Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

Αυτός ο νόμος δεν έχει παράθυρα...

Εντάξει, είμαι απρόσεκτη. Τα χέρια μου ώρες-ώρες θαρρείς και τα ‘χω για μόστρα. Το ‘παμε αυτό. Ε κι αυτό τι πάει να πει δλδ? Μου γλιστράει η φέτα μαρμελάδα καθώς στρώνομαι να φάω πρωινό. Σάματις πρώτη φορά είναι? Ε είναι ανάγκη όμως να πέσει πάνω στις φρεσκοπλυμένες και φρεσκοσιδερωμένες μου πυτζάμες, σώνει και καλά από την μεριά που είναι η μαρμελάδα?  Ή μήπως το φασολάκι που τρύπησα με την πατάτα αγκαζέ πρέπει να χάσει την ισορροπία του επάνω στο πιρούνι, να ζαλιστεί και να κάνει μια καλή κατάδυση στο πιάτο μου από το οποίο πολύ φυσιολογικά θα πεταχτεί όλο εκείνο το κόκκινο λάδι του λαδερότατου φαγητού επάνω στο όλως τυχαίως για εκείνη την ημέρα άσπρο μου μπλουζάκι? Κι όταν πάω σουπερ μάρκετ βιαστικά -λέμε τώρα!- και αφήνω διπλοπαρκαρισμένο (κακώς, ξέρω!) με αλάρμ το αμαξάκι μου απ’ έξω και τρέχω γρήγορα γρήγορα στο ταμείο με μια οδοντόπαστα και ένα κουτί γάλα στο χέρι, εκείνη την ώρα πρέπει πάντα να τυχαίνει να έχει ουρά δυο χιλιόμετρα με τα καρότσια τιγκαρισμένα λες και θα γίνει την επομένη πόλεμος? Και μόλις έρθει η σειρά μου, γιατί πρέπει να τελειώσει το χαρτί εκτύπωσης αποδείξεων στο ταμείο και η ταμίας να το αντικαταστήσει, αλλά δεν θα ανοίγει η ζελατίνα (την τύχη μου!), όμως κάποια στιγμή θα ανοίξει, αλλά θα της πέσει το καρούλι από τα χέρια, θα το ψάχνει κάτω από το ταμείο και φυσικά μόλις καταφέρει (επιτέλους!) να το βάλει, ο κύριος που τον έκλεισα με το διπλοπαρκάρισμα θα θέλει να φύγει, θα με κορνάρει, εγώ θα πρέπει να παρατήσω τα ψώνια, να χάσω φυσικά τη σειρά μου και να τρέξω να πάρω το αμαξάκι να το παρκάρω αλλού, αλλά εκείνη την ώρα θα έρχεται λεωφορείο από απέναντι, και οι δύο πλευρές του δρόμου θα είναι διπλοπαρκαρισμένες και το πιο κοντινό πάρκινγκ θα είναι η πυλωτή κάτω από το σπίτι μου? Γιατί ε? Γιατί?
Οι πιθανότητες να σου συμβεί κάτι στραβό δεν είναι δα και τίποτα σπάνιο. Το κακό είναι ότι συνήθως η μία γκαντεμιά πάει πίσω από την άλλη. Τουτέστιν, ξεκινάει ένα τσουνάμι αλυσιδωτών αντιδράσεων το οποίο έχει σκοπό να παίξει με τα νεύρα, την υπομονή σου και την πίστη σου ότι όλα θα πάνε καλά. Είθε! Όμως...Η αλήθεια είναι πως εάν πιστέψουμε στο σοφό γνωμικό «ενός κακού μύρια έπονται» παραιτούμαστε από την προσπάθεια, υφιστάμεθα τις ατυχίες, τα βάζουμε με την τύχη μας και αποσύρουμε την επανόρθωση... Και τελικά πόσο εξαρτάται από εμάς η ατυχία, η γκαντεμιά, η αναποδιά, η κακή μας μοίρα?
Ο Μέρφυ λένε ήτανε σαφής: «Αν κάτι έχει πιθανότητα να πάει στραβά, θα πάει» και ως συνακόλουθό του ορίζεται το «ό,τι είναι να γίνει, απλά θα γίνει»


Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2013

Δευτέρα κάτι έχω...


