Τετάρτη 30 Μαΐου 2012

Κορίτσια στον ήλιο (και όχι μόνο)!

Ούτε μία, ούτε δύο, ούτε τρεις... αλλά τέσσερις! Τέσσερις κοπέλες δροσερές σε ένα μπαλκόνι και από ένα φλιτζάνι καφέ, σιροπιαστά και μια τάρτα φράουλα τι μας κάνει? Ένα σαββατιάτικο μαγιάτικο και μαγευτικό απόγεμα, από εκείνα που ο ήλιος δε δείχνει πια τα δόντια του αλλά απειλεί πως στο εξής θα τσουρουφλίζει. Η θαλασσινή αύρα σου γαργαλάει τη ραχοκοκαλιά, αλλά και  οι γαργαλιστικές ιστορίες που ξεστομίζει η καθεμιά προκαλούν χαχανητά και ξεσπάσματα γέλιου μέχρι και πόνο στο στομάχι, ώσπου τα γέλια διαχέονται στα στενά δρομάκια κάτω από το βουνό του Χορτιάτη. Καφές, κουτσομπολιό, προσωπικές ιστορίες, μυστικά, ατάκες, πειράγματα, δήθεν παρεξηγήσεις. Όλα τόσο κοριτσίστικα! Όλα τόσο ροζ! Μια γεύση από Ψάθινα Καπέλα. Μια ιδέα από ήβη που θέριεψε και έγινε ώριμη γυναίκα: με τις χειραφετήσεις της και το κλείδωμα των αναστολών στο ντουλάπι της λήθης, με τα παραμελημένα ταμπού και τις έξω από τα δόντια και από βάθους καρδίας  παραδοχές....
Ο ήλιος έπεφτε αργά αλλά το φως ξανάναψε το κρεμαστό ολόγιομο φεγγάρι που θαρρείς πως έστησε αφτί και κρυφάκουγε τα κοριτσίστικά μας μυστικά. Και τότε σιγοψιθυρίζαμε να μη μάθει κανείς πέρα από μας τίποτε...μα εκείνο έσκυψε και κρεμάστηκε πάνω από το μπαλκόνι με εκείνο το αδιάκριτο ύφος, όπως το χλωμό του φως που μπορεί πάντα να τρυπώνει ανάμεσα στις γρίλιες και να μπαίνει στη ζωή σου, όπως οι κλέφτες στο σπίτι σου, και να το αναστατώνουν...
Και ανάψαμε κεριά και μυσταγωγικά, σαν ιερά τελετή και εξέταση ανέκρινε  η μία την άλλη στα προσωπικά και τα απρόσωπά της, τα πρόσωπα και τα προσωπεία της, τις διαπροσωπικές της σχέσεις...και λέγαμε...όλο το βράδυ λέγαμε, γελούσαμε και ο καπνός από τα κεριά ανέβαινε υψώνοντας το ανάστημά του για να μας δείξει πως πηγάζει από φωτιά. Μια φωτιά φλογοβόλα...σαν τη φλόγα που κρύβουν τα νιάτα μέσα τους, σαν τη φλόγα που έχουν οι πόθοι οι κρυφοί.
Και λέγαμε για σχέσεις... ότι είναι σχετικές, αλλά μερικές φορές και άσχετες και άβολες και ανέφικτες. Και μιλούσαμε για φιλίες... προδομένες, προοδευτικές και φρούδες σαν τις ελπίδες μας. Και κουβεντιάζαμε για γάμους...επίδοξους και  επόμενους και προηγούμενους, παρελθόντες και διαλυμένους...
Και κάπου δίπλα, στον παρακάτω δρόμο, σε μιαν άλλη πολυκατοικία, σε κάποιο διαμέρισμα κάποιοι γλεντούσανε για έναν επικείμενο γάμο που κανείς δεν ξέρει πού θα καταλήξει...

Τετάρτη 23 Μαΐου 2012

Και το όνομα αυτής...

