Για κάποιον λόγο τα περασμένα καλοκαίρια ξεθωριάζουνε στο
χρόνο. Είναι λίγο σαν τα καραβάνια που χάνονται στον ορίζοντα της ερήμου που
ενώνεται με τον ουρανό. Είναι σαν τα τεράστια αεροπλάνα που γίνονται σαν την
πινέζα που καρφώνεται ανάμεσα στα σύννεφα και τον ήλιο. Για κάποιον λόγο η
μνήμη είναι ολοζώντανη μέχρι που το καινούργιο γεγονός να επισκιάσει την
ανάμνηση. Για κάποιον λόγο ο χρόνος, οι μήνες, οι μνήμες, οι μέρες πέρασαν πάλι
γρήγορα. Για κάποιον λόγο πάλι λέμε «σαν να ΄ταν χθες!»...Για κάποιον λόγο...
Για πολλούς λόγους... Για άπειρους λόγους, μετρήσιμους ή αμέτρητους...
Πάλι ο ήλιος θα στέκεται κρεμασμένος για πολλές ώρες. Πάλι θα
κοιτάει περίεργος και θα παρακολουθεί τις καλοκαιρινές μας περιπέτειες,
δουλειές, αγωνίες. Θα είναι μάρτυρας των αποδράσεών μας. Θα ζηλεύει τις
δροσερές μας βουτιές κα θα μας χαϊδεύει μαζί με τα κύματα και την αλμύρα. Δε θα
‘χει δόντια το καλοκαίρι, δεν θα δαγκώνει, μα θα καίει. Θα τσουρουφλάει. Θα
ψήνει. Θα παίζει κρυφτό με κανά σύννεφο, θα χώνεται ντροπαλός από πίσω του και
θα το αφήνει να βάλει τα κλάματα στη θέα της αθλιότητας αυτού του μάταιου
κόσμου. Θα το επιτρέπει να ξεπλένει πού και πού τα κουρασμένα του μάτια! Τα
μάτια μάρτυρες! Τα μάτια θεατές! Όπως τα δικά μας μάτια. Που είδανε πολλά εδώ
και έναν χρόνο.
Είδανε καινούργια μέρη και γνώρισαν καινούργιους ανθρώπους.
Διάβασαν νέες οπτικές και διασταυρώθηκαν με άγνωστα βλέμματα. Πάνω σε ένα
πλοίο, σε μια στάση λεωφορείου, δίπλα σε μια ομπρέλα παραλίας. Συγχρωτίστηκαν ανάμεσα
στα βράχια ή πάνω από τα βότσαλα. Γνώρισαν περιπάτους σε αρχαία μέρη, εκεί που
άνοιγαν το βήμα τους χιλιάδες χρόνια πριν δούλοι και σοφιστές. Βράχηκαν σε νερά
όπου βουτήξαν ψάρια, δελφίνια, ίσως γοργόνες και σίγουρα δίχτυα.
Χα! Δίχτυα!
Και πιάστηκα στα δίχτυα τους και μπλέχτηκα μαζί τους.
Παγίδες είν’ τα κρόσσια τους. Και τα ‘σκισα και βγήκα.
Και κέρδισα. Και έχασα. Και γνώρισα ή διέγραψα.
Κι έζησα τη στιγμή, έψαξα
τη γιορτή,
ένιωσα την
αβεβαιότητα,
αναζήτησα τη
σταθερότητα.
Μα κάτι εγκέλαδοι σείσανε τον ρου μου,
έχασα την ισορροπία μου και βούτηξα στο κύμα.
Έπιασα πάτο, σκιάχτηκα
κι αντίκρισα τα ψάρια
σ’ έναν βυθό ανήσυχα να τρων τα λυσσακά τους!
Σαρκοφάγα! Σαρκοβόρα! Εν γένει πεινασμένα
Πάλεψα, κόντεψα να πνιγώ, μα βρήκα σωτηρία.
Σε μια σανίδα που ‘λαχε να κολυμπάει από δίπλα.
Μα σάπισε κι εκείνη αλίκτυπη σαν ήτανε
και επέτρεψε στα κύματα να με ξεβράσουν πάλι
Έρημες παραλίες με μάζεψαν στην άκρη.
Κοιτούσα τον ορίζοντα, δεν έβλεπα κανέναν.
Κάτι σκιές-φαντάσματα με κυνηγούσαν κι είπαν:
«Η ζωή σου στέρησε και φέτος ανθρώπους που αγαπούσες και αγάπησες πολύ!
Γιατί η Ζωή δεν κάνει διακρίσεις.
Στερεί από όλους κι έτσι έκανε και μαζί μου.
Κι ο αδερφός της, ο Χρόνος μου άνοιξε τα χέρια του και μου
‘πε
πως είναι ο μόνος που θα μου δίνει μιαν αγκαλιά μεγάλη.
