Ως Πρόλογο έχω να θυμάμαι:
Γυμναστική ή Γραμματική? Ιδού η απορία! Μ’ αυτό το δίλημμα μεγάλωνα από τα 7 μου! Λες και ήξερα τι ενδιαφέροντα έχει η ζωή για να τα αποκτήσω! Λες και γνώριζα ποιες ήτανε οι δυνατότητες και ποιες οι ικανότητές μου για να τις καλλιεργήσω! Κι όμως...Πορεύτηκα μ’ αυτό το δίλημμα δέκα ολόκληρα χρόνια: από τα 7 έως τα 17 μου. Σχοινοβατούσα ανάμεσα σε δυο μεγάλες μου αγάπες και αισθανόμουνα πως βρισκόμουνα σε έναν μπρεχτικό κύκλο από κιμωλία σαν να περίμενα ποια απ’ τις δυο θα με τραβήξει! Τελικά η επιλογή ξεχείλισε (και) από λογική: η γυμναστική γίνεται χόμπι, η γλωσσολογία δύσκολα, αν θες να μη λέγεσαι ερασιτέχνης γλωσσολόγος! Άλλωστε η γλωσσολογία σέρνει από πίσω της συμπαρομαρτούσες ασχολίες, όπως το πολύ διάβασμα, το ψάξιμο, το ξεσκόνισμα σε αραχνιασμενα λεξικά, την μπόλικη φιλολογία, τη διδασκαλία, την έρευνα, το κουβεντολόι με ανθρώπους του χωριού ή των γραμμάτων και πολλά άλλα δελεαστικά πεδία!
Κάπως έτσι κύλησαν οι σπουδές μου, κάπως έτσι κύλησαν και οι δουλειές μου. Εκεί, ανάμεσα σε ανθρώπους του πνεύματος και της γνώσης, ακαδημαϊκούς και σχολαστικούς, άλλοτε μεγαλόψυχους και άλλοτε με σοβαρή έλλειψη συναισθηματικής νοημοσύνης, όφειλα να βρω τρόπους σε κάθε περίπτωση να συνεννοηθώ, να συνεργαστώ, αλλά και να συγκρουστώ. Διότι και οι συγκρούσεις θέλουν τρόπο!
Το (Κύριο) Θέμα είναι ότι...
... σήμερα, δηλώνω περισσότερο εκ-παιδεύτρια. Εκ του «παιδεύω» ή «παιδεύομαι» (?), είπαμε, δεν έχω καταλάβει. Αυτό όμως δεν αναιρεί το ότι αγαπώ πάρα πολύ τη δουλειά μου. Θαρρώ πως δε χρειάζεται να το βροντοφωνάξω. Μάλλον φωνάζει από μόνο του! Το ότι επέλεξα το επάγγελμα που κάνω ήτανε μία πολύ συνειδητή επιλογή τελικά από μικρή! Ναι, ήμουνα πολύ μικρή για να ξέρω τι μου ταιριάζει. Θεωρούσα όμως πως ήμουνα και πολύ μεγάλη για να ξέρω τι θέλω. Η ζωή ευτυχώς ή δυστυχώς μου χαρίστηκε απλόχερα από τα 18 μου με αυτή τη δουλειά τη μερικώς στρωμένη που κληρονόμησα ευχάριστα, αλλά που την εξέλιξα ακόμη πιο ευχάριστα για να τη φτάσω ως εδώ.
Συνεχίζω να την εξελίσσω. Και συνεχίζω να την καλλιεργώ. Και συνεχίζω να σέβομαι κάτι από το οποίο τρώω ψωμί –ενίοτε και παντεσπάνι- και ναι, τολμώ να πω, τη χαίρομαι! Κι αν κάποτε στεναχωριόμουνα, επειδή την ώρα που εγώ ξεκινούσα δουλειά παίρνοντας το δισάκι μου στον ώμο, όλοι οι άλλοι επιστρέφανε στα σπίτια τους για τη μεσημεριανή τους σιέστα, σήμερα το ‘χω ξεπεράσει και έχω πάρει κοντά σε άλλες και το ίδιον της φύσης της δουλειάς μου απόφαση! Άλλωστε τα χειρότερα που υπάρχουν σε κάνουν να σέβεσαι ως καλύτερα αυτά που έχεις.