...να κάνω: δουλειές, μερεμέτια, υποχρεώσεις. Έχω κάτι να θυμηθώ, να μπω σε πρόγραμμα, να προγραμματιστώ, να ξεκινήσω δίαιτα, να πάω στη δουλειά, να κάνω μιαν αρχή, να δώσω ένα τέλος! Οι Δευτέρες είναι μελαγχολικές! Ποτέ δε μου άρεσαν! Ποτέ δεν άρεσαν σε κανέναν (νομίζω)! Ακόμη και οι Καθαρές Δευτέρες είναι εξίσου μελαγχολικές, λερωμένες σαν να παίζανε με τα χώματα. Παίρνουνε τη θέση της Κυριακής. Είναι η τελευταία μέρα της προηγούμενης εβδομάδας. Η Δευτέρα είναι ωραία μόνο αν ξέρεις ότι θα φύγεις για κάπου «αλλού» κι όχι εάν ξέρεις πως κάποιος θα φύγει μια Δευτέρα και θα σε αφήσει πίσω. Η Δευτέρα είναι ωραία μόνο εάν περιμένεις να ξεκινήσει η άδειά σου και όχι εάν ξέρεις ότι τελείωσε την προηγούμενή της μέρα. Τη Δευτέρα είναι ωραία να προγραμματίζεις πάρτι, να κανονίζεις έξοδο και να πηγαίνεις εκδρομή στο βουνό... Η Δευτέρα πρέπει να είναι το τέλος της προηγούμενης εβδομάδας και όχι η αρχή της επόμενης...
Την Τρίτη δεν αντέχω...
...να περιμένω την επόμενη. Αλλά είναι σε καλύτερη θέση από την προηγούμενη. Έχει το θετικό πρόσημο, γιατί ορίζεται ως: Δευτέρα + 1... Και είναι σε σχέση με τη Δευτέρα μία μέρα «πλην», πιο κοντά στο σαββατοκύριακο. Είναι λίγο αδιάφορη μέρα. Είναι μία Τρίτη. Ευτυχώς όμως όχι Τρίτη και φαρμακερή. Άλλωστε τι φαρμάκι να έχει μια Τρίτη που περιμένει στωικά την Τετάρτη?
Τετάρτη πώς βαριέμαι...
Αν και ο σοφός λαός μας λέει «Ήρθε η Τεταρτίτσα, πάει η βδομαδίτσα», όμως είναι το κέντρο. Το μεταίχμιο από το πριν στο μετά. Είναι το πέρασμα από το 2-3 στο 3-2. Σκέψη τόσο ελληνικά διατυπωμένη! Διότι ως Ελληνίδα πρέπει να είμαι άνθρωπος της αργίας, της απεργίας, της αργοσχολίας... Είμαι?
Την Πέμπτη δεν κρατιέμαι...
Όχι πια. Κάποτε! Διότι οι Πέμπτες, σχεδόν όλες έχουν γίνει σαν τις Μεγάλες Πέμπτες. Κάποτε θυμάμαι λέγανε πως το Σάββατο βγαίνουν όλοι. Την Πέμπτη μόνον ο καλός κόσμος. Ποιος είναι ο «καλός» όμως και πού είναι ο «κόσμος»? Αφού κάθε που βγαίνω, ότε και εάν βγαίνω, έξω πια κυκλοφορούν μόνο τα φαντάσματα.
Παρασκευή πρωί...
λαλαλαλαλαλα Έι, έι, έι!!!! Να έμενε η Παρασκευή στο πρωινό! Να μη σουρούπωνε ποτέ αυτή η μέρα! Να αργούσε έστω να πάει για ύπνο, κι ας δουλεύαμε διπλά! Αλλά θα ήτανε Παρασκευή. Γιατί τα πάντα είναι θέμα ψυχολογίας. Αυτής της κυρίας που πότε είναι στα πάνω της και πότε είναι στα κάτω της....
[Το Σάββατο για κάποιο λόγο δεν στρουμφομνημονεύεται...]
Ωστόσο όμως για τα μη στρουμφάκια υπάρχει. Και πάμε λαϊκή, πάμε αγορά, πάμε  super market, πάμε για καφέ σφήνα ανάμεσα στα ψώνια και στις ψωνάρες, εκείνες που ντύνονται Σάββατο μεσημέρι σαν είναι Σάββατο βράδυ... Και έχουμε έξοδο χωρίς περιορισμό στον ύπνο την επομένη. Και καλούμε πια φίλους στα σπίτια μας ή μας καλούνε, ή ακόμα καλύτερα πάμε απρόσκλητοι σε έκτακτες μαζώξεις με πυτζάμες ή φόρμες πια και όχι με δωδεκάποντα. Η επόμενη μέρα δεν έχει ξυπνητήρι! Γιούπι!
Απ’ όλες τις ημέρες η Κυριακή ΔΕΝ μ’ αρέσει...
Γιατί χωρίς δουλειά πάντα τελείωνε πολύ γρήγορα. Γιατί μέσα σε μια καθημερινή χωράς τόσες δουλειές, γιατί κάνεις αυτό, εκείνο, το άλλο, το παράλλο, πας εδώ, έρχεσαι από κει, πηγαίνεις παραπέρα. Γιατί την Κυριακή πίνεις έναν καφέ το πρωί, ξεφυλλίζεις μια εφημερίδα, χουζουρεύεις λίγο παραπάνω και χάθηκε όλη η μέρα...

