητικό. Ο κρυμμένος θησαυρός. Είχα να τον παίξω από τότε που πήγαινα στους προσκόπους! Και θες λίγο το κρύο, θες λίγο το μπόλικο κασκόλ που με τύλιξα σαν κοκορέτσι, θες τα νεύρα κι η πολλή σιγουριά, μπήκα σε ένα κατάστημα που είχε ταμείο, είχε λογιστήριο, είχε και διεύθυνση αλλά για κάποιο λόγο δεν είχε συνεννόηση! Καμία υπάλληλος δεν καταλάβαινε για ποιο πράγμα μιλούσα, με ποιον έκλεισα ραντεβού και τι εξέταση πήγα να κάνω !!! Λογικό! Αφού δεν μπήκα στο διαγνωστικό κέντρο αλλάάάάά.... στη «Δημοτική Επιχείρηση Ύδρευσης» !!!!!!!!!!!!!!!!!Halloooooo!!! Ήξερα ότι κατά βάθος όλες ξανθιές είμαστε. Αλλά μάλλον όχι και στο πολύ βάθος! Εγώ το ‘χω πιο επιφανειακό. Το δείχνω! Φωνάζει ρε παιδί μου, πώς το λένε; ΦΑΙΝΕΤΑΙ! Μαζεύω τα κομματάκια της αξιοπρέπειάς μου (όσα μου είχαν απομείνει). Δεν είμαι εγώ απόφοιτος σχολής.... δημοτικό να είχα τελειώσει μοναχά, μια ματιά θα έριχνα στην ταμπέλα. Έτσι! Από περιέργεια. Μετά λένε πώς βγαίνουν τ’ ανέκδοτα! Αποσιώπησις! Κάνω τον Κινέζο! Ε μετά από αυτό, που το φυσούσα και δεν κρύωνε, βρήκα και τον τομογράφο που ήτανε στον αμέσως επόμενο και παράλληλο δρόμο. Ε εμπερδεύθην, η γυναίκα!
        Μπήκα λοιπόν σε εκείνο το κουβούκλιο που μοιάζει με φούρνο για εκκολαπτόμενα ψητά κοτόπουλα με πατάτες στη γάστρα! Τι στιγμή! Ο ορισμός της απραγίας. Το αποφάσισα! Δε μου πάει το καθισιό! Η ταβανοσκόπηση ωστόσο είναι ένας τρόπος εσωτερικού διαλογισμού. Ποιος το αμφισβητεί? Πάντοτε μου το έλεγε η φίλη μου η Ελένη η Ψυχολόγος ότι ήθελε να με δέσει σε μία καρέκλα για να δω πώς είναι να μην κάνω τίποτα! Ευκαιρία. Αλλά καθισιό??? Ό,τι χειρότερο δλδ μπορεί να σου τύχει!! Πνίγομαι! Ο Ερμής μου, που μάλλον ήτανε ανάδρομος, επιστέγασε και τον επίλογο της εξέτασης που τελείωσε με παρεξήγηση (πώς αλλιώς μέρα που ‘ταν!) μεταξύ εμού και της ιατρού! Καβγάς Νο 2! Και μου είπε κι από πάνω ότι μου μίλησε και καλά! Δλδ αν μου μιλούσε άσχημα τι θα μου έλεγε?
Κεφάλαιο tennis: Δύσκολη και τούτη η μέρα ! Τέννις δεν έπαιξα! Ωστόσο έμαθα καλά πώς είναι να είσαι όχι ο παίκτης αλλά το μπαλάκι:
-Να σε πετάνε από τον έναν στον άλλον, σε οποιεσδήποτε συνθήκες: με αέρα, με κρύο, με ζέστη, με κουτσό πόδι.
-Να σε χτυπάνε οι παίκτες και να το θεωρούν επιτυχία.
-Να σε παρατάν σε μια γωνιά για να πετάξουν τα άλλα μπαλάκια.
-Να σε μαζεύουν κάποια στιγμή, όταν βολέψει, εάν βολέψει.
-Να έχεις καταπονηθεί αλλά κανείς να μη νοιάζεται, γιατί ο στόχος είναι να σε κάνουν ο ένας πάσα στον άλλον.
Και κατάλαβα πως όταν οι παίκτες:
 -έχουν νεύρα,
-είναι αδιάθετοι,
-αγύμναστοι ή
-ανίδεοι από κανόνες παιχνιδιού
μπορούν να σε στείλουν οπουδήποτε, εντός ή εκτός γηπέδου, χασκογελώντας
γιατί...
κάνουν πλάκα και δεν τους νοιάζουν οι κανόνες,
γιατί...
είναι ανίδεοι και δεν ξέρουν που να στείλουν τη μπάλα  ή
γιατί...
 είναι αδύναμοι και δεν μπορούν να βρουν το στόχο.
