Τετάρτη 29 Μαΐου 2013

Γιαδικιάρογλου

-Δεν ξέρω...δεν πρόσεχα δλδ. Εγώ εκείνη την ώρα μιλούσα με τη Γιαδικιάρογλου. Ε? Δε μιλάγαμε?
 -Βέβαια, βέβαια μιλάγαμε!
-Και ξαφνικά είδα την Παπασταύρου να τσακώνεται με την Αλεξίου. Δεν ξέρω
-Εσύ Γιαδικιάρογλου?
-Εγώ...τώρα δεν σας είπε η Ξανθοπούλου? Μιλούσαμε. Δεν είδαμε τίποτα. Είδαμε? Τίποτα. Δεν είδαμε
-Εσύ Πολυχρονοπούλου?
-Ορίστε? Κι εγώ δεν πρόσεξα κύριε καθηγητά. Εκείνη την ώρα πρόσεχα την Ξανθοπούλου που μιλούσε με τη Γιαδικιάρογλου. Έτσι κορίτσια?
-Ναι. Μας πρόσεχε, ναι. Αυτό.
-Ούτε κι εσύ πρόσεξες Λαζάρου?
-Ούτε κι εγώ κύριε καθηγητά. Εγώ πρόσεχα την Πολυχρονοπούλου που πρόσεχε την Ξανθοπούλου που μίλαγε με τη Γιαδικιάρογλου….


Εάν αυτή είναι η αντιπροσωπευτικότερη σκηνή του ελληνικού κινηματογράφου που αποδεικνύει πως αυτή η χώρα δεν τρέφει δωσίλογους, ερμηνευόμενη αντιστρόφως δεικνύει και αποδεικνύει πως από καταβολής η ίδια χώρα πάσχει από την ασθένεια που λέγεται «Μετάθεση Ευθυνών»! Η αποποίηση πάσης ευθύνης σχετικά με όσα βλέπουμε, με όσα ξέρουμε, με όσα γίνονται ή καλύτερα με όσα κάνουμε είναι ένα ίδιον που φέρει σχεδόν ο καθένας μας ατομικά και σχεδόν εξ ολοκλήρου το έθνος μας συλλογικά. Για καθετί που γίνεται ή που κάνουμε συνήθως αγνοούμε το υποκείμενο των ενεργειών ή προσποιούμαστε πως το αγνοούμε ή συνήθως το θέλουμε να υπάρχει σε μία τροχιά φυγόκεντρης δύναμης που διαγράφεται έξω αλλά γύρω από το Εγώ μας. Η ανάληψη ευθυνών, είναι παραπλήσιας φύσης με την ανάληψη πρωτοβουλιών. Μόνο που η δεύτερη έχει όρο αναφοράς την πράξη πριν αυτή λάβει χώρα, ενώ η πρώτη τον απολογισμό της πράξης μετά την πραγμάτωσή της. Κοινός παρονομαστής είναι πάντοτε η έλλειψη συμμετοχής και η απλή παρατήρηση -η αδιαφορία- σε ό,τι έχει να κάνει με την αμεσότητα που ενδεχόμενα συνδέει το Εγώ μας με αυτό που διαδραματίζεται γύρω μας. Εν ολίγοις η Γιαδικιάρογλου δε συνδέεται πάντοτε με το τακτ ή την διακριτικότητα που πρέπει να φέρει κάθε άνθρωπος όταν συμβαίνουν πράματα και θάματα στη ζωή του Άλλου παρά μόνο εάν δει κανείς απομονωμένη τη σκηνή αυτή του ελληνικού κινηματογράφου από το υπόλοιπο φιλμ! Η Γιαδικιάρογλου και η κάθε Γιαδικιάρογλου είναι χαρακτηριστική καρικατούρα του κάθε Έλληνα ή σχεδόν του κάθε Έλληνα πολίτη ο οποίος ενώ «τραγουδάει» και πάντα και παντού λέει τη γνώμη του χωρίς να τη ζητήσουνε δεν αναλαμβάνει να εκστομίσει τι γνωρίζει για το εν λόγω θέμα, όταν υφίσταται λόγος και δεν έχει το σθένος να αναλάβει ευθύνες για το κακό που συμβαίνει, γιατί αφενός δεν κοτάει και αφετέρου προτιμάει να συμπεριφερθεί σαν κότα!


