Ώρα 5.00 προ μεσημβρίας! Πολύ νωρίς
για πρωί ή πολύ αργά για βράδυ. Το κρεβάτι χάσκει άδειο. Έχει όλη νύχτα μια
αγκαλιά κενή. Πήρε και χαράζει. Και οι άδειοι δρόμοι, νοτισμένοι από τη
νυχτερινή δροσιά, αρχίζουν να αγκομαχούν κάτω από τις ρόδες αγουροξυπνημένων
αυτοκινήτων και βιαστικών ανθρώπων που κροταλίζουν τα παπούτσια τους στα
σπασμένα κράσπεδα της Τσιμισκή. Στο βάθος ξεπροβάλλει ένα καροτσάκι. Δεν είναι
τίποτα σπουδαίο. Ένα αρτσούμπαλο, ψηλό και αυτοσχέδιο καροτσάκι με δυσανάλογες
ρόδες προς την τάβλα του και ένα φθηνό προφίλ, που δε θυμίζει τίποτε το φοβερό,
σέρνεται από τον γνωστό γεράκο που τέτοια ώρα αρχίζει να κόβει βόλτες στο
μεγάλο εμπορικό δρόμο. Κουρασμένος και σχεδόν κουρελιασμένος. Γραφικός θα
‘λεγα. Και άυπνος λογικά, σπρώχνει το καρότσι το γεμάτο φρέσκα ολόφρεσκα ζεστά
και αχνιστά ολοστρόγγυλα κουλούρια που προσπαθούν να μπει το ένα δίπλα στο άλλο
και να αράξει εκτεθειμένο στην τσίγκινη λαμαρίνα, ώσπου να το αγοράσουνε και να
καταλήξει κατακερματισμένο σε κάποιο άδειο στομάχι.
Το κουλούρι Θεσσαλονίκης, δεν είναι
ένα οποιοδήποτε κουλούρι. Και δη το κουλούρι της Τσιμισκή. Ξεχωρίζει καταρχήν
από το σχήμα του. Διαπρέπει σε σχέση με τα υπόλοιπα κουλούρια της περιοχής.
Καθόλου λεπτό, αλλά μιας γενναίας περιφέρειας και ενός αξιοζήλευτου εκτοπίσματος,
διαγράφει έναν κύκλο ορκισμένο στον διαβήτη με πιστή προσήλωση στο πατρόν του. Ροδαλού
χρώματος και χωρίς να επιρρίπτει ευθύνες στον φούρναρη που το ‘ψησε λίγο
παραπάνω, κρατάει το ανοιχτότερο χρώμα του στο σημείο ζεύξης του ζυμαριού. Εκεί
που το ένα μπράτσο έρχεται και ξαπλώνει επάνω στο άλλο. Και από πάνω, σουσάμι
μπόλικο και γευστικό τόσο, που δεν προλαβαίνουν οι κάλυκές σου να το αγγίξουν
και στο στόμα σου μόλις που αντιλαμβάνεσαι την τρικυμία που προκαλείται από
τους σιελογόνους αδένες σου! Κόλαση! Διότι από μέσα σε περιμένει άλλη έκπληξη!
Κάτι σε ζυμάρι, που ενώ ξέρεις πως είναι β’ ποιότητας, η γεύση σε διαψεύδει.
Και σαν γευσιγνώστης έμπειρος προσπαθείς να αναγνωρίσεις τα εξ ων συνετέθη αυτό
το άσημο, καθημερινό και φθηνό θεσσαλονικιώτικο απλό απλούστατο κουλούρι.
Πιο κάτω στον ίδιο δρόμο μοσχοβολάνε
φρεσκοψημένα τσουρέκια. Αυτά για τα οποία μποτιλιάρει πάντα ο δρόμος. Γεμιστά ή
σκέτα, μάλλον με όχι αγνά υλικά. Άλλωστε τι έμεινε αγνό σήμερα για να ‘ναι το
τσουρέκι? Το ψωμί? Που κι αυτό βγαίνει με κόπο πολύ και αν? Το ψωμί που κάποιοι
το ‘πανε ψωμάκι? Ή το παντεσπάνι?Ο άρτος ημών ο επιούσιος ή ο άρτος σφων
των πλούσιων? Που πολλοί από αυτούς που τον τρώνε αρπάξανε και το τελευταίο
ψίχουλο πολλών από όσους ψάχνουνε την επιβίωσή τους μέσα στα σκουπίδια!
Σας εύχομαι Καλό Πάσχα και Καλή
Ανάσταση στα όνειρα του καθενός που γίνανε εφιάλτες! Αποφάσισα φέτος να φάω
φρεσκοψημένο τσουρέκι την ώρα που θα βγει από το φούρνο (ήτοι, άρτι αφιχθέν)
και θα πάρω την αμαρτία επάνω μου!!!!