Και στο κάτω-κάτω και Ίδρωσα και  Καταπονήθηκα και όλα τα συμπτώματα της προπόνησης τα ένιωσα. Εγώ μια φορά όμως σας συστήνω: να μην τολμήσετε να αρρωστήσετε εντός terrain  δημόσιας δωρεάν υγείας!

Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2011

Συνισταμένη Αδυναμιών!!!


ΕΚΕΙΝΗ: Πάλι δεν ξέπλυνες το νεροχύτη?
ΕΚΕΙΝΟΣ: Δεν είχα χρόνο. Βιαζόμουνα!
ΕΚΕΙΝΗ: Εγώ δε βιάζομαι?
ΕΚΕΙΝΟΣ: Τότε γιατί δεν έβαλες άλλη πετσέτα στο μπάνιο, αφού αυτή που είχε την πήρες για τα μαλλιά σου?
ΕΚΕΙΝΗ: Γιατί το ξέχασα!
ΕΚΕΙΝΟΣ: Μετά εμένα λες!!
ΕΚΕΙΝΗ: Εσένα λέω, γιατί εσύ δεν κάνεις τίποτε σε αυτό το σπίτι εκτός από το να το λερώνεις!
ΕΚΕΙΝΟΣ: Κι εσύ τίποτε άλλο εκτός από το να γκρινιάζεις!
ΕΚΕΙΝΗ: Γκρινιάζω γιατί με αναγκάζεις! Αν ήσουνα εντάξει…
ΕΚΕΙΝΟΣ: Γιατί, εσύ είσαι? Επειδή δε σου τα λέω, νομίζεις ότι δεν τα κάνεις?
ΕΚΕΙΝΗ: Ε προφανώς δεν είναι και τόσο ενοχλητικά!
ΕΚΕΙΝΟΣ: Νομίζεις. Απλά είναι ασήμαντα για μένα, ώστε να φτάσω στο σημείο να μαλώσω!
ΕΚΕΙΝΗ: Και γιατί είναι ασήμαντα? Επειδή είναι καθημερινά? Είναι η καθημερινότητα ασήμαντη?
ΕΚΕΙΝΟΣ: Γιατί η γκρίνια σου έγινε συνώνυμο της «Καλημέρας» μέσα σ’ αυτό το σπίτι!
ΕΚΕΙΝΗ: Να φροντίσεις τότε να γίνει αντώνυμο της «Καλής μας μέρας» που έχει γίνει κακή, ψυχρή κι ανάποδη και που θα εξαρτάται από εσένα και από τα νεύρα που δε θα μου σπας!
ΕΚΕΙΝΟΣ-ΕΚΕΙΝΗ (ή ΕΚΕΙΝΗ-ΕΚΕΙΝΟΣ) : Διότι ξεκινήσαμε από το «εγώ», οραματιστήκαμε και επιδιώξαμε το «εμείς», αλλά καταλήξαμε ξανά εκεί από όπου ξεκινήσαμε: σε ένα «πληγωμένο» αυτή τη φορά «εγώ», εξ αιτίας ενός αλαζονικού «σου».
        Γιατί «εγώ» δεν ανέχομαι πολλά. Κι όταν με γνώριζες, σου το έδειχνα. Όταν με διάλεγες, σου το έλεγα κι όταν με παντρεύτηκες σου το απέδειξα! Κι εσύ πόνταρες στο ότι θα άλλαζα! Ότι θα συμβιβαζόμουνα, ότι θα ΜΕ απαρνιόμουνα και θα υποχωρούσα. Να υποχωρήσω? Σε τι? Γιατί? Πού? Πότε? Πόσο? Για πόσο?
        Τσαλαπατάς τη νοημοσύνη και την καλοσύνη μου! Μου βάζεις όρους απεχθείς! Αμφισβητείς! Τη στάση μου, τα «θέλω» μου, τα «έχω» και τα «δίνω» μου. Ποιος? Εσύ! Εσύ που μέσα στο «εμείς», είσαι ένα ολομόναχο «εγώ». Που δεν υποχωρείς, που αδιαφορείς. Εσύ που αλληθωρείς! Που περιμένεις κι απαιτείς, κι αλληγορείς! Που λες πως νοιάζεσαι, μα βιάζεσαι να αλλάξω, να βουλιάξω και να αράξω σε μια κατάσταση νωθρή, σε μια διάσταση σαθρή, χωρίς αντίσταση, σε κάθε περίσταση, δίχως «γιατί», δίχως «όχι», χωρίς άρνηση. Σε κάθε σου στάση, στέμμα η δική μου κατάφαση και η έγκρισή μου, συντροφιά. Και η υποχώρηση… μόνο απ’ τη μία πλευρά! Δε γίνεται αγάπη μου γλυκιά!! Οι σχέσεις φτιάχνονται από δυο! Όχι από εγωισμό! Γι’ αυτό καταντάνε ρημαδιό.