Τετάρτη 22 Μαΐου 2013

Οι άνθρωποι της διπλανής θέσης

Είναι κάτι σαν τους ανθρώπους της διπλανής πόρτας. Από εκείνους που δεν τους διαλέγεις, αλλά κάποια τύχη, ενίοτε και ατυχία σου τους κουβάλησε δίπλα σου. Σαν τα βιβλία στα ράφια ένα πράμα. Μια τύχη τα έβαλε δίπλα δίπλα, μα έχουν τόσο διαφορετικό περιεχόμενο μεταξύ τους! Και φυσικά το εξώφυλλο δεν προεξοφλεί τις περισσότερες φορές το περιεχόμενό τους. Κάπως έτσι συναντιέσαι τετ α τετ με διάφορους τύπους σε κάποιο τραπέζι, σε κάποιο μέσο μαζικής μεταφοράς, σε μια ουρά δημόσιας υπηρεσίας. Εκεί όπου η ώρα ή η ουρά σε θέλει καθηλωμένο και σχεδόν με κεφαλοκλείδωμα παγιδευμένο χωρίς επιλογή να πας πιο πέρα, πιο μπροστά ή πιο πίσω. Και προσπαθείς να σταθείς στο ύψος σου. Το δικό σου και των περιστάσεων. Αναγκαστικά τότε ακούς, βλέπεις, παρατηρείς τι ποικιλία χαρακτήρων κυκλοφορεί. Συστήνεσαι με κάτι έξω από εσένα και παραδέχεσαι πως όντως υπάρχουν πολλοί άλλοι, πολύ διαφορετικοί από εσένα που ζουν δίπλα σουΧωρίς να τους ζήσεις μπορείς άνετα να πιάσεις τον σφυγμό τους, να νιώσεις την αγωνία τους να σου πουν μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας πού έχουν πάει,να σου αποδείξουν τι σπουδαίο έχουνε κάνει στη ζωή τους, να δείξουν όχι τι διαφορετικό, αλλά τι και πόσο σπουδαιότερα έχουνε από εσένα, από τους άλλους, ή πόσο περισσότερα έκαναν-πέτυχαν τελικά από αυτά που προσδοκούσαν στη ζωή τους και γι’ αυτό αποτελούν έκπληξη για τον ίδιο τους τον εαυτό που τον ξεπέρασαν. Είναι ίσως ο ενθουσιασμός και η περηφάνια. Είναι ο πάγος της πρώτης γνωριμίας που πρέπει να σπάσει, είναι η αμηχανία που πρέπει να ξεκουμπιστεί!
Είναι όμως και αυτή η επιβεβαίωση που μπορεί να ζητιανεύει κανείς εντός ολίγων λεπτών. Είναι η αναζήτηση αναγνώρισης που μπορεί να ζητά από κάποιον άγνωστο. Είναι το να προλάβει μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας ή σε κάποιες ώρες να μάθει ο άλλος για εκείνον και να νιώσει τυχερός που τον γνώρισε! Να ευλογήσει τη μοίρα και να φτύσει τον κόρφο του που είχε την ευτυχή εμπειρία να τον βρει στο διάβα του. Προφανώς όμως και δεν καταλαβαίνει πως η έντονη αγωνία του να σου αποκαλύψει τα ταλέντα του, τη μοναδικότητά του και το σπουδαίο της καριέρας του ίσως προσκρούει επάνω στο προφίλ του ακροατή που έρχεται και προέρχεται από έναν άλλον κόσμο, χαμηλότερων τόνων, πιο μυστηριώδους ιδιοσυγκρασίας, ενδεχομένως με πλουσιότερο βιογραφικό από το δικό του, που δεν έχει τίποτα να αποδείξει σε κανέναν, αφού πρόκειται για αυταπόδεικτες καταστάσεις, πόσω δε μάλλον σε κάποιον φλύαρο τενεκέ ο οποίος πολύ φυσιολογικά κάνει θόρυβο, αφού είναι άδειος (από ουσία)! Τότε ο τελευταίος αντί να σπάσει τον πάγο, καταφέρνει μάλλον να προσκρούει σε παγόβουνο σαν τον Τιτανικό στο παρθενικό του ταξίδι! Συντριβή, πανωλεθρία, ναυάγιο η κάθε προσπάθεια ευόδωσης περαιτέρω σχέσεων!
Το παγόβουνο ζει απλά για τις εξαιρέσεις της ως άνω κατάστασης και ελπίζει μέχρι να βρεθεί όχι ο επόμενος που θα προσπαθήσει να το σπάσει εν αρχή προσκρούοντας επάνω του εντέλει, αλλά περιμένοντας εκείνον που θα το λιώσει!

Τετάρτη 15 Μαΐου 2013

Εξ-αιρέσεις!