Κωνσταντίνα. Κωνσταντίνα με λένε. Αλλά με φωνάζουνε και συντόμως (αλλά πολύ κακώς!) Ντίνα (μια βλακεία και μισή-αυτά τα χαϊδευτικά πληγώσαν την ελληνική ταυτότητά μας), Ντινούλα (χαριτωμενοχαϊδεμένο), Ντινάκι (φιλικά), Ντίνκα (στο χωριό), Ντινιώ (η μαμά), Ντίνι (η θεία), Ντάι (η μικρή μου η γειτόνισσα 14 μηνών) και Κωνσταντινάκι (με ΑΡΕΣΕΙ ΠΟΛΥ), Κωνσταντινούλα (αδιάφορο!), Κωνσταντάν (οι φινετσάτες συγχορεύτριές μου!), Κωνσταντινάτο ΜΟΥ (μια παλιά μου ΜΕΓΑΛΗ αγάπη!), Κωνσταντούλα (η άλλη μου η γιαγιά, όχι η Χρυσή! Μπλιαχ!), Κωνσταντινιά (ένας παλιός μου δάσκαλος! Πιο μπλιαχ-εις το τετράγωνο!) και γενικώς με φωνάζει, όπως θέλει ο καθένας κι όπως του φανεί του Λωλοσταφανή, αλλά εγώ ονομάζομαι ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ! Έτσι με βαφτίσανε!
 Το όνομά μου είναι λατινικής προέλευσης από το Constantia που σημαίνει «Σταθερότητα». Πράγματι, η ταυτότητά μου γράφει Κωνσταντία, αλλά εμένα δε μου αρέσει , γιατί της λείπει το –ν-. Και μπορείς να το καταλάβεις ότι της λείπει ένα –ν-, γιατί το αντίστοιχο ανδρικό όνομα είναι Κωνσταντίνος και όχι Κωνσταντίος!! Αλλά δεν ξέρω αν από το Constantia προέκυψε πρώτα το Κωνσταντία και μετά το Κωνσταντίνος με την προσθήκη ενός –ν-, αλλά δε με νοιάζει τι προέκυψε από τι, αν τελικά το –ν- προστέθηκε ή αφαιρέθηκε, όσο το ότι αυτό που κατέληξε δεν έχει –ν-. Constantia λοιπόν που προέρχεται από το cum + sto, ελληνιστί πιθανώς συν + ίσταμαι! Δλδ συνίσταμαι! Από τι συνίσταμαι? Από χώμα και νερό, εικάζω, όπως όλοι. Όχι, όχι! Συν + ίσταμαι που σημαίνει στέκομαι. Δλδ συστέκομαι. Κάτι σαν το συμπαραστέκομαι? Στέκομαι δίπλα σε κάποιον άλλον και τον παρηγορώ? Ίσως. Πάντως στέκομαι: Όρθια, στα πόδια μου, στο ύψος μου, αλλά και στο ύψος των περιστάσεων. Καμιά φορά πέφτω κιόλας, κλυδωνίζομαι που λένε, και χάνω την ισορροπία μου, χάνω σε σταθερότητα και χάνω την στατικότητα μου. Ε τότε γιατί να με λένε Κωνσταντίνα, δλδ «Σταθερότητα»? Αφού δεν είμαι σταθερή! Νιώθω πως πέφτω... Και πώς να με λέγανε δηλ? 
Να με λέγανενεεεε, να με λέγανε...Ζωή! Και τότε θα ήμουνα ωραία, γιατί η Ζωή είναι πάντοτε Ωραία... αλλά θα στεναχωρούσα κάποιους που θα με είχανε αλλά δεν θα ξέρανε να ζήσουνε. Κι είναι πολλοί αυτοί! Τότε ας με λέγανε Ελπίδα! Θα ήμουνα μακροβιότατη και θα πέθαινα τελευταία από όλους... Μήπως να με λέγανε Νίκη? Μπα! Δε μου ταιριάζει. Κουβαλάει μία υπεροψία. Είμαι πιο χαμηλών τόνων και κουβαλάω μια ηττοπάθεια. Ή  να με λέγανε Χρυσή, όπως την άλλη μου τη γιαγιά? Αλλά θα έπρεπε να είχα και κάτι χρυσό, όπως εκείνη που έχει καρδιά χρυσή.   Όχι. Δώρα να με λέγανε, για να χαρίζομαι σε όλους απλόχερα. Ωστόσο θα προτιμούσα το Ευτυχία...όμως... θα κρατούσα λίγο.
 Κι αν με λέγαν Ζωγραφιά? Δε θα ‘ταν όμορφο? Και θα ήμουνα και (πιο) όμορφη? Θα με στολίζανε ψηλά-ψηλά, όπως τους πίνακες για να με θαυμάζουνε! Αλλά τότε θα έπιανα σκόνες και αράχνες. Το βρήκα!!! Ίριδα! Ίριδα θα με λέγανε! Για να με προσέχουνε σαν τα μάτια τους! Ή καλύτερα Ξανθή? Για να έχω τη «χάρη» μιας ξανθιάς? Να με λέγανε Πασχαλιά και να ‘φερνα  τύχη σε όποιον πήγαινα? Μήπως να με λέγανε Πηγή για να αναβλύζω όλα τα αγαθά? Όχι! Το «Σοφία» είναι ωραίο! Λείπει από τον κόσμο τούτο. Τι πείραζε να είχαμε λίγη ακόμη? Και Σωτηρία ας με λέγανε. Μπας κι έσωζα τουλάχιστον μια ψυχή. Τη δική μου! Αλλά και το Φιλαρέτη είναι καλό και περίκαλο και πάγκαλο! Αγαπώ τις αρετές, αλλά μου αρέσει και το Αστραδενή. Μου αρέσει το όνομα και η ηρωίδα που το εξύψωσε!
Όχι! Αποφάσισα! Θα ήθελα, αν δε με λέγανε Κωνσταντίνα, να με λένε ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Και θα το έγραφα πάντα με όλα τα γράμματα κεφαλαία. Και θα ίσχυε το οξύμωρο: όποιος θα με είχε θα έλεγε  πως έχει την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ του (για την ησυχία του δεν εγγυώμαι!). Αλλά δεν θα ‘ταν παρά ένας ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΣ! Χα!
...αλλά δε με λένε Ελευθερία, γιατί δεν πάω μακριά! Εδώ γύρω είμαι. Γύρω και τριγύρω. Σαν τους δολοφόνους γύρω από το έγκλημά τους! Μόνο κύκλους κάνω. Γύρω από ονόματα και υποθέσεις. Έχω βάλει το μολύβι μου στο κέντρο ενός λευκού χαρτιού διαγράφοντας τριγύρω «αν»... πολλά «αν», πιθανότητες, πιθανές εξηγήσεις  και ονόματα. Η μύτη του στυλό σαν μύτη ενός διαβήτη, κι εγώ, διαγράφω (φαύλους) ομόκεντρους κύκλους κρατώντας πάντοτε ένα σημείο Σταθερό στο Επίκεντρο... Εμένα που με λένε Κωνσταντίνα!
Μήνυμα ελήφθη?