Βαδίζοντας στον Επίλογο μιας μέρας λοιπόν...
... θεωρώ ότι για μένα δεν ξεκινάει η δουλειά, αλλά η παρέα. Κάθε μεσημέρι έρχονται οι συντροφιές μου κάπου εκεί στις 14.30. Οι φατσούλες αλλάζουνε εκ περιτροπής μέχρι να πάει 22.30 και να καταλάβω πως πέρασε άλλη μια μέρα που μου μάθανε. Πέρασε άλλη μια μέρα που δε με αφήσανε έξω από τον κόσμο τους, τις αγωνίες και τα θέλω τους. Που με επιλέξανε για να συμπληρώσουμε μαζί τα κενά τους και κοντά στα δικά τους να συμπληρώσω κι εγώ τα δικά μου κενά. Που μου μάθανε πως η δουλειά θέλει παρέα, θέλει υπομονή, θέλει επιμονή και άσκηση και πως ο ίδιος ο «πελάτης» είναι ταυτόχρονα ο εργοδότης σου, ακόμα και στην περίπτωση που δεν έχεις κανένα αφεντικό πάνω από το κεφάλι σου. Που μου μάθανε πως η δουλειά μου είναι συνάμα η διαφήμιση ή η δυσφήμισή μου.
Κάπως «έτσι» περνάω μια καθημερινή μου στη δουλειά μέρα. Βάζοντας μια κούπα τσάι και κουτσομπολεύοντας τον Αριστοτέλη που αναίρεσε ή εξέλιξε τον Πλάτωνα, αλλά παράλληλα πελαγοδρομώντας ανάμεσα σε ψιλές, δασείες και περισπωμένες, γενικές κτητικές ή αντικειμενικές, σε έτυμα και ανέτοιμα μυαλά που προσπαθούν να κατανοήσουν τι ήθελε να πει ο ποιητής που ανάθεμα κι αν ο ίδιος του ήξερε! Παλεύουμε αντάμα να ξεκλειδώσουμε φωνηέντα κείμενα του Ισοκράτη και του Αντιφώντα, σφραγισμένα με το λουκέτο της αρχαίας αττικής διαλέκτου, που όμως σαν ανοίξει, οι αρχαίοι ρήτορες φαντάζουνε Μεγάλοι Αδερφοί που περιγράφουν την σημερινή και στάσιμη εδώ και 2500 χρόνια ελληνική πραγματικότητα! Στοιχηματίζουμε στις ιδέες και τις αξίες που εξομολογείται η μετάφρασή μας, η άλλοτε ελεύθερη και άλλοτε πιστή, αλλά ενίοτε και άπιστη στη γλώσσα του τότε, που κάποτε σου ψιθυρίζει με έναν θαυμάσιο τρόπο και κάποτε τσιρίζει - εξαρτάται από τη διάθεσή σου να την ακούσεις. Στοχεύουμε να συνταχθούμε με τα υποκείμενα, αλλά και να υψώσουμε κεφάλι στις προστακτικές εξασφαλίζοντας μετοχές στην αρχαία αγορά του Σωκράτη. Τολμούμε να υπερβούμε τις αυτοπάθειες ή τις αντιπάθειες που μας προκαλούν οι υπογεγραμμένες και να βρούμε τα κατηγορούμενα για να τα αθωώσουμε.
Κάπως «έτσι» τσουλάνε οι μέρες: συζητώντας παράλληλα για τα κακώς κείμενα της πλανεύτρας τηλεόρασης και της ψεύτρας διαφήμισης, για την προπαγάνδα και τον λαϊκισμό των πολιτικών και τον κομφορμισμό των πολιτών, με στόχο να φτιάξουμε καλώς κείμενα με συνοχή και αντοχή στο χρόνο που έχουνε επιλόγους γεμάτους ελπίδα στη ζωή. Κάπως «έτσι» τσουλάει μια μέρα μαθαίνοντας για τη ζωή του Οβίδιου του ποιητή που εξορίστηκε στη γη του Πόντου..κάπως έτσι...
