Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2012

«Έτσι»...

Ως Πρόλογο έχω να θυμάμαι:

Γυμναστική ή Γραμματική? Ιδού η απορία! Μ’ αυτό το δίλημμα μεγάλωνα από τα 7 μου! Λες και ήξερα τι ενδιαφέροντα έχει η ζωή για να τα αποκτήσω! Λες και γνώριζα ποιες ήτανε οι δυνατότητες και ποιες οι ικανότητές μου για να τις καλλιεργήσω! Κι όμως...Πορεύτηκα μ’ αυτό το δίλημμα δέκα ολόκληρα χρόνια: από τα 7 έως τα 17 μου. Σχοινοβατούσα ανάμεσα σε δυο μεγάλες μου αγάπες και αισθανόμουνα πως βρισκόμουνα σε έναν μπρεχτικό κύκλο από κιμωλία σαν να περίμενα ποια απ’ τις δυο θα με τραβήξει! Τελικά η επιλογή ξεχείλισε (και) από λογική: η γυμναστική γίνεται χόμπι, η γλωσσολογία δύσκολα, αν θες να μη λέγεσαι ερασιτέχνης γλωσσολόγος! Άλλωστε η γλωσσολογία σέρνει από πίσω της συμπαρομαρτούσες ασχολίες, όπως το πολύ διάβασμα, το ψάξιμο, το ξεσκόνισμα σε αραχνιασμενα λεξικά, την μπόλικη φιλολογία, τη διδασκαλία, την έρευνα, το κουβεντολόι με ανθρώπους του χωριού ή των γραμμάτων και πολλά άλλα δελεαστικά πεδία!
Κάπως έτσι κύλησαν οι σπουδές μου, κάπως έτσι κύλησαν και οι δουλειές μου. Εκεί, ανάμεσα σε ανθρώπους του πνεύματος και της γνώσης, ακαδημαϊκούς και σχολαστικούς, άλλοτε μεγαλόψυχους και άλλοτε με σοβαρή έλλειψη συναισθηματικής νοημοσύνης, όφειλα να βρω τρόπους σε κάθε περίπτωση να συνεννοηθώ, να συνεργαστώ, αλλά και να συγκρουστώ. Διότι και οι συγκρούσεις θέλουν τρόπο!

Το (Κύριο) Θέμα είναι ότι...

... σήμερα, δηλώνω περισσότερο εκ-παιδεύτρια. Εκ του «παιδεύω» ή «παιδεύομαι» (?), είπαμε, δεν έχω καταλάβει. Αυτό όμως δεν αναιρεί το ότι αγαπώ πάρα πολύ τη δουλειά μου. Θαρρώ πως δε χρειάζεται να το βροντοφωνάξω. Μάλλον φωνάζει από μόνο του! Το ότι επέλεξα το επάγγελμα που κάνω ήτανε μία πολύ συνειδητή επιλογή τελικά από μικρή! Ναι, ήμουνα πολύ μικρή για να ξέρω τι μου ταιριάζει. Θεωρούσα όμως πως ήμουνα και πολύ μεγάλη για να ξέρω τι θέλω. Η ζωή ευτυχώς ή δυστυχώς μου χαρίστηκε απλόχερα από τα 18 μου με αυτή τη δουλειά τη μερικώς στρωμένη που κληρονόμησα ευχάριστα, αλλά που την εξέλιξα ακόμη πιο ευχάριστα για να τη φτάσω ως εδώ.
Συνεχίζω να την εξελίσσω. Και συνεχίζω να την καλλιεργώ. Και συνεχίζω να σέβομαι κάτι από το οποίο τρώω ψωμί –ενίοτε και παντεσπάνι-  και ναι, τολμώ να πω, τη χαίρομαι! Κι αν κάποτε στεναχωριόμουνα, επειδή την ώρα που εγώ ξεκινούσα δουλειά παίρνοντας το δισάκι μου στον ώμο, όλοι οι άλλοι επιστρέφανε στα σπίτια τους για τη μεσημεριανή τους σιέστα, σήμερα το ‘χω ξεπεράσει και έχω πάρει κοντά σε άλλες και το ίδιον της φύσης της δουλειάς μου απόφαση! Άλλωστε τα χειρότερα που υπάρχουν σε κάνουν να σέβεσαι ως καλύτερα αυτά που έχεις.

Βαδίζοντας στον Επίλογο μιας μέρας λοιπόν...
 