...Άλλωστε, εμένα εκείνη η ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΚΥΡΙΑΚΗ κάθε απόγεμα Κυριακής στην ΕΡΤ ΜΟΥ ΤΗΝ ΕΔΙΝΕ (σαν τον Γκρινιάρη και χειρότερα) στα νεύρα... Αντιδρούσα σαν το σκυλί του Pavlov, μόλις άκουγα το ηχητικό σήμα στην τηλεόραση. Ξαφνικά μία μελαγχολία απλωνότανε στην ατμόσφαιρα, λέρωνε τον αέρα που ανέπνεα και με έκανε να ασφυκτιώ. Με πρόσταζε να ξανα-κοιτάξω τα μαθήματά μου για την επόμενη μέρα που ο μπαμπάς θα πήγαινε πάλι στη δουλειά, η μαμά θα πήγαινε πάλι στη δουλειά και εμείς θα πηγαίναμε πάλι σχολειό....μπλιαχ!
Όμως τώρα μου είπανε κάτι φίλοι και γνωστοί μου άνεργοι -άλλοτε κάποιοι απ’ αυτούς εκ πεποιθήσεως άεργοι- ότι πρέπει να δοξάζουμε τον Θεό που έχουμε δουλειά και σχολειά...
Όμως... εγω...θέλω να κλείσει το σχολείο....
ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ!!

Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2013

Ζωή διάφανη...


Βλέπω το αποτέλεσμα παρακολουθώντας βήμα προς βήμα τη διαδικασία. Βλέπω τα αστραφτερά σου δόντια, αλλά σε είδα πριν πώς τα βούρτσισες. Μυρίζω το μοσχοπλυμένο σου σώμα, αλλά σε κοιτούσα την ώρα που έτριβες την πλάτη σου στο μπάνιο. Θαυμάζω τα καλοχτενισμένα σου μαλλιά, αλλά σε παρακολουθούσα την ώρα που τα ξέπλεκες μετά το λούσιμο... τίποτα δε με ξεγελάει από το φαίνεσθαι, γιατί πολύ απλά παρακολουθώ τη βιτρίνα εν τη γενέσει της...
Επιπλέον, στα πλαίσια της ομάδας μαθαίνεις να μη λειτουργείς σαν μονάδα. Στα πλαίσια της συμβίωσης είσαι έτοιμος να δεις, αλλά και να δείξεις. Η ζωή σου είναι see through. Δεν κρύβει μυστήριο. Απογυμνώνεται το «πώς». Γνωστοποιείς το «γιατί». Μοιράζεσαι το «πού» και το «πότε»... Κάπως έτσι πέφτουν οι μάσκες. Κάπως έτσι μαθαίνεις να βλέπεις πίσω από αυτό που κοιτάζεις. Κάπως έτσι μαθαίνεις να μην εμπιστεύεσαι τα ψιμυθιώματα και τα κραγιόν. Μαθαίνεις να βλέπεις την αλήθεια στα μάτια. Και μαθαίνεις πως όλα είναι δυνατά σε μία σχέση και πως ο «άλλος» δεν είναι πολύ διαφορετικός από εσένα.
Αυτό θαύμαζα πάντοτε στις αποστολές με την εκάστοτε γυμναστική ή χορευτική ομάδα στην οποία συμμετείχα και έτρεχα μαζί της σε αποστολές ανά τον κόσμο. Το «ανήκειν» στην ομάδα μου έμαθε να μοιράζομαι, να γδύνομαι, και να απογυμνώνω το «εγώ» μου μπροστά σε πολλά ζευγάρια μάτια, που κάνανε παρόμοιες με μένα κινήσεις, μα ποτέ ίδιες. Μου έμαθαν ακόμη να προσαρμόζομαι, να συμβιβάζομαι, να υποχωρώ και να υπακούω στον αρχηγό, τον δάσκαλο, τον υπεύθυνο που με διατάζει εν είδει επιβολής μιας τάξης σε ό,τι άτακτο προκύπτει. Ναι, επιβάλει, αφού όμως πάρει τη γνώμη της πλειοψηφίας. Και ναι,  αναγγέλλει, αλλά εσύ οφείλεις να είσαι πάντοτε έτοιμος να ακούσεις και να υπακούσεις, να εκτελέσεις ό,τι αποφάσισαν όλοι για σένα... μαζί με σένα. Και ναι, υποχωρείς και συγχωρείς. Και ναι, παραχωρείς, προσφέρεις και προσφέρεσαι. Και ναι, δίνεις, αλλά και δίνεσαι...
Αυτοί είναι οι όροι του παιχνιδιού μέσα σε μια ομάδα. Αυτό είναι το παιχνίδι μιας ομάδας που σε βάζει σε διαδικασίες δοκιμής: να δοκιμάζεις, να δοκιμάζεσαι, να κρίνεσαι, αλλά και να συγκρίνεσαι. Σε κάθε αποστολή, σε κάθε μάζωξη, σε κάθε εκδήλωση με τους άλλους βλέπεις πολλά, λες λίγα, ακούς περισσότερα. Ο «άλλος» γίνεται ο καθρέπτης σου, το «εγώ» σου υπόκειται, το «εμείς» υπέρκειται και αυτή η αίσθηση του συνανήκειν σου δίνει την εντύπωση ότι είσαι ξεχωριστός, μα συνάμα πως είσαι κι ένα μικρό τόσο δα πετραδάκι με δικό του χρώμα στο μωσαϊκό που φτιάχνεις με τους συμπαίκτες σου για μια ομάδα γεμάτη κοινούς στόχους και κοινές επιδιώξεις. 
Τότε όχι, δεν είσαι μάζα αλλά ομάδα!

Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2013

Κάνω μια (προς)ευχή!


Είναι ορισμένες στιγμές σκληρές και άτεγκτες, που ποντάρουν στο πόσο θα σε κάνουν να πονέσεις. Προσπαθεί η μία να παραβγεί της άλλης βάζοντας στοίχημα πώς μπορεί να σε σκοτώσει περισσότερο. Θέλει η καθεμιά να σε σφετεριστεί και καθόλου δεν της αρέσει η ιδέα ότι θα ξεφύγεις από τα στυγερά της δόντια. Σε θέλουν όλες εκεί, αντάμα, να πονάς κι εκείνες να καυχώνται επιδεικτικά: «Εγώ το ‘καμα! Καμαρώστε με». Θέλεις τότε να τις πιάσεις από το λαιμό, συγκεκριμένα από το λαρύγγι και να τις το στρίψεις μονομιάς. Χωρίς υπεκφυγές και όνειρα. Χωρίς παρηγοριές και δικαιολογίες: «Δεν το ‘θελε! Το ‘κανε κατά λάθος. Η Τύχη τις το όρισε!». Οι φόνοι της χαράς όμως γίνονται πάντα εκ προμελέτης, κατόπιν εσκεμμένης και συστημικής σχεδίασης. Και γίνονται ακαριαία. Δίχως προκαταρκτικές εναλλακτικές. Αρχίζεις και τρέμεις στην ιδέα ότι ορισμένες στιγμές εποφθαλμιούν την ησυχία και την παρηγοριά σου. Σου κλέβουν τους συμπαραστάτες και σου δολοφονούν την ηρεμία.
Και μια τέτοια ήρεμη μέρα, εκεί που λένε «στα καλά καθούμενα», κάποια κακιά στιγμή γύρισε την κατάσταση της γιαγιάς μου, της γιαγιάκας μου, της γιαγιούλας μου, της γιαγιακουλίτσας μου από τα πόδια της τα γερά και μου την έριξε στο κρεβάτι... μου την πήρε από το σπιτάκι της το ζεστό, από το δωματιάκι της το κουκλίστικο που καθότανε σαν μπιμπελό και με περίμενε κάθε βράδυ να πάω για να μου τρίψει την κουρασμένη μου πλάτη και την πιασμένη μου μέση. Αυτή η παλιοτύχη, μου την καθήλωσε σε ένα ξένο μέρος μακριά από μένα και μακριά από το σπίτι της, σε ένα lux  νοσοκομείο, αλλά ωστόσο νοσοκομείο, ακίνητη και ανήμπορη να ορίσει το χεράκι της και το ποδαράκι της... Αυτή η ζηλιάρα μοίρα, που ζήλευε τα πλεκτά της και τα υφαντά της της σταύρωσε τα χεράκια να μην μπορεί να πιάσει ούτε το ποτήρι της να πιει νερό από μόνη της.  