Κι αυτό το «έτσι» έχει επεξηγήσεις. Άλλες φορές είναι με κέφι, με γέλια, με χαχανητά και με πειράγματα. Το «έτσι» αυτό έχει όρεξη για δουλειά, έχει πολλή συζήτηση, έχει κανόνες που καλλιεργούν τη δημοκρατία, την ελευθερία και την ανταλλαγή απόψεων. Έχει πολλά ζευγάρια μάτια στραμμένα επάνω στα δικά μου. Έχει αφτιά τεντωμένα σαν το σκοινί του ακροβάτη που θέλει προσοχή και τόλμη. Τόλμη να απορείς, να ρωτάς και να διεκδικείς απάντηση από εκείνον που σου «πουλάει» πνεύμα και γνώση. Αυτό το «έτσι» είναι ένα δίκοπο μαχαίρι, που οξύνει μυαλά, αλλά και στριφογυρίζει μέσα στην βαθιά πληγή μου.
Γιατί αυτό το «έτσι» έχει και κούραση, δική μου και δική τους. Έχει μια επανάληψη - μητέρα της ορφανής μας μάθησης, που συνεπάγεται όμως μάλλιασμα της γλώσσας (μου) και κούραση στο χέρι (τους). Αυτό το «έτσι» έχει νεύρα, ίσως και κλάματα, έχει άγχη, αγωνίες, ανοησίες και ενίοτε βαριεστημάρα. Η άλλη όψη του νομίσματος που λέγεται «έτσι» περιέχει φωνές και τόνους υψηλούς. Καμιά φορά αυτό το «έτσι» όμως μένει και άφωνο, γιατί δε σέβομαι τις φωνητικές μου χορδές που βραχνιάζουν και απεργούν, αλλά τις καταχρώμαι. Αυτό το άλλο «έτσι» έχει μάτια κάτω από συνοφρυωμένα μέτωπα πολέμου! Συγκρούσεις και συμπεριφορές που οδηγούν σε ουρλιαχτά. Και τα ουρλιαχτά αυτά βγάζουν και πόδια που παίρνουν σβάρνα όλη τη γειτονιά και φεύγουν παρακάτω. Και ναι, τότε με ακούει όλο το οικοδομικό τετράγωνο και το Δημαρχείο μαζί (τρία τετράγωνα πιο πέρα). Και οι φωνές φέρνουν κούραση, εξάντληση και νύστα που πολλές φορές με θέλει να πέφτω επάνω στο γραφείο και να με παίρνει ο ύπνος πριν τα παιδιά προλάβουν να κλείσουν την πόρτα πίσω τους λέγοντάς μου «Κυρία, καληνύχτα!».
Κάπως «έτσι» περνάω μια καθημερινή μου στη δουλειά μέρα. Βάζοντας μια κούπα τσάι και κουτσομπολεύοντας τον Αριστοτέλη που αναίρεσε ή εξέλιξε τον Πλάτωνα, αλλά παράλληλα πελαγοδρομώντας ανάμεσα σε ψιλές, δασείες και περισπωμένες, γενικές κτητικές ή αντικειμενικές, σε έτυμα και ανέτοιμα μυαλά που προσπαθούν να κατανοήσουν τι ήθελε να πει ο ποιητής που ανάθεμα κι αν ο ίδιος του ήξερε! Παλεύουμε αντάμα να ξεκλειδώσουμε φωνηέντα κείμενα του Ισοκράτη και του Αντιφώντα, σφραγισμένα με το λουκέτο της αρχαίας αττικής διαλέκτου, που όμως σαν ανοίξει, οι αρχαίοι ρήτορες φαντάζουνε Μεγάλοι Αδερφοί που περιγράφουν την σημερινή και στάσιμη εδώ και 2500 χρόνια ελληνική πραγματικότητα! Στοιχηματίζουμε στις ιδέες και τις αξίες που εξομολογείται η μετάφρασή μας, η άλλοτε ελεύθερη και άλλοτε πιστή, αλλά ενίοτε και άπιστη στη γλώσσα του τότε, που κάποτε σου ψιθυρίζει με έναν θαυμάσιο τρόπο και κάποτε τσιρίζει - εξαρτάται από τη διάθεσή σου να την ακούσεις. Στοχεύουμε να συνταχθούμε με τα υποκείμενα, αλλά και να υψώσουμε κεφάλι στις προστακτικές εξασφαλίζοντας μετοχές στην αρχαία αγορά του Σωκράτη. Τολμούμε να υπερβούμε τις αυτοπάθειες ή τις αντιπάθειες που μας προκαλούν οι υπογεγραμμένες και να βρούμε τα κατηγορούμενα για να τα αθωώσουμε.
Κάπως «έτσι» τσουλάνε οι μέρες: συζητώντας παράλληλα για τα κακώς κείμενα της πλανεύτρας τηλεόρασης και της ψεύτρας διαφήμισης, για την προπαγάνδα και τον λαϊκισμό των πολιτικών και τον κομφορμισμό των πολιτών, με στόχο να φτιάξουμε καλώς κείμενα με συνοχή και αντοχή στο χρόνο που έχουνε επιλόγους γεμάτους ελπίδα στη ζωή. Κάπως «έτσι» τσουλάει μια μέρα μαθαίνοντας για τη ζωή του Οβίδιου του ποιητή που εξορίστηκε στη γη του Πόντου..κάπως έτσι...
Κι αυτό το «έτσι» έχει επεξηγήσεις. Άλλες φορές είναι με κέφι, με γέλια, με χαχανητά και με πειράγματα. Το «έτσι» αυτό έχει όρεξη για δουλειά, έχει πολλή συζήτηση, έχει κανόνες που καλλιεργούν τη δημοκρατία, την ελευθερία και την ανταλλαγή απόψεων. Έχει πολλά ζευγάρια μάτια στραμμένα επάνω στα δικά μου. Έχει αφτιά τεντωμένα σαν το σκοινί του ακροβάτη που θέλει προσοχή και τόλμη. Τόλμη να απορείς, να ρωτάς και να διεκδικείς απάντηση από εκείνον που σου «πουλάει» πνεύμα και γνώση. Αυτό το «έτσι» είναι ένα δίκοπο μαχαίρι, που οξύνει μυαλά, αλλά και στριφογυρίζει μέσα στην βαθιά πληγή μου.
Γιατί αυτό το «έτσι» έχει και κούραση, δική μου και δική τους. Έχει μια επανάληψη - μητέρα της ορφανής μας μάθησης, που συνεπάγεται όμως μάλλιασμα της γλώσσας (μου) και κούραση στο χέρι (τους). Αυτό το «έτσι» έχει νεύρα, ίσως και κλάματα, έχει άγχη, αγωνίες, ανοησίες και ενίοτε βαριεστημάρα. Η άλλη όψη του νομίσματος που λέγεται «έτσι» περιέχει φωνές και τόνους υψηλούς. Καμιά φορά αυτό το «έτσι» όμως μένει και άφωνο, γιατί δε σέβομαι τις φωνητικές μου χορδές που βραχνιάζουν και απεργούν, αλλά τις καταχρώμαι. Αυτό το άλλο «έτσι» έχει μάτια κάτω από συνοφρυωμένα μέτωπα πολέμου! Συγκρούσεις και συμπεριφορές που οδηγούν σε ουρλιαχτά. Και τα ουρλιαχτά αυτά βγάζουν και πόδια που παίρνουν σβάρνα όλη τη γειτονιά και φεύγουν παρακάτω. Και ναι, τότε με ακούει όλο το οικοδομικό τετράγωνο και το Δημαρχείο μαζί (τρία τετράγωνα πιο πέρα). Και οι φωνές φέρνουν κούραση, εξάντληση και νύστα που πολλές φορές με θέλει να πέφτω επάνω στο γραφείο και να με παίρνει ο ύπνος πριν τα παιδιά προλάβουν να κλείσουν την πόρτα πίσω τους λέγοντάς μου «Κυρία, καληνύχτα!».
«Παιδάκια μου γλυκά, συγνώμη!»