        Μεγάλωσα! Και δεν μπορώ άλλο πια να ανεχτώ, κανέναν πάνω από το δικό μου το «εγώ». Πόνεσα. Πάλεψα. Έχτισα. Νίκησα. Κι ήρθες εσύ: Με Πόνεσες. Με Τσάκισες. Τα γκρέμισες. Με Νίκησες! Κι αναζητώ τις ματωμένες μου ισορροπίες μέσα σε θλιμμένες αισιοδοξίες με ξεφτισμένες ανταρσίες γύρω από ένα σπιτικό, φτιαγμένο από μπετό και σκέτο εγωισμό!
        Κουράσανε τα άπλυτα τα πιάτα, τα ασιδέρωτα πουκάμισα, οι τσαλακωμένες αντοχές, τα ασκούπιστα δάκρυα, τα ξέστρωτα-ξενέρωτα κρεβάτια, τα κολλαριστά και  άπραγα κορμιά, οι μουχλιασμένες ιδέες, οι ανήλιαγες διαθέσεις, το γλυκό που δεν έψησες ποτέ σ’ αυτό το σπίτι, τα άνοστα φιλιά σου, η σκονισμένη πια ομορφιά σου και η ακατάστατη καρδιά σου…
        Όταν σε γνώρισα έδειχνες διάθεση να βοηθήσεις: και τα πιάτα έπλενες, και τα πουκάμισά σου μόνος σου σιδέρωνες, και το κρεβάτι το «στρώναμε» και το «αναστατώναμε» και το κορμί σου λύγιζες, το λίκνιζες, το γύμναζες! Τις ιδέες σου τις αέριζες, τις σκονισμένες και αραχνιασμένες απόψεις σου τις τίναζες και τις ξαράχνιαζες, και η διάθεσή σου ήτανε ευήλια. Κι αν το φαγητό δεν τρώγονταν, χόρταινα με τα νόστιμα φιλιά σου, την ανείπωτη για τα μάτια μου ομορφιά σου και την ολάνθιστη καρδιά σου…
        Τώρα, σου φταίει η καθημερινότητα, η γκρίνια και η αβεβαιότητα. Τα μούτρα μου που σέρνονται στο πάτωμα. Κι εγώ χαμένη, κι εσύ θλιμμένος, κι εσύ θλιμμένη, κι εγώ  χαμένος, μέσα σ’ αυτόν τον κύκλο, που τον λένε Φαύλο, ψάχνουμε από κοινού για το μίτο. Πού είναι η αρχή του κουβαριού, που αβγάτισε και γίνανε πολλά, «κουβάρια και μαλλιά», να δίνουνε λαβή στις λαϊκές παροιμίες, και εμείς, με τις δικές μας ιστορίες, να επιβεβαιώνουμε το λαό! Έχω παγιδευτεί σε έναν λαβύρινθο. Που κάνω να βγω και πέφτω σε τοίχο! Που μιλάω και η φωνή μου τρέπεται σε ηχώ. Χτυπάει πάνω του με ορμή και με οργή. Γυρίζει πίσω και τρυπά τα δικά μου τ’ αφτιά. Γιατί εσύ δεν ακούς. Μόνο μιλάς! Μιλάς! Μιλάς! Μιλάς! Αλλά δε λες τίποτα κυρία Κοκοβίκου! Κούφια τα λόγια σου, αφυδατωμένα και στραγγισμένα από ουσία, Αντωνάκη! Ζητάς εξουσία! Μα λύση δεν δίνεις καμία!
Ξεκίνησα εγώ, ξεκίνησες εσύ. Ξεκίνησα εγώ, το συνέχισες εσύ. Ξεκίνησες εσύ, το συνέχισα εγώ! Τι ‘ν’ το «εγώ», τι είν’ το «εσύ»? Και τι τ’ ανάμεσό του? Μια σχέση κάναμε κι οδυνηρώς και δυστυχώς φαντάζουμε άνθρωποι «άσχετοι» μεταξύ μας! Άσχετοι, γιατί δεν έχουμε ιδέα τι πάει να πει «σχέση»!
        Βρες μου την άκρη απ’ τα μαλλιά-κουβάρια, γιατί αν συνεχίσουμε θα μοιάζουμε με μπαλάκια του πινγκ-πονγκ. Ένα feedback  είναι οι σχέσεις μωρό μου! Ό,τι δίνεις παίρνεις. Ό,τι σπέρνεις, θερίζεις! Κι αν σπείρεις άνεμο, θα θερίσεις θύελλες.
        Αφού όταν ξεκινήσαμε, είπαμε πως θέλαμε να «ενώσουμε τις δυνάμεις μας», να προσθέσουμε τις δυνατότητές μας, να γίνουμε ΕΝΑ. Και τελικά, το μόνο που κάναμε ήταν να διαιρούμε το «εμείς» σε δυο «εγώ» πολλαπλασιάζοντας τις πιθανότητες διάλυσης και αφαιρώντας από το παιδί μας και τους εαυτούς μας το δικαίωμα να ζήσουμε ΩΣ -και όχι ΣΑΝ- οικογένεια!
Πες μου σε παρακαλώ: είναι αυτό σπίτι?