Στα πρώτα χρόνια της ζωής του παιδιού η αναλογία έχει μοναδική θέση στην ερμηνεία και την πραγμάτωση συμπεριφορών. Το παιδί δεν μπορεί παρά να εξηγεί τον κόσμο γύρω του βασιζόμενο σε υπάρχουσες πρωταρχικές δομές στη ζωή του λειτουργώντας αφαιρετικά και ως εκ τούτου γενικευτικά. Η γλώσσα, οι εμπειρίες της καθημερινότητας ή των εορτών είναι μόλις λίγα παραδείγματα που αποδεικνύουν περίτρανα πως το υπάρχον παλεύει να εκτοπίσει το καινούργιο. Πως το νέο δε θα γίνει δεκτό εύκολα. Πως η εξαίρεση θα κατανοηθεί και θα μπει στη ζωή μας με την πάροδο του χρόνου και όχι αγκαζέ με τον κανόνα. Έτσι, ο μικρός Άγγλος μπόμπιρας ομιλητής θα δημιουργήσει τον αόριστο του ρήματος go ως *goed και όχι went, επειδή η «κανονική» και «ομαλή» δομή που πρωτοέμαθε και συγκράτησε είναι του τύπου work-worked.
Σε αυτά τα πλαίσια και κατά αναλογικό τρόπο τίποτε που έρχεται ως διαφορετικό στη ζωή σου δεν μπορείς εύκολα να το αποδεχτείς. Έτσι λοιπόν θυμάμαι πως στο χωριό μου είχαμε ένα μπουγατσατζίδικο «θείο Βάνια» του οποίου ο ιδιοκτήτης ήτανε ένας κοντόχοντρος κύριος με φαλάκρα και γυαλιά. Όταν στα 6 ½ ήρθα με τη μαμά μου στη Θεσσαλονίκη και περνούσαμε έξω από έναν «άλλον θείο Βάνια» στο Βαρδάρη, έμεινα έκπληκτη που είδα να τεμαχίζει μπουγάτσες ένας «θείος Βάνιας» ψηλός, μελαχρινός με πολύ πυκνό μαλλί, χωρίς γυαλιά και πολύ αδύνατος!!! Η έκπληξη ήτανε τεράστια και φυσικά ανεξήγητο πώς ένας θείος Βάνιας δεν ήτανε φυσιογνωμικά ίδιος με το «πρότυπο» που έφερνα από το χωριό μου! Το ίδιο σοκ έπαθα όταν η γειτόνισσα με κάλεσε μια φορά με την κόρη της να φάμε μουσακά και ο μουσακάς από πάνω δεν είχε τριμμένη φρυγανιά που τον κάνει ματ στην όψη,  όπως ήταν της μαμάς μου, αλλά ήτανε γλιτσερός και μαύρος. Έπρεπε να φάω κάτι που δεν μου ήτανε καθόλου οικείο στο μάτι και όπως σωστά φανταζόμουν μήτε στη γεύση! Αντιστοίχως είχα απορήσει διότι μου φάνηκε ασύλληπτο πώς η γιαγιά μου η Στάσα έφτιαξε το κέικ που με κέρασε μία φορά με το χέρι και χωρίς μίξερ, αφού εγώ είχα συνυφασμένο το κέικ με το μίξερ, και πίστευα πως το να το φτιάξεις δίχως μίξερ είναι σαν να κάνεις ομελέτα χωρίς αβγά και τσουρέκι δίχως γάλα! Κι όταν ένα Πάσχα είχαμε πάει απογεματινή επίσκεψη στη θεία μου Καλλιόπη και τη ρώτησα πού ήτανε η σούβλα με το αρνί και μου απάντησε εκείνο το αποκαρδιωτικό «Εμείς βάζουμε το αρνί στο φούρνο» αυτομάτως θεώρησα πως είναι από άλλον πλανήτη και απόρησα για άλλη μία φορά «Τι σόι Πάσχα είναι αυτό χωρίς σούβλες και γυροβολιές με τραγούδια και παρατράγουδα!!» και ειλικρινά τη λυπήθηκα και ένιωσα μεγάλο οίκτο για εκείνη και την οικογένειά της που δεν ήτανε όπως η δική μου στο χωριό με το τραπέζι να έχει την προγιαγιά και τον προπαππού στην κεφαλή του και τα 14 παιδιά του τριγύρω και τα 25 εγγόνια και τα 4 δισέγγονα!
Στην πορεία όμως, καθώς περνούσαν τα χρόνια έβλεπα πως οι εξαιρέσεις παραβγαίνουν τις περισσότερες φορές τον κανόνα, όπως οι αιρέσεις την θρησκεία αναφοράς. Τα στερεότυπα που έχουμε στη ζωή μας κάποια στιγμή γκρεμίζονται ή μας τα γκρεμίζουν. Τα πράγματα δεν έρχονται όπως εμείς τα θέλουμε ή τα έχουμε σχεδιάσει και πως όταν εμείς κάνουμε σχέδια όντως ο θεός μπορεί να γελά. Γιατί ποιος να μου το ‘λεγε και να το πίστευα  στα 6 ½ πως εκτός από τον θείο Βάνια που μπορεί ξαφνικά να ψηλώσει, να βγάλει μαλλιά και να βγάλει τα γυαλιά, Πάσχα γίνεται και στην πόλη σε ένα διαμέρισμα 40 τετραγωνικών χωρίς όλα τα μέλη της οικογένειας μαζεμένα, να τρώνε κατσικάκι ψημένο στο φούρνο και όχι στη σούβλα και ένα τσουρεκάκι φτιαγμένο δίχως γάλα...χωρίς τραγούδια, αλλά με πολλά παρατράγουδα!