Με έσφιξε και άλλοτε μ’ έπνιξε από πολλή αγάπη!
Γιατί η αγάπη η πολλή μπορεί να πνίξει αντάμα,
αν έρχεται από άνθρωπο χωρίς τον νου περίσσιο...
Αν έρχεται από άνθρωπο που «θέλει το καλό σου»
Μα ποιος είναι αυτός που θα ορίσει το καλό μου?
Και ποιος ορίζει το καλό καλύτερα από μένα?
Και απέλυσα τους μέντορες που ορίζουν στη ζωή μου
γιατί το εγώ μου κέντρισε τα ενδιαφέροντά μου.
Τέτοια δίχτυα με μπλέξανε σε παραλογισμούς των άλλων
δίχως να σκέφτεται κανείς αν η ψυχή μου θέλει.
Τι είναι το «πρέπον»? Τι είναι το «σωστό»? Ποιο είναι το
«σύνηθες»? Αυτό που κάνει ή θέλει ο κόσμος... Κι αν αναγνώστη θαρρείς πως σε
αυτά τα δίχτυα βρέθηκα μπλεγμένη μονάχα εγώ, σε γελάσανε...
Δεν θα σου πω να τα σκίσεις μήτε να ανεχτείς να αγκαλιάζουν
τις επιλογές σου. Θα σου πω απλά να μάθεις να παλεύεις! Με τα κύματα και με τα
κρίματα. Που παίρνεις στο λαιμό σου ή που σου κρεμούν οι άλλοι σαν να ‘ναι
κολιέ από μαργαριτάρι. Και η πιο μεγάλη παγίδα αυτή είναι: Να νομίζεις πως κάτι
είναι κάτι άλλο από αυτό που είναι στην πραγματικότητα. Όταν βρεθεί άνθρωπος να
ερμηνεύει αντικειμενικά και όχι κατά το δοκούν, τότε ή θα γίνει θεός ή θηρίο,
γιατί το τίμημα θα είναι να ζει μόνος του, παραφράζοντας τον Σταγειρίτη. Τα
δίχτυα δεν βουτούν μόνο σε θάλασσες. Μπορείς να τα βρεις και στο πεζοδρόμιο. Η
ζωή μας είναι γεμάτη παγίδες. Του μυαλού, των άλλων, του κατεστημένου, της
τρέλας που κουβαλάει ο διπλανός, του καλουπιού όπου θέλει να σε βάλει ακόμη κι
εκείνος που σε αγαπάει. Ισορροπίες λεπτές από όπου πέφτεις πολλές φορές. Σήκω!
Ζήτα και βοήθεια. Δεν είναι κακό. Αλλά μην εκπλαγείς, εάν κάποια στιγμή αυτός
που σε έσωσε, σου ζητήσει τα ρέστα!
Καλό καλοκαίρι.
Μαζέψτε εμπειρίες έστω και στην αυλή του σπιτιού σας,
βρέχοντας τα πόδια σας με το λάστιχο και όχι με το κύμα. Θα σας προτείνω τρία
πράγματα:
1. ένα αγαπημένο καλοκαιρινό βιβλίο που και στη θάλασσα να
μην πάτε θα νιώσετε διαβάζοντάς το την αλμύρα του παντού. Παλιό, αλλά αθάνατο:
«Το γυμνό κορίτσι» του Νίκου Αθανασιάδη από τις εκδόσεις Δωρικός
2. ένα αγαπημένο τραγούδι από τη φίλη μου Ύρια Μίχου με στίχους
γεμάτους έξυπνους συνειρμούς που παντρεύει πρόσωπα, τόπους, έργα τέχνης με έναν
κοινό τόπο μεταξύ τους
3. διακοπές (ει ποτέ!) σε ένα από τα ομορφότερα νησιά
της Ελλάδας που συγκεντρώνει τους πιο ετερόκλιτους σε αρχιτεκτονική οικισμούς
μεταξύ τους, κι όμως, πατούνε στο ίδιο χώμα
Δεν πληρώθηκα για καμία διαφήμιση. Απλά στον χρόνο που πέρασε
για διαφορετικούς λόγους αγάπησα ξεχωριστά το καθένα από τα τρία, μέχρι που η
σύμπτωση τα ήθελε όλα να έχουν έναν κοινό παρονομαστή που κατάλαβα εκ των
υστέρων ποιος ήταν: η Μυτιλήνη!
Καλές βουτιές και προσοχή στα Δίκτυα. Θυμηθείτε πως η θάλασσα
κρύβει στα σπλάγχνα της πολλά! Εσείς θα διαλέξετε αν θέλετε να βλέπετε μόνο
ναυάγια ή κοράλλια...
Ίσως τα ξαναπούμε κάποτε...