... θεωρώ ότι για μένα δεν ξεκινάει η δουλειά, αλλά η παρέα. Κάθε μεσημέρι έρχονται οι συντροφιές μου κάπου εκεί στις 14.30. Οι φατσούλες αλλάζουνε εκ περιτροπής μέχρι να πάει 22.30 και να καταλάβω πως πέρασε άλλη μια μέρα που μου μάθανε. Πέρασε άλλη μια μέρα που δε με αφήσανε έξω από τον κόσμο τους, τις αγωνίες και τα θέλω τους. Που με επιλέξανε για να συμπληρώσουμε μαζί τα κενά τους και κοντά στα δικά τους να συμπληρώσω κι εγώ τα δικά μου κενά. Που μου μάθανε πως η δουλειά θέλει παρέα, θέλει υπομονή, θέλει επιμονή και άσκηση και πως ο ίδιος ο «πελάτης» είναι ταυτόχρονα ο εργοδότης σου, ακόμα και στην περίπτωση που δεν έχεις κανένα αφεντικό πάνω από το κεφάλι σου. Που μου μάθανε πως η δουλειά μου είναι συνάμα η διαφήμιση ή η δυσφήμισή μου.
Κάπως «έτσι» περνάω μια καθημερινή μου στη δουλειά μέρα. Βάζοντας μια κούπα τσάι και κουτσομπολεύοντας τον Αριστοτέλη που αναίρεσε ή εξέλιξε τον Πλάτωνα, αλλά παράλληλα πελαγοδρομώντας ανάμεσα σε ψιλές, δασείες και περισπωμένες, γενικές κτητικές ή αντικειμενικές, σε έτυμα και ανέτοιμα μυαλά που προσπαθούν να κατανοήσουν τι ήθελε να πει ο ποιητής που ανάθεμα κι αν ο ίδιος του ήξερε! Παλεύουμε αντάμα να ξεκλειδώσουμε φωνηέντα κείμενα του Ισοκράτη και του Αντιφώντα, σφραγισμένα με το λουκέτο της αρχαίας αττικής διαλέκτου, που όμως σαν ανοίξει, οι αρχαίοι ρήτορες φαντάζουνε Μεγάλοι Αδερφοί που περιγράφουν την σημερινή και στάσιμη εδώ και 2500 χρόνια ελληνική πραγματικότητα! Στοιχηματίζουμε στις ιδέες και τις αξίες που εξομολογείται η μετάφρασή μας, η άλλοτε ελεύθερη και άλλοτε πιστή, αλλά ενίοτε και άπιστη στη γλώσσα του τότε, που κάποτε σου ψιθυρίζει με έναν θαυμάσιο τρόπο και κάποτε τσιρίζει - εξαρτάται από τη διάθεσή σου να την ακούσεις. Στοχεύουμε να συνταχθούμε με τα υποκείμενα, αλλά και να υψώσουμε κεφάλι στις προστακτικές εξασφαλίζοντας μετοχές στην αρχαία αγορά του Σωκράτη. Τολμούμε να υπερβούμε τις αυτοπάθειες ή τις αντιπάθειες που μας προκαλούν οι υπογεγραμμένες και να βρούμε τα κατηγορούμενα για να τα αθωώσουμε.
Κάπως «έτσι» τσουλάνε οι μέρες: συζητώντας παράλληλα για τα κακώς κείμενα της πλανεύτρας τηλεόρασης και της ψεύτρας διαφήμισης, για την προπαγάνδα και τον λαϊκισμό των πολιτικών και τον κομφορμισμό των πολιτών, με στόχο να φτιάξουμε καλώς κείμενα με συνοχή και αντοχή στο χρόνο που έχουνε επιλόγους γεμάτους ελπίδα στη ζωή. Κάπως «έτσι» τσουλάει μια μέρα μαθαίνοντας για τη ζωή του Οβίδιου του ποιητή που εξορίστηκε στη γη του Πόντου..κάπως έτσι...
Κι αυτό το «έτσι» έχει επεξηγήσεις. Άλλες φορές είναι με κέφι, με γέλια, με χαχανητά και με πειράγματα. Το «έτσι» αυτό έχει όρεξη για δουλειά, έχει πολλή συζήτηση, έχει κανόνες που καλλιεργούν τη δημοκρατία, την ελευθερία και την ανταλλαγή απόψεων. Έχει πολλά ζευγάρια μάτια στραμμένα επάνω στα δικά μου. Έχει αφτιά τεντωμένα σαν το σκοινί του ακροβάτη που θέλει προσοχή και τόλμη. Τόλμη να απορείς, να ρωτάς και να διεκδικείς απάντηση από εκείνον που σου «πουλάει» πνεύμα και γνώση. Αυτό το «έτσι» είναι ένα δίκοπο μαχαίρι, που οξύνει μυαλά, αλλά και στριφογυρίζει μέσα στην βαθιά πληγή μου.
Γιατί  αυτό το «έτσι» έχει και κούραση, δική μου και δική τους. Έχει μια επανάληψη - μητέρα της ορφανής μας μάθησης, που συνεπάγεται όμως μάλλιασμα της γλώσσας (μου) και κούραση στο χέρι (τους). Αυτό το «έτσι» έχει νεύρα, ίσως και κλάματα, έχει άγχη, αγωνίες, ανοησίες και ενίοτε βαριεστημάρα. Η άλλη όψη του νομίσματος που λέγεται «έτσι» περιέχει φωνές και τόνους υψηλούς. Καμιά φορά αυτό το «έτσι» όμως μένει και άφωνο, γιατί δε σέβομαι τις φωνητικές μου χορδές που βραχνιάζουν και απεργούν, αλλά τις καταχρώμαι. Αυτό το άλλο «έτσι» έχει μάτια κάτω από συνοφρυωμένα μέτωπα πολέμου! Συγκρούσεις και συμπεριφορές που οδηγούν σε ουρλιαχτά. Και τα ουρλιαχτά αυτά βγάζουν και πόδια που παίρνουν σβάρνα όλη τη γειτονιά και φεύγουν παρακάτω. Και ναι, τότε με ακούει όλο το οικοδομικό τετράγωνο και το Δημαρχείο μαζί (τρία τετράγωνα πιο πέρα). Και οι φωνές φέρνουν κούραση, εξάντληση και νύστα που πολλές φορές με θέλει να πέφτω επάνω στο γραφείο και να με παίρνει ο ύπνος πριν τα παιδιά προλάβουν να κλείσουν την πόρτα πίσω τους λέγοντάς μου «Κυρία, καληνύχτα!». 

«Παιδάκια μου γλυκά, συγνώμη!»

Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

θα πάει μακριά η βαλίτσα?

Γεια σας! Να σας συστηθώ: Είμαι ο Σκουντούφλης! Πολύ σκουντούφλης όμως! Σκουντουφλάω όλη την ώρα. Και να πω ότι συμβαίνει μόνο το πρωί με το άλλοθι του ματιού που δεν άνοιξε...πάει κι έρχεται! Εδώ μιλάμε για σκουντουφλιά μεσημεριανή και δεκατιανή και απογεματινή και βραδινή και ειδικά νυχτερινή! Κι αν δεν έχω πέσει πάνω σε τραπέζια. Οι γωνίες –εκτός από τις αγωνίες- είναι οι αγαπημένες μου! Πάνω σε ντουβάρια... Ένα εγώ και ένα εκείνο ξέρετε τι μας κάνουνε? Τρελό δίδυμο!  Σκαλώνει η φούστα μου στο κλειδί της πόρτας. Χτυπάει το πόδι μου. Μου γλιστράει το τυροπιτάκι που πήγα να ξεκλέψω για δεκατιανό και μου πέφτει στο πάτωμα. Τότε θυμάμαι τον Αλχημιστή αντίστροφα: «Όταν όλο το σύμπαν συνωμοτεί να μην φας κάτι, μην το πιέζεις! Άστο! Δεν είναι γραφτό του να το φας!» Χύνω τον καφέ από το μπρίκι, γιατί θυμήθηκα να σαπουνίσω το πλακάκι του πάγκου πίσω από το γκαζάκι ή ρίχνω το ποτήρι με το κρασί πάνω στο τραπέζι της ταβέρνας, γιατί πήρα πρωτοβουλία –που να μην έπαιρνα- να ανακατέψω τη χωριάτικη! Καμιά φορά από τη βιασύνη μου –ε από τι άλλο-  γλιστράω κιόλας!
Τι κι αν μου λέει η κυρία Μάρθα: «Εσύ κορίτσι μου, αλλού πατάς κι αλλού βρίσκεσαι...» μεταξύ αγάπης και θαυμασμού για την υπερκινητικότητά μου?  Σχήμα λόγου, κυριολεξία και μεταφορά κι όλα τα άλλα σχήματα λόγου μαρτυρούν την ατσαλιά μου. Και τσατίζομαιαιαιαιαιαιαι........ Διότι, όποιος βιάζεται σκοντάφτει! Αλλά, γιατί βιάζομαι, δεν έχω καταλάβει ακόμη! Και πότε θα με μάθω επιτέλους?
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η βαλίτσα! Ξεκινάω να την αδειάσω άρτι αφιχθείσα γαρ από το τελευταίο μου ταξίδι, και βγάζω από μέσα το νεσεσέρ να το πάω στο μπάνιο. Θα δω τη μπανιέρα με άλατα στον πάτο. Θα γυρίσω γρήγορα να της ρίξω λίγη χλωρίνη. Αλλά θυμάμαι ότι πρέπει να ανεβάσω τις τέντες από το μπαλκόνι μου και βλέπω ότι τα λουλούδια μου χρειάζονται απεγνωσμένα νερό και βρίσκομαι με ένα ποτιστήρι στο χέρι. Για κάποιο λόγο τα χάνω, δεν ξέρω πού να πρωτογυρίσω, μου πέφτει το ποτιστήρι, στάζω στο τραπεζομάντηλο ή πάνω στο παντελόνι μου. Περνάω αμέσως μέσα από το σαλόνι, αλλά το άτιμο το μάτι μου κλεφτά  πιάνει ένα cd ξέμπαρκο πάνω στο τραπεζάκι. Το αρπάζω να το συμμαζέψω στο κουτί με τα υπόλοιπα cd, αλλά πιο πέρα πάνω στο γραφείο έχω τους λογαριασμούς με τις εκτυπωμένες αποδείξεις που θέλουνε επισύναψη και παρεμπιπτόντως τις κοιτάζω λίγο λοξά. Τότε, ανοίγω το συρτάρι να πάρω το συρραπτικό για να τις συρράψω και διαπιστώνω ότι παραδίπλα του είναι οι φωτογραφίες που κάποια στιγμή πρέπει να περάσω στο άλμπουμ! Και ναιαιαι!! Ήγγικεν η ώρα! Πότε νομίζεις ότι θα το κάνω αυτό? Και φυσικά όλα αυτά θα γίνουνε μαζί με τιμήματα. Γυρίζω από δω, γυρίζω από κει, pivot στο ένα πόδι σαν άξονας περιστροφής χωρίς να υπολογίσω ούτε το χώρο ούτε τον χρόνο. Και πάρε να ‘χεις: ποδαράκια γεμάτα μελανιές, χεράκια όλο γρατσουνιές, κοψίματα, εγκαύματα κ.ά.ό. διότι από τη σβελτάδα μου κάπου θα σκαλώσω...

 Η βαλίτσα βέέέβαια! Χάσκει ακόμα ανοιχτή...

Φραστ, φρουστ εγώ διασχίζω το σπίτι με βήματα γρήγορα! Ότι θα πέσω σε καμιά πόρτα αυτό είναι στάνταρ! Αλλά θα συμμαζέψω και το βιβλίο της γραμματικής που έχω αφημένο στο πάτωμα –ναι εγώ εκεί βάζω τα βιβλία μου, θες κάτι?- αλλά θα θυμηθώ παρεμπιπτόντως να κατεβάσω τα άπαντα του Τριανταφυλλίδη από τη βιβλιοθήκη για να βρω τι έχει πει για εκείνο το γραμματικό φαινόμενο που έψαχνα για μία εργασία μου!

Η βαλίτσα στο μεταξύ, ναι, περιμένει. 

Δεν έχει αδειάσει ακόμη. Θα βγάλω τα ρούχα να τα πάω στη ντουλάπα η οποία για κάποιον ανεξήγητο λόγο είναι άνω-κάτω και γι’ αυτό πρέπει να βάλω σε τάξη τις φούστες και τα σορτσάκια μου. Ναι, εκείνη την ώρα το θυμήθηκα! Εσύ πάλι τι θες? Στο μεταξύ περνώντας από την κουζίνα, αν δεν ανοίξω φύλλο για καμιά πίτα –το ‘χω κάνει, πίστεψέ με- παίζει να φτιάξω κανα κέικ όχι για να το φάω, αλλά έτσι, για να το μοιράσω στη γειτονιά μου, λες και θα σχωρεθούν τα ποθαμένα μου!

Η βαλίτσα εκεί! Βράχος! 

Πρέπει να βγάλω και τα άπλυτα! Στη φόρα ναι, αλλά και από τη βαλίτσα.  Γρήγορα τρέχω (γιατί?) στο μπάνιο στο καλάθι των απλύτων! Και στέκομαι μπροστά και λέω: «Δε βάζεις ένα πλυντήριο? Ευκαιρία είναι!». Έλα όμως που δεν μπορώ να βλέπω τις μισές τρίχες της κεφαλής μου πάνω στα πλακάκια του μπάνιου και τρέχω (πάλι) να φέρω την ηλεκτρική. Το συμπέρασμα είναι: να δουλεύει ηλεκτρική (σκούπα), πλυντήριο και ηλεκτρική κουζίνα ταυτόχρονα που σημαίνει: Α. ότι η σύγχρονη νοικοκυρά έχει ψευδαίσθηση για τις δουλειές που κάνει. Τα κάνει όλα η τεχνολογία. Αυτή είναι απλά ο ηθικός αυτουργός πατώντας κουμπιά και Β. Ότι στο σπίτι μου μέσα σβουρίζουνε και σφυρίζουνε τα πάντα!

Η βαλίτσα περιμένει! 

Κατά τα άλλα νοικοκυρά σου λέει! Εγώ χασομερώ. 

Η βαλίτσα βαριέται! 

Κι εγώ λέω: «Αφού σε τρεις μέρες θα ξαναφύγω! Ααα! Προορισμό δεν ξέρω! Μην με ρωτάς! Ξέρω μόνο ότι μου αρέσει να φεύγω! Και φεύγω! Και μονολογώ! Δλδ συσκέπτομαι με το alter ego μου και αναρωτιέμαι: Μήπως να μην την αδειάσω και να την αφήσω σε μια γωνιά ετοιμοπόλεμη? Ε?»
Ορίστε! Γι’ αυτό βιάζομαι. Γιατί απλά δεν έχω μάθει να κάθομαι. Γι’ αυτό βιάζομαι! 

...Για να φύγω... Δε με χωράει ο τόπος. Κι όλο «σκοντάφτω» με τις βιαστικές μου κινήσεις. Κι όλο «πέφτω σε ολισθήματα». Κι όλο «κάνω λάθος κινήσεις» και τελικά «πέφτω κάτω και γκρεμοτσακίζομαι»! Και «τρώω τα μούτρα μου»! Αλλά το σοφό γνωμικό τι λέει? «Δεν έχει σημασία αν έπεσες, αλλά το αν θα ξανασηκωθείς!»
Και ναι, τελικά είμαι Όρθια... (άσχετα αν τελευταία «κοιμάμαι όρθια»!)


Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2012

Ο Τέταρτος Ιεράρχης



Λένε πως ο άνθρωπος θέλει πάντα να αποδίδει μία αιτιακή σχέση σε γεγονότα που συμβαίνουν, ίσως γιατί ο μικρός του εγκέφαλος τα κατανοεί ευκολότερα έτσι. Και ο δικός μου ο εγκέφαλος είναι μικρός επίσης. Μικρούλης σας λέω. Τόσος δα! Σαν τον εγκέφαλο της Τοσοδούλας, του αγαπημένου μου παραμυθιού που διάβαζα, όταν ήμουνα μικρούλα. Πόσο μυαλό να έχει ένα κορίτσι που χωράει και κοιμάται μέσα σε ένα καρυδότσουφλο?
Από τότε πέρασαν χρόνια πολλά, μεγάλωσα, αλλά ο εγκέφαλός μου έμεινε τόσος δα. Και εξηγεί τα πράγματα που συμβαίνουν γύρω μου, όπως τότε. Γι’ αυτό κανένας μετεωρολόγος δε θα με πείσει, για ποιον λόγο όλο το καλοκαίρι που είχε τόση ζέστη έτυχε να βρέξει πάνω από τη νύφη του Θερμαϊκού μία φορά μόνο: το βράδυ της 30ης Ιουλίου! Εγώ ξέρω, κι ας μην είμαι μετεωρολόγος. Ξέρω. Ξέρω ότι έκλαιγε ο Θεός. Έκλαιγε ο Καιρός που ορφάνεψε ο λαός.  Ορφάνεψε η Ελλάδα. Ορφάνεψε η Υφήλιος. Ορφάνεψαν τα Γράμματα και η Επιστήμη ολάκερη. Κυρίως αυτή της Γλώσσας. Έσβησε ένας φάρος τηλαυγής. Και άναψε ένα Αστέρι φωτεινό σαν της Βηθλεέμ που οδηγούσε τους τρεις μάγους, σαν το φεγγαράκι το λαμπρό στο Κρυφό Σχολειό. Άσχετα αν αυτό υπήρχε. Για το μεγάλο μας Δάσκαλο σημασία δεν είχε αν υπήρξε το Κρυφό Σχολειό. Σημασία είχε ότι «οι άνθρωποι χρειάζονται σύμβολα», όπως έλεγε χαρακτηριστικά, κι αυτά δεν έχει καμία μεταρρύθμιση δικαίωμα να τους τα αφαιρέσει.
     Μ’ αυτά και με εκείνα υποδέχομαι φέτος τη νέα σχολική χρονιά. Οι μαθητές μου οι περσινοί ανέβηκαν ένα σκαλοπάτι. Πήγαν ψηλότερα. Προόδευσαν. Θα ‘ναι μια τάξη μεγαλύτερη. Και είμαι πολύ υπερήφανη γι’ αυτό! Και τους συγχαίρω και τους αγαπώ και τους ευχαριστώ! Γιατί οι περσινοί μου τελειόφοιτοι σήμερα καμαρώνουν στα έδρανα κάποιας σπουδαίας για τα όνειρα και τις προσδοκίες τους σχολής. Θα κυκλοφορούν με τον «τιμητικό» τίτλο του «φοιτητή» και με το πάσο στην τσέπη.
Εγώ όμως? Εγώ, έμεινα στάσιμη! Είμαι στην ίδια τάξη. Στην ίδια καρέκλα, στην ίδια έδρα. Μόνο τα θρανία από κάτω αλλάζουνε φάτσες. Αλλάζουνε πρόσωπα. Εγώ εκεί. Καλούμαι να συνεχίσω το έργο μου από εκεί που το άφησα τον περασμένο Ιούνιο. Ανανεωμένη μεν, ξεκούραστη,  αλλά, όπως όλη η Ελλάδα, ΟΡΦΑΝΗ πλέον πνευματικά. 
Δεν έχω μέντορα πια να με ενθαρρύνει, μήτε να με συμβουλεύει. Δεν έχω αρωγό στον ανηφορικό δρόμο της γνώσης. Εκείνον που ο Πλάτωνας τον ήθελε προορισμένο για τους ανθρώπους των γραμμάτων. Δεν έχω πια παρηγοριά στην ασχήμια της ανοησίας που με κατακλύζει. Δεν μπορώ να ξαναπάρω στο τηλέφωνο το Δάσκαλό μου, για να μου λύσει τις «ωραίες» μου και «έξυπνες» απορίες μου. Γιατί για Εκείνον οι απορίες μου ως μαθήτριας δεν ήτανε ποτέ χαζές, όσο κι αν το πίστευα. Γιατί για Εκείνον ο μαθητής είχε προτεραιότητα και ήθελε σεβασμό και πίστη σε ό,τι προσπαθούσε. Και οι προσπάθειες οι δικές μου ήτανε όντως μικρές, αλλά πάντα αναγνωρισμένες και παινεμένες, στολισμένες με κουράγιο από Εκείνον που μου ‘δινε με κάθε του τρόπο κουράγιο για να συνεχίσω. Αλλά και με μάλωνε! Ναι, αμέ! Αφού σας λέω ήτανε γνήσιος Δάσκαλος. Με μάλωνε σαν με έβλεπε ανυπόμονη. Και τσατιζότανε! Με μάλωνε όταν διέκρινε πάνω μου άγχος. Μου έλεγε να πάψω να αγχώνομαι και να αγχώνω τους γύρω μου. Με έβρισκε αγχώδη, αγχωμένη και αγχωτική ώρες-ώρες...και μου ζητούσε πάντα να προσέχω την υγεία μου!