Και τώρα, κάθομαι μέσα σε ένα αδειανό δωματιάκι χωρίς ζέστη καμία, χωρίς παρηγοριά. Λείπει το μπιμπελό μου, η κουκλίτσα της κάμαρης, η ζωντάνια του σπιτιού και του μπαχτσέ. Λείπει το λουλούδι του κήπου. Και περιμένω να με ξαναπάρει στο τηλέφωνο να με ρωτήσει αν έφαγα. Ψάχνω να βρω τη σαλάτα στο τραπέζι έτοιμη κομμένη. Κοιτάζω τις βελόνες με το μισοπλεγμένο μαλλάκι πάνω στο τραπεζάκι άπραγες. Και μου χρωστάει τα άλλα μισά βήματα του tango που μου μάθαινε λίγο πριν φύγει στο νοσοκομείο. Γι’ αυτό κι εγώ θέλω και απαιτώ, εύχομαι και προσεύχομαι να επιστρέψει στο δωματιάκι της, έστω κι αν δεν ξαναπάει ποτέ στο σπιτάκι της στο χωριό. Και θέλω να μας κάνει πάλι τις πιο νόστιμες πιτούλες και να μας πλέξει τα πιο ζεστά πουλοβεράκια... Αυτό θέλω... γιατί η γιαγιά μου ακόμη και στο κρεβάτι μας κάνει όλους να γελάμε και συνέχεια αυτοσαρκάζεται. Συνέχεια κοροϊδεύει τον εαυτό της και γελάει. Συνέχεια κάνει πλάκα! Η γιαγιά μου είναι ΔΥΝΑΜΗ!
Και πιστεύω, ΠΙΣΤΕΥΩ, παρ'όλ'αυτά, πως υπάρχουν και στιγμές πιο δυνατές, πιο γενναιόδωρες, που σκοτώνονται μεταξύ τους ποια θα σε πρωτοφχαριστήσει. Ποια θα σε κάνει να αισθανθείς βασιλιάς και ρήγας. Νιώθεις κάτι να σε τρώει στην πλάτη και δεν είναι άλλο από τα φτερά που βγάζεις. Θες να πετάξεις, να δεις τον κόσμο αυτόν από ψηλά και να πιστέψεις σαν ένας θεός ότι ελπίδα υπάρχει. Γι’ αυτό η γιαγιάκα μου θα γίνει καλά, γιατί χωρίς αυτήν δεν έχουνε νόημα τα εγγόνια της! Γιατί χωρίς τη γιαγιά μου δεν υπάρχουν παραμύθια. Γιατί η γιαγιά μου είναι ο πιο φωτεινός δρόμος της ιστορίας που μου φωτίζει το μέλλον. Γιατί η γιαγιά μου είναι ροκ και προχθές που πήγα να τη δω μου φυλούσε έκπληξη: Άρχισε να κουνάει το «κουλό» της χεράκι και παίξαμε μπιλιάρδο!! Αλλά ήτανε και σκεφτική και ντρεπότανε που μας «ανάγκαζε» να «κουβαλιόμαστε» και να «την κουβαλάμε». Που την ταΐζουμε και την αλλάζουμε. Που την βάζουμε στο καροτσάκι και την πάμε βόλτα! Και ‘γω της είπα:

 «Γιαγιά, αυτό δεν είναι κακό. Η ζωή κάνει κάτι κύκλους σαν αυτόν που βλέπεις! Κι εσύ όταν γεννηθήκαμε μας τάιζες, μας άλλαζες και μας πήγαινες με το καροτσάκι βόλτες! Κουβαλιόσουνα από το χωριό που είναι στην άλλη άκρη του χάρτη και μας κουβαλούσες. Μόνο που είχαμε μία βασική, βασικότατη διαφορά: 

Εμείς τότε ως μωρά γκρινιάζαμε πολύ. Εσύ τώρα ΚΑΘΟΛΟΥ!


ΥΓ: Αν δε με πιστεύετε, ιδού: