Βγήκα από το χρυσοπωλείο με τα καινούργια μου τρόπαια! Κοστίζανε μια περιουσία όλα μαζί, πολύ περισσότερο από το αγαπημένο μου κρεματζούλι, εκείνο που εκλάπη κάποια νύχτα από το εργαστήρι χρυσού. Τα κοιτούσα και τα περιεργαζόμουνα σαν μικρό παιδί. Όπως κάνουνε τα μικρά, όταν βλέπουνε για πρώτη φορά κάτι περίεργο. Ήτανε και η φίρμα τους σε περίοπτη θέση, σφραγισμένη ανεξίτηλα επάνω σε μία πλακέτα χρυσού. Ο χρυσοπώλης μου είπε κοφτά: « Είμαστε εντάξει!», «Μααα...να πληρώσω τη διαφορά...» «Είπαμε Ε-ΝΤΑ-ΞΕΙ! Καλά να ‘σαι! Αμάν κάναμε να βρεις χρόνο να ‘ρθεις να διαλέξεις κάτι. Πόσος καιρός πάει αλήθεια?» «Ε δυο χρόνια, σίγουρα!»... Μεταξύ μας, σιγά και που δεν είχα χρόνο να πάω να διαλέξω κάτι άλλο!! Είχα και παραείχα! Ξέρεις καμιά γυναίκα να μην έχει χρόνο για αγορά? Και χρόνο είχα αλλά και ελπίδες είχα. Ελπίδες ότι θα ξαναβρεθεί! Αλλά ελπίδες φρούδες...
Ήταν Φεβρουάριος μήνας, όταν οι διαρρήκτες επισκέφτηκαν για δεύτερη φορά το σπίτι μου! (Έρχονται συχνά! Έχουμε γίνει κολλητοί!). Μου το ξαλάφρωσαν κατά κάτι εκατοντάδες ευρώ! Αυτή τη φορά σήκωσαν έναν φορητό υπολογιστή, χιλίων τριακοσίων ευρώ, ένα ολοκαίνουργιο κινητό, τριακοσίων ευρώ του κουτιού (μόνο το τιμολόγιο δεν πήραν από δίπλα, για να ‘χουν και την εγγύηση!!), και πήραν μαζί και τη «δουλειά» που είχε ο υπολογιστής, ανυπολόγιστης αξίας... το σταυρουδάκι σε σχήμα σπαθιού πάνω στο τραπέζι της κουζίνας δεν τους συγκίνησε και πολύ. Δεν ήξεραν οι άχρηστοι από αξίες -βασικά, δεν είχαν αξίες ούτε και ιδανικά, διότι αν είχαν, δε θα μου μαγάριζαν το σπίτι φυσικά. Περιχαρής (η δικιά σου), πανηγυρίζοντας στην ατυχία μου μέσα που είδανε οι κλέφτες το σταυρουδάκι-σπαθάκι και δεν το άγγιξαν, το μεταφέρω για μια επισκευή που χρειαζότανε στον χρυσοχόο! Αλλά... όταν η γκαντεμιά σε κυνηγάει, όπου και να πας θα σ’ εύρει!
Τζάάάάμπα πήγαινα κι ερχόμουνα στο χρυσοχοείο και το σταυρουδάκι ποτέ δεν ήταν έτοιμο. Κάθε βδομάδα, κάθε μέρα πήγαινα στον χρυσοχόο, ώσπου να μου σκάσει το μυστικό ότι «Δυστυχώς το σταυρουδάκι-σπαθάκι εκλάπη!!!!!!!»
Τι τηλέφωνα σε καταστήματα που εμπορεύονται τη συγκεκριμένη φίρμα, τι επικοινωνία με την εταιρεία να μου φτιάξουν ένα κατά παραγγελία, τι...τι... τι... ! Χρυσούς τους έκανα! Εις μάτην...
Το είχα πάρει απόφαση: Έπρεπε να προσαρμόσω τη ζωή μου χωρίς το σταυρουδάκι-σπαθάκι! «Ελάτε να διαλέξετε ό,τι θέλετε. Πάρτε από το μαγαζί ό,τι σας αρέσει!» επέμενε ο χρυσοπώλης!
«Και τι να το κάνω κύριε εγώ το «ό,τι θέλω», μου λες? Ε? Ποτέ δε θα μου αρέσει όσο το σταυρουδάκι που είχε σχήμα σπαθιού και ήταν ιδιαίτερο και όποιος το έβλεπε έκανε ένα «ΑΑΑααα!!!» και το θαύμαζε και το έβρισκε πρωτότυπο και με ρωτούσε από πού το πήρα και πόσο έκανε και από τι ήταν φτιαγμένο!!! Και ό,τι και να μου δώσεις, κύριε, δε θα μου θυμίζει το ταξίδι μου στην Ιταλία από όπου το πήρα εκείνη τη βροχερή μέρα μαζί με ένα πορτοκαλί μπλουζάκι με βατραχάκια πράσινα ζωγραφισμένα που ήτανε πολύ αστεία, και ούτε θα μου θυμίζει τον άνθρωπο που μου το πήρε δώρο, και ούτε θα είναι τέτοιας συναισθηματικής αξίας που ήτανε εκείνο....
Και όποιος λέει ότι όλα αυτά είναι υλικά πράγματα, εγώ θα του πω να σταματήσει να λέει βλακείες! Γιατί αυτά είναι συναισθηματικά πράγματα και η αξία τους είναι χωρίς τιμή και είναι τα πιο ακριβά πράγματα στον κόσμο ΜΟΥ!
Ναι, είναι! Γιατί εγώ έχω φτιάξει και μου φτιάξανε έναν δικό μου κόσμο, γεμάτο αναμνήσεις, ιστορίες, βιώματα με πρωταγωνιστές εμένα και αυτούς που αγαπάω και εκείνους που αγάπησα και που μου χαρίσανε αξίες και πράγματα ανεκτίμητης αξίας και συναισθηματικής αξίας. Και τέτοιον κόσμο έχεις φτιάξει κι εσύ και ο διπλανός σου και όλοι μας, γι’ αυτό λέμε ότι είμαστε όλοι στον κόσμο μας!
Κι εγώ θέλω το σπαθάκι μου πίσω και δε θέλω όλα αυτά τα ακριβά χρυσαφικά που μου χάρισε ο χρυσοπώλης σήμερα και που έχουνε πιο μεγάλη αξία σε ευρώ από το σπαθάκι μου αλλά μηδαμινή αξία σε σχέση με το πιο «άξιο» σπαθάκι για μένα στον κόσμο (ΜΟΥ), γιατί αξίζει όσο όλα τα σπαθιά-σταυρουδάκια και τα σπαθιά και τα σταυρουδάκια του κόσμου (ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ) και κάτι παρά πάνω και όλο αυτό το αξίζει, γιατί το κέρδισε με το σπαθί του!
Άντε τώρα γιατί έβαλα τα κλάματα!