Κύριε Χρίστο,
ζητάω συγχώρεση για το γλωσσικό μου ολίσθημα. Μη θυμώνετε, σας ικετεύω, που ενώ αποδημήσατε εις Κύριον, εξακολουθώ και σας αποκαλώ, σας προσφωνώ «κύριο»!! Είστε ο Κύριός μου. Και αυτό δε θα αλλάξει ποτέ. Δε θα γίνετε ποτέ ο Χρίστος και ξέρετε γιατί? Γιατί δεν μπορώ να χωνέψω τον αδόκητό σας θάνατο. Δεν χωράει το μυαλό μου ότι θα γυρίσω σπίτι και δε θα βρω μήνυμά σας στον τηλεφωνητή. Ότι δεν θα με ψάξετε, αν δεν σας ψάξω, για να μου δώσετε ραντεβού, να πάμε στο tres Marie, στις Τρεις Μαρίες που λέγατε (!!!)  και να πιούμε το τσάι μας και να τα πούμε. Να σας πω τα νέα μου που τα ακούγατε με τόση ευλάβεια.  Δεν μπορώ να πιστέψω ότι δεν έχετε να μου πείτε τίποτε άλλο για τις δουλειές που εκκρεμούν στο Φιλόλογο, για τις βλέψεις σας, τα σχέδιά σας για τα παιδιά στο ορφανοτροφείο, για τις βιβλιοθήκες, για τους φετινούς μας καλεσμένους στα φιλολογικά βραδινά. Δεν χωράει ο νους μου ότι η Κεντρική βιβλιοθήκη θα είναι κατάμεστη χωρίς το υπέρτατό σας βλέμμα  καθώς περιφέρεστε τριγύρω από την αίθουσα, όπως όταν αγορεύατε στα αμφιθέατρα. Ότι κάθε Σάββατο στις καθιερωμένες μας επισκέψεις στα μουσεία δε θα κυκλοφορείτε σαν τους παλιούς δασκάλους με τη σφυρίχτρα στο στόμα να μας μαζέψετε σαν τα άτακτα μαθητούδια για να μας στοιχίσετε και να αρχίσει η ξενάγηση. Ότι δε θα ξαναβγούμε στο Tiffany για φαγητό για να συζητήσουμε και να μας κεράσετε με τη Μαρία και ενώ θα μιλάμε χαμηλόφωνα για να λέμε τα «μυστικά» μας, τα γύρω τραπέζια θα μιλάνε ακόμη πιο χαμηλόφωνα για να ακούνε το Μεγάλο Δάσκαλο να ρητορεύει. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι δε θα σας ξαναπετύχω σε κάποια απόμερη γειτονιά της Θεσσαλονίκης να περπατάτε σαν μάχιμος και ακούραστος αθλητής για να πάτε να αφισοκολλήσετε το πρόγραμμα του Φιλολόγου ικανοποιώντας το όνειρο που είχατε μικρός, όπως λέγατε, «να γίνετε αφισοκολλητής!!!». Ότι «δε θα σας κάνω μάθημα» για να μάθετε να χειρίζεστε το διαδίκτυο που τόσο θέλατε και ήτανε ένας από τους επόμενούς σας στόχους!!! Ότι δε θα ξαναπάτε να ποτίσετε τα λουλούδια στο Φιλόλογο, ή δε θα μας τρατάρετε στο σπίτι του Φιλολόγου μία καραμέλα ή ένα σοκολατάκι, γιατί για εσάς, έναν ΜΕΓΑΛΟ και ΣΠΟΥΔΑΙΟ ΑΝΘΡΩΠΟ δεν υπήρχαν δουλειές κατώτερες.
Γιατί ΟΛΑ έπρεπε να περάσουν από τα χέρια σας. Γιατί ποτέ δεν εκμεταλλευτήκατε άνθρωπο ή φοιτητή σας ή μαθητή σας, αλλά πάντα τον σπρώχνατε να πάει μπροστά, όπως κάνατε με μένα. Είχατε τρόπο μοναδικό, κύριε Χρίστο,  να μου μαθαίνετε πώς να δουλεύω μόνη μου, να αγαπάω τη δουλειά και να τολμώ τα πιο δύσκολα χωρίς να φοβάμαι. Γιατί πάντα σε όποια εκδήλωση οργανώναμε μαζί, μου δίνατε προτεραιότητα γι’ αυτό και δεν υπήρξε για μένα μεγαλύτερη κολακεία. Γιατί ό,τι κι αν τολμούσα με βοηθούσατε με διακριτικότατο τρόπο.  Γιατί μου δώσατε πολύ κουράγιο.
 Και γιατί πάντα ενδιαφερόσασταν πρώτα για τους άλλους και μετά για τον εαυτό σας. Γιατί σας ένοιαζε πρώτα η επιστήμη η ανθρωπιστική και δεν μοιάζατε με τους επιστήμονες τους αποστειρωμένους και κλειδωμένους στα εργαστήρια των σχολών. Γιατί εκλαϊκεύσατε την επιστήμη με σεβασμό στο «είναι» της χωρίς να την προσβάλετε. Γιατί κάνατε τη διδασκαλία Τέχνη χωρίς να προσπαθήσετε. Γιατί κάνατε την γνώση προσιτή χωρίς να αποκλείσετε από αυτήν κανέναν και κάνατε τη δουλειά έμβλημα του Καλού Δασκάλου. Γιατί χάρη σ’ εσάς έγινε η παιδαγωγική μαγεία για τους φοιτητές σας και ήσασταν ο μόνος καθηγητής στο πανεπιστήμιο με κατάμεστα τα αμφιθέατρα! Γιατί είχατε δικαίωμα να έχετε άποψη για τα σχολικά προγράμματα, αφού διδάξατε (ευτυχώς!) σε τάξη και δε γνωρίζατε το διδάσκειν μόνο από τα εγχειρίδια. Γιατί ήσασταν άνθρωπος ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΟΣ και τολμούσατε να πάτε κόντρα για το καλό της Παιδείας, ακόμα και με τις κυβερνήσεις. Γιατί δε φοβηθήκατε πολιτικάντηδες και δεν προσκυνήσατε κανένα κόμμα. Γιατί το μόνο κόμμα που υποστηρίζατε ήτανε της Παιδείας. Γιατί ήσασταν ως άνθρωπος και ως δάσκαλος ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ! Γιατί αυτό το διδάξατε με τη στάση σας! Γιατί μέχρι και στο νοσοκομείο θέλατε να διατηρήσετε την περηφάνια και την αξιοπρέπειά σας στα ύψη, αλλά ο Θεός είχε άλλα σχέδια! Γιατί προτιμούσατε να φύγετε με το κεφάλι ψηλά!
 ‘Όχι! Δεν το δέχομαι! Μπορώ να δεχτώ πολλά, αλλά αυτό όχι. Δεν συμβιβάζομαι με την ιδέα ότι ο Σεπτέμβρης θα ‘ρθει στο Φιλόλογο με την καρέκλα και το γραφείο σας αδειανό. Όχι! Αρνούμαι! Δε γίνεται! Γιατί για μένα ναι
είστε ΑΝΕΠΑΝΑΛΗΠΤΟΣ,
είστε ΑΘΑΝΑΤΟΣ και
στην περίπτωσή σας αίρεται το «ουδείς αναντικατάστατος», γιατί οι εξαιρέσεις υπάρχουν για να επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Η Ελλάδα πρέπει να πάρει απόφαση πια ότι ναι, με την απώλειά σας χρεοκόπησε εθνικά ανεπιστρεπτί!
Κι επειδή ο εγκέφαλός μου σας είπα πως είναι μικρός, μικρούτσικος και τόσος δα, σκέφτομαι με το όσο μυαλό μου έχει μείνει ότι 30 Ιανουαρίου γεννηθήκατε, 30 Ιουλίου αναληφθήκατε σαν ένα μεγάλο Αστέρι στους ουρανούς και πήγατε να καθίσετε με τους άλλους Τρεις Ιεράρχες σε μια γωνιά εκεί πάνω και να μας κοιτάτε. Γιατί ούτε την ημερομηνία γέννησής σας τη θεωρώ τυχαία! Γι’ αυτό κι εμείς θα τιμούμε πλέον την 30η  Ιανουαρίου όχι μόνο γιατί ήτανε η γενέθλιός σας μέρα (Τυχαίο?), αλλά γιατί ο βίος και το έργο σας έδειξαν και απέδειξαν πως δικαιωματικά ήσασταν ο Τέταρτος Ιεράρχης...
 Και θα είστε πάντα το Αστέρι μου κύριε Χρίστο. Δε θα σβήσετε ποτέ. Αισθάνομαι πολύ τυχερός άνθρωπος που σας γνώρισα. Αισθάνομαι πολύ τυχερή που βρεθήκατε μπροστά μου και απέκτησα πατέρα πνευματικό. Γι’ αυτό σήμερα νιώθω πως έμεινα ορφανή.

ΥΓ1: Η γλώσσα που τόσο πιστά υπηρετήσατε  στη ζωή σας σας πρόδωσε, γιατί δεν μπορεί να αποδώσει το μεγαλείο σας
ΥΓ2: Κάποιος σου έγραψε, Δάσκαλε, στο βιβλίο των συλλυπητηρίων: «Με το θάνατό σου χάθηκε μια για πάντα (η πτώση) η Δοτική»...ήτανε από τις μεγαλύτερες αλήθειες που έχουνε ειπωθεί....  


Καληνύχτα Αστέρι...

Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2012

Νόστιμον ήμαρ..

 Το καλοκαίρι –θεωρητικά- είναι η ευκαιρία που σου δίνεται να παράγεις το απόλυτο μηδέν. Εκείνα τα διλήμματα της ξαπλώστρας κάτω από την ομπρέλα να διαλέξεις ανάμεσα στις ρακέτες, στο τάβλι, το βιβλίο ή τη θαλασσοσκόπηση και το απέραντο γαλάζιο με τη φραπεδιά στο χέρι, σε παρασύρουν και κοιτάς να αποφύγεις οτιδήποτε σε παραπέμπει στο καθημερινό.  Όλη τη χρονιά πασχίζεις για μία βδομάδα άπλας, ξάπλας και ξεκούρασης. Ξεχνάς δουλειές, μαγειρέματα, υποχρεώσεις. Θαρρείς πως έχεις μονάχα δικαιώματα και λόγο στην ξεκούραση. Ζέστη, ήλιος, άμμος, μπάνιο, σαγιονάρα, συναυλίες, παραστάσεις σε ανοιχτά θέατρα και βόλτες. 
Κάπως έτσι τσουλάει το καλοκαίρι για πολλούς. Για πάρα πολλούς πλέον όχι! Έτσι ή αλλιώς όμως μετά από μια αγρανάπαυση, το μυαλό ετοιμάζεται να αρχίσει να κάνει σχέδια για το χειμώνα. Πολλά σχέδια. Κι ας είναι τα περισσότερα από αυτά πάνω στην άμμο. Κι ας έχτισες πύργους πανύψηλους και κάστρα στον αιγιαλό. Κι ας έρχεται ένα κυματάκι να σου τα ισοπεδώσει όλα!!!
Για μένα πάντως η αγρανάπαυση ήταν μακράάάά...πολύ μακράάά....καταχρηστικά ή από επιλογή, δεν έχει και πολλή σημασία. Σημασία έχει πως άμα τη λήξει της ακαδημαϊκής χρονιάς και των πανελληνίων εξετάσεων (φέτος ήτανε η 16η χρονιά που έδινα Παντρελλαδικές! Μάλλον πρέπει να το πάρω απόφαση ότι δε θα περάσω ποτέ!!!) και άμα τη ενάρξει του φετινού καλοκαιριού, καθισμένη σε μια στάση και περιμένοντας ένα λεωφορείο ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΜΕΝΟ έδινα στον εαυτό μου υποσχέσεις που τις κράτησα...ΟΛΕΣ! Ιδού...

Σάββατο, Θεσσαλονίκη 2 Ιουνίου 2012

Μονολογώντας...

«...το βασίλειό μου για ένα μπαράκι με ωραία μουσική δίπλα στην άμμο. Με την άμμο να καίει. Με την άμμο ανάμεσα στα δάχτυλα των ηλιοκαμένων μου ποδιών, μπερδεμένη με τη στεγνή αλμύρα και το υγρό μου μαγιό. Με το φεγγάρι να ανατέλλει, και με τον ήλιο να δύει και με τη θάλασσα να ξεχύνεται από τον ορίζοντα προς τα μένα σαν το λάδι. Δίχως κυματισμούς, χωρίς αντάρες. Και με ένα ποτήρι γεμάτο παγάκια και με τη ζέστη να απειλεί πως θα τα εξαφανίσει. Και λίγο ρούμι που φέρνει ζάλη. Και με όνειρα από αυτά που κάνεις ξύπνιος. Και με μια χαλάρωση που διαπερνά τη ραχοκοκαλιά μου και με λίγους, πολύ λίγους ανθρώπους τριγύρω.  Σε ένα νησί. Σε δυο νησιά, σε τρία, δεκατρία, σε κάποια τους παραλία απόμακρη. Σε κάποιο μπαράκι λιτό.
 Αυτό το καλοκαίρι -το υπόσχομαι στον εαυτό μου ότι- θα πάρω σβάρνα ό,τι πιο απομονωμένο υπάρχει. Ό,τι έχει σβηστεί από το χάρτη...»


 Όπερ και εγένετο...

Ιούνιος 2012

Νις-Σερβία 
Ακόμη και η πιο αδιάφορη «θεωρητικά» διαδρομή θέλει να την απολαμβάνεις. Ακόμη και την πιο δύσκολη με ένα λεωφορείο που αγκομαχώντας διαγράφει πολύ αργά τα χιλιόμετρα. Με ένα τρένο που τρεκλίζει στις ράγες σαν να θέλει να εκτροχιαστεί. Μ’ ένα πλοίο που θαρρείς πως από τα πολλά κύματα κάποια στιγμή θα εξοκείλει. Λατρεμένα τα ταξίδια εκείνα που θα σου δώσουν την ευκαιρία να δεις, να παρατηρήσεις, να αφεθείς, να σκεφτείς και να σε δεις μέσα από τον τρόπο που σε κοιτούν οι άλλοι, που δε σε ξέρουν, ως επιβάτη στην ίδια διαδρομή με εκείνους.   
Ως και η καθυστέρηση γίνεται απολαυστική. Γι’ αυτό δεν γκρινιάζω! Γιατί ξέρω ότι κανείς δε με περιμένει. Αυτός που περιμένει είμαι μόνο εγώ. Και περιμένω τι? Περιμένω να φτάσω...μα κατά βάθος εύχομαι μέσα μου να είναι μακρύς ο δρόμος, γεμάτος περιπέτειες και γνωριμίες με ανθρώπους συνοδοιπόρους στο ταξίδι της ζωής και στα τολμήματα, στα εγχειρήματα, στις προσδοκίες, στις ευτυχίες και στις δυστυχίες. Και εύχομαι να είναι μακρύς ο δρόμος, γιατί σημαίνει ότι δεν πέθανα ακόμα! Ζω!
Και συναντάω έναν ουρανό εξίσου απολαυστικό με τον δικό μας! Καταγάλανο, ζεστό να σκεπάζει μια χώρα πονεμένη, αλλά επιζώσα. Δεν ξέρω τι περίεργο έχει αυτή η χώρα που πρέπει να μυρίζει Βαλκάνια, αλλά τελικά μυρίζει ακόμη μπαρούτι και μοιάζει κυνηγημένη από την εισβολή. Άφιξη μεταμεσονύκτια: Ψάχνω για αλφάβητο γλαγολιτικό στους τοίχους και δεν το βλέπω πουθενά...το μόνο που βλέπω είναι ταμπέλες των ιμπεριαλιστικών Mac Donald’s! Μα κάτι πανέμορφες Σέρβες  ευτυχώς περνούν δίπλα μου. Για κάποια στιγμή νόμισα πως σχόλασαν τα καλλιστεία. Μου θύμισαν όμως πως εδώ ΕΙΝΑΙ Βαλκάνια!

Diabolo Varos-Σερβία
Πιο Βαλκάνια. Πιο σκοτεινός ουρανός. Γκριζάρει όσο πλησιάζεις στα σύνορα για Κόσσοβο. Αλλά το πράσινο μέσα στο πράσινο, οι σαύρες, τα κελαρυστά νερά, οι πέτρες που ψηλώνουν για να φτάσουν τον ουρανό και η εκκωφαντική ησυχία σου τρυπάει τη σκέψη και σου τρυπώνει στο μυαλό μια επιταγή: «Απαγορεύεται να άγχεσαι! Ζήσε σαν άνθρωπος, ειδάλλως...θα σε πάρει ο Διάολος!»
Βασιλεία
Υγρή, μουντή και σχεδόν μουχλιασμένη. Φτιαγμένη από ηρεμία τόση που απορροφά τη βροχή σιωπηλά και ξεχνάω τις στάλες σε ελεύθερη πτώση. Θαρρώ πως τις ρουφάει το χώμα μαζί με την υπερένταση, αφού η αυθυποβολή των διακοπών με κάνει να τα βλέπω όλα ροζ!

Ζυρίχη
Όλη η φινέτσα συγκεντρωμένη παρέα με όλο το χρήμα του κόσμου. Πόλη φτιαγμένη από χωριάτικα σπίτια, γήπεδα πολλά και πράσινο. Πολύ πράσινο όμως! Πόλη φτιαγμένη για μένα. Δέλεαρ! Ερώτηξις εστί: Γιατί οι δικές μας πόλεις να μην παρέχουν ό,τι ένα χωριό, όπως αυτή εδώ?

Ρίγγι
Τη θέα αυτή θα τη ζήλευε και ο πιο μικρός θεός που βλέπει από ψηλά την ανθρώπινη ματαιότητα. Με μια ανάσα πριν τις Άλπεις και δυο βήματα πάνω από τη Λουκέρνη, με 13 λίμνες στα πόδια σου και φτερωτούς αετούς στο κεφάλι σου, καρδιά καλοκαιριού, και το μπουφανάκι είναι must κατά την κατάβαση του βουνού  απαντώντας αγρότες και αγροτόσπιτα των Άλπεων γραφικά σαν να ξεπήδησαν από πίνακα του Van Gogh. Respect!

Σάνη
Ένας κόσμος ιδωμένος ανάποδα. Από μέσα από το νερό προς τα έξω. Από τον βυθό της θάλασσας προς τον ουρανό. Αλλά και προς τα κάτω. Ένας κόσμος από κάτω προς τα πάνω. Δίπλα στα ψάρια και τα κοράλλια, τα ναυάγια και τα φύκια. Χωρίς ήχο, αλλά με πολύ χρώμα!
Θεσσαλονίκη 
Μία πόλη που δε σε προδίδει ποτέ. Που σου επιτρέπει να πας οπουδήποτε στον κόσμο αγαπάς, αλλά που σου θυμίζει πως χωρίς αυτήν δε θα μπορέσεις να ζήσεις πολύ. Μια πόλη από όπου πάντα θα επιστρέφεις...

Ιούλιος 2012

Πάτρα
 Με το ένα πόδι να αποδράσει πέρα από την Αδριατική. Σου δίνει την εντύπωση πως αυτή η πόλη πάντα θέλει να φύγει και να φτάσει απέναντι...Σικελία σου ‘ρχομαι...

Αθήνα
Όσο άσχημη και αφιλόξενη κι αν τη θεωρείς, δεν ξεχνάς πως αποτέλεσε τη μήτρα του παγκόσμιου πολιτισμού. Συνείσφερε πολλά και –πίστεψέ με- ακόμη και σήμερα έχει να σου δώσει πάμπολλα. Σε μένα τουλάχιστον ήτανε γενναιόδωρη πολύ, ακόμα και υπό 40ο C!! Για να μην πω ότι όντας άδεια, είχε μόνο όσους θα έπρεπε και θα ήθελα να έχει!

ΥΓ: έκανες άνετα πικ-νικ στη Σταδίου μέρα μεσημέρι!

Νικήτη
Οι θάλασσες της Χαλκιδικής δε θέλουνε ποτέ συστάσεις, γιατί ποτέ δεν υπόσχονται. Μόνο δίνουν. Εξαρχής!  Νερά καθρέφτες, άμμος χρυσός και  οπτική στον ορίζοντα χωρίς γωνίες!

Άφυτος (της Αθύτου) 
Θα μπορούσα να γράφω ώρες έχοντας τα τροπικά γαλαζοπράσινα νερά στο ύψος των ματιών μου κάτω ακριβώς από τα μαυρισμένα και ξεφλουδισμένα μου πόδια. Θα μπορούσα να κάθομαι απλώς ώρες και να κοιτώ αυτήν τη θελκτική θάλασσα χωρίς να κάνω τίποτε άλλο. Να κλείνω τα μάτια και να βλέπω πάλι θάλασσα.

Αύγουστος 2012

Αυτές οι τάσεις φυγής πάλι που σε πιάνουν καμιά φορά, ενώ οι άλλοι σε θεωρούν άνθρωπο αντοχής, σε κάνουνε να τρέχεις, να είσαι πάντα έτοιμος για να μεταναστεύεις. Να τρυπώνεις μέσα σε καράβια, ακόμη και βουλιαγμένα. Και έχεις την ψευδαίσθηση ότι τα κουφάρια αυτά θα σε ταξιδέψουνε μακριά, αλλά αυτά μόνο στον πάτο μπορούν να σε πάνε. Ταξιδιώτης Γ’ κατηγορίας, λαθρεπιβάτης στην καλύτερη περίπτωση στο ναυάγιο του εφιάλτη σου ή του ονείρου που έγινε εφιάλτης. Δύσκολα μπήκε ο μήνας. Ή, σωστότερα, δύσκολα βγήκε ο προηγούμενος...
Σου μιλούν όμως άλλα πράγματα. Διαλογίζεσαι με τις ομορφιές της φύσης. Σου μιλά η ξέρα, η χώρα με το πολύ καυτερό της φως που κάνει τον κάμπο να φαίνεται όχι ξερός αλλά χρυσός. Σε φωνάζει η θάλασσα η κρυψίνους να ακούσεις τα μυστικά της. Σου μαθαίνει πώς να φεύγεις ακόμα πιο πέρα. Σε διδάσκει να μην είσαι στατικός, αλλά η κίνησή της σε κάνει εκστατικό.
 Σου γελούν τα νησιά απέναντι και τα βράχια που διακόπτουν την ορμή της θάλασσας, ακόμη κι αν βάλουν πλάτη. Θαλασσοδέρνονται και το αντέχουν. Στέκουν υπερήφανα προβάλλοντας στην κορφή εκκλησάκια λευκά. Δέχονται σαν γυναικεία μήτρα τον ήλιο και τον αέρα. Είναι γενναιόδωρα. Εγκλωβισμένα, μα γενναιόδωρα. Αυτά πάλι, σε αντίθεση με τη θάλασσα, δε λεν να φύγουν. Κάθονται! Δέχονται ευλαβικά τη θεόσταλτη μοίρα που τα «καταδικάζει» να είναι απλά νησιά. Νησιά και τίποτε άλλο. Απλά, ξερά, ταπεινά κορφοβούνια, βράχοι ψηλοί που δε νίκησε η πνίχτρα η θάλασσα. Νικητές ή ηττημένοι?
Και τα δύο. Ηττημένα, γιατί είναι εγκλωβισμένα. Θύματα και ανεμο- και θαλασσο-δαρμένα. Νικητές γιατί κατάφεραν έστω και για λίγα μέτρα  να σηκώσουνε κεφάλι πάνω από τη επιφάνεια της θάλασσας. Έτσι ισορροπεί η φύση.
Κάπως έτσι παίρνεις κι εσύ αποφάσεις σε καταστάσεις. Κι ας βγήκε ο προηγούμενος μήνας άσχημα. Δέχεσαι τη στατικότητά σου, αλλά διεκδικείς την υπερηφάνεια σου. Έστω και δαρμένος από τα κύματα της ζωής που σού ‘ρχονται ξανάστροφα το ένα πίσω από το άλλο. 

Τζια
Δεν έχω παρά να καθήσω ήσυχα σε μία γωνία με το κεφάλι άδειο από σκέψεις και τον εαυτό μου γεμάτο προσλαμβάνουσες. Να μην χορταίνει το μάτι, να λυσσά το αφτί να ακούει τα πάντα, από τον πιο ταπεινό ψίθυρο ή τσάκισμα φρυγάνου μέχρι τον φλοίσβο της θάλασσας. Να σιγοτρέμει το κορμί σε κάθε επαφή με το υγρό ή το αέρινο στοιχείο της φύσης, με το άγγιγμα της άμμου και του βότσαλου. Να διψά η γλώσσα μου για αλμύρα και το ιώδιο να γλείφει πικάντικα το κορμί αλλά να γλύφει και το βότσαλο. Να σπάει η μύτη από πρωτόγνωρες μυρωδιές, να γεμίζουν τα πνευμόνια μου από  φρέσκο αυγουστιάτικο αέρα, να ψήνεται το δέρμα μου να ηλιοκαίγεται από τη φωτοδότρα πηγή του τόπου τούτου.
Και διαπιστώνω ότι είναι απίστευτο με πόσο «λίγα» υπάρχοντα μπορείς να περάσεις ωραίες διακοπές! Μια παρέα φίλους, καφέ που μετά το μεσημέρι γίνεται τσίπουρο και άπειρο κουτσομπολιό, άφθονο γέλιο και καλομαγειρεμένο φαγητό, χωρίς να μπεις στην κουζίνα. Από του αυτομάτου! Ζωή χωρίς φιλίες, φαγητό δίχως αλάτι! Τρώγεται? Τρώγεται! Αλλά θα είναι άνοστο!
Υποκλίνομαι ομορφιά του Αιγαίου πελάγους στον κόρφο της μοναχικής και θαλασσοδαρμένης αλμύρας, της σκαρφαλωμένης στα κυματόζωστά σου βράχια. Εκεί που έχει πρόσβαση μοναχά το βλέμμα. Το βλέμμα ενός κουρασμένου και προβληματισμένου ταξιδιώτη που είδανε και έζησαν περισσότερα τα άδεια του βλέμματα. Εκείνα που κοιτάνε μα δε βλέπουνε ώρες-ώρες παρά ένα κενό μέσα στην απόλυτη βαβούρα μιας ζωής απαιτητικής. Βουλιμικής και αδηφάγας. Και επί μονίμου βάσεως βασανιστικής....

Κύθνος 
Αν δεν έχεις πει όντας ευτυχής το «Αν είναι να πεθάνω, θέλω να πεθάνω τώρα!» θα το πεις στα Λουτρά της Κύθνου κάποιο βραδάκι δροσερό του Αυγούστου, όταν τα σπίτια που δείχνουν έτοιμα να γκρεμοτσακιστούν στο λιμάνι καθρεφτίζονται στα μπλάβα νερά του και από το μικρό μικρούτσικο μπαράκι ακούγονται θαλασσινές μελωδίες! 
Έρημο μικρό λατρεμένο νησί. Σπιτάκια λευκά σπαρμένα στις πλαγιές και μια φυσική ομορφιά που δεν έχει να ζηλέψει τίποτε από τις μεγαλουπόλεις της χερσαίας Ελλάδας. Πού θα τη βρεις την ομορφιά την εσπερινή που κάνουν οι γειτόνισσες οι καθισμένες στο πεζούλι της πόρτας τους σιγομουρμουρίζοντας?

Ακράγαντας
Καλή η αύρα που σου δίνει η Μεγάλη Ελλάδα, το μεγαλείου του ηφαιστείου της Αίτνας που σιγοβράζει σαν πελώριο καζάνι έτοιμο να εκραγεί, αλλά η απομυθοποίηση του μακρινού αυτού προορισμού έρχεται με τη διαπίστωση ότι οι Σισιλιάνοι είναι una faca una raca με τους Έλληνες!
(επιφυλάσσομαι για λεπτομέρειες)

Άγ. Κων/νος – Θερμοπύλες

Τιμή σ’ εκείνους όπου στην ζωή των
ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.
Ποτέ από το χρέος μη κινούντες•
δίκαιοι κ’ ίσιοι σ’ όλες των τες πράξεις,
αλλά με λύπη κιόλας κ’ ευσπλαχνία•
γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν
είναι πτωχοί, πάλ’ εις μικρόν γενναίοι,
πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε•
πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες,
πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους.

Και περισσότερη τιμή τούς πρέπει
όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)
πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,
κ’ οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε.

Γιατί και αυτές τιμημένες γινήκαν...Γιατί θα ήτανε πολύ δύσκολο η Ελλάδα να μην είχε τέτοια παραγωγή σε ποιητές και λογοτέχνες. Γιατί ακόμη κι αν δεν υπήρχε ο Ελύτης ή ο Σεφέρης ή ο Καβάφης θα έπρεπε να έχουμε εφεύρει έναν (το ελάχιστον), παραφράζοντας τον Βολταίρο, για να κάνει αυτή τη «δουλειά». Να καλύψει δλδ αυτήν την «υποχρέωση». Γιατί περί υποχρέωσης πρόκειται να εξυμνείς  έναν τόπο που σου χαρίζει τόσο απλόχερα ό,τι έχει ή δεν έχει. Που σου δωρίζει γενναία πολύ από το «είναι» και το «έχειν» του. Τρομάζεις! 
Καμιά φορά δεν μπορείς να πιστέψεις πόσο απλά είναι τα πράγματα. Βλέπεις την απλότητα της φύσης να ξεχύνεται στα πόδια σου και παραδέχεσαι ότι ο άνθρωπος κάνει τα πράγματα δύσκολα, όχι εκείνη. Είναι απλό να είσαι ωραίος. Η ωραιότητα είναι απλότητα. Κι όμως, την κάνουμε δύσκολη αυτήν την ομορφιά. Και αισθάνομαι μια δέση στη γλώσσα. Είναι περιττό να πεις οτιδήποτε για αυτό που βλέπεις. Νιώθεις ότι το βεβηλώνεις όταν μιλάς. Το καταστρέφεις. Το φορτώνεις. Ή μερικές φορές το αδικείς! Ό,τι κι αν πεις είναι λίγο. Είναι λιγότερο. Είναι κατώτερο. Ε ναι! Γιατί είναι άνισος ο αγώνας ανάμεσα στη γλώσσα που πασχίζει να εκφράσει από μόνη της ό,τι ταυτόχρονα οι πέντε σου αισθήσεις μαζί αντιλαμβάνονται με τις συνειρμικές σου σκέψεις.

Όλα τα ωραία πράγματα λένε ότι έχουνε ένα τέλος! Ψέματα! Εκεί που οι διακοπές τελειώνουνε, εγώ νομίζω πως αρχίζουνε όλα. Γιατί τώρα αρχίζει η εκτίμηση των όσων έχουμε. Έχουμε. Εκτός από δέντρα και δάση έχουμε και φρύγανα, αμπέλια και γέρικες χρυσές ελιές. Όχι πλατανοσκέπαστες αλλά εκτιθεμένες στον ήλιο, στην κάψα και στην ελπίδα. Έχουμε φρύγανα, σαμιαμίδια και πέτρες απρόσιτες, λιθάρια λαξευμένα και άσπρα σπιτάκια ασήμαντα στου κύμα του Αιγαίου. Ασήμαντα σπιτάκια, αλλά σημαντικά σπιτικά, κόποι ετών κουρασμένων ανθρώπων, που δούλεψαν μια ζωή για ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους. Και έχουμε και ρίγανη και βασιλικούς, σπασμένες στάμνες στις αυλές και χορταριασμένες σε ασβεστωμένα σοκάκια του πελάγου. Και βοκαμβίλιες και χώμα διψασμένο για νερό και δάκρυα. Για νερό. Ας είναι και γλυφό. Και έχουμε βράχια απρόσιτα, κοφτερά που μαλακώνουν σαν θαλασσοδέρνονται στο θυμωμένο κύμα. Και βότσαλα. Άλλοτε κοφτερά που γλύκαναν στο λάξεμα του ανέμου. Και έχουμε εκκλησιές πολλές με ανάταση προς του θεού το στέμμα, άσπρες αγνές, παρθένες από ανθρώπου βλέμμα. Τζιτζίκια, κοχύλια, αρμυρίκια, ακτές που σφύζουν από κίνηση με σκορπίνες, χταπόδια και ροφούς, κάτω από το μάτι της ακτής. Κοράλλια και κανάτια βυζαντινά απ’ όνα ναυάγιο γεροντικό στα σπλάχνα μιας θάλασσας που συνεχώς γεννοβολάει ζωή υδρούσα, ζωή υδρόβια.
Κοίτα! Είναι ένας άλλος κόσμος πέρα από τη σκληρή πραγματικότητα. Σε εκείνη την πραγματικότητα όπου παλεύεις να βγάλεις το ψωμί σου...ή μήπως το παντεσπάνι? Υπάρχει μια ζωή απλή, απλούστατη, απλοϊκή, ερημική και ορμητική που σου ξυπνάει τα αρχέγονά σου ένστικτα. Μην την υποτιμάς! Εκείνη σου χαρίζεται, παρθένα να τη δαμάσεις κι εσύ τρέχεις σε πολυτελείς αμερικανιές του τύπου all inclusive resorts....Εγώ μια φορά την υπόσχεσή μου την κράτησα. Εσύ?

Ένα τραγούδι ξεχώρισα αυτό το καλοκαίρι. Σας το αφιερώνω...