ΥΓ: Σας ευχαριστώ όλους όσοι με τιμήσατε και με θυμηθήκατε!
Και του χρόνου...

Τετάρτη 16 Μαΐου 2012

Το χωριό μου το “Underground”!

Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε ένα μεγάλο χωριό ή μία μικρή πόλη, από αυτές που δε σημειώνονται πάντοτε πάνω σε όλους τους χάρτες. Αισθανόμουνα προνομιούχα που είχα χωριό, έναντι άλλων που δεν είχαν. Συνάμα, μου κακοφαινόταν που το χωριό μου δεν είχε καμία ομορφιά να επιδείξει παρά μόνο φουγάρα εργοστασίων και μια τσιμεντένια ασχήμια κατά μήκος των δύο βασικών της μεγάλων οδών, που σταυρώνονταν  και «σταύρωναν» νεαρούς σε σμήνη καφωδείων στις κοίτες τους. Μια αερογέφυρα, ένας παραδοσιακός σταθμός με δυο μεγάλα πλατάνια και απέραντα χωράφια με ροδακινιές τριγύρω, αποτελούσανε  ανταύγειες ζωής και πνεύμονα στο τσιμεντένιο μου χωριό, όπου αντί με την πάροδο του χρόνου το πράσινο του κέντρου του να παραβγαίνει την πράσινη περιφέρεια, οι γεμάτες τσέπες έχτιζαν μεγαθήρια με πορτοπαράθυρα που κατ’ ευφημισμόν τα ονόμαζαν πολυκατοικίες.
 Από τον ηγεμονικό θώκο του χωριού μου πέρασαν πρόεδροι και δήμαρχοι, δημοτικές αρχές και εξουσίες, για να κάνουν κάθε χρόνο αυτό που έκαναν οι  αγρότες στα χωράφια τους: όργωναν και ξήλωναν ό,τι έσπερναν οι προηγούμενοι, έσπαγαν κράσπεδα και ξανάχτιζαν πεζοδρόμια από μπόλικο μπετόν, για να σουλατσάρει τα βράδια η πόρνη ανεμελιά της νεολαίας και να πουλήσει το κορμί της σε ξεφάντωμα φθηνό, παρά το ακριβό χρήμα που διέθεταν οι πατεράδες όλων. Καφενεία, καφετέριες, καφενέδες και καφέ αραδιάζονταν απειλητικά μέρα με τη μέρα το ένα δίπλα στο άλλο προκαλώντας σαν Σειρήνες τον Οδυσσέα-Δημότη με τους συντρόφους του, που ξέχασαν να κερώσουν τα αφτιά τους σε μια παθητική και επαναλαμβανόμενη διασκέδαση. Περπατώντας πάνω σε δρόμους πασαρέλας και άλλοτε δίπλα σ’ αυτούς, φοβούμενη τα αυτοκίνητα μεγάλου κυβισμού που μάρσαραν επιδεικτικά τη μηχανή τους για να βροντοφωνάξουν την αξία τους, έστριβα στη γωνιά του δρόμου λίγο πιο κάτω να πάω να βρω τους φίλους μου και τους συμμαθητές μου.
Και τι σαν ήτανε ένας τόπος ξιπασμένος και αλαζονικός?!! Ε? τι?!  Ήτανε ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ και ήταν το ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ. Με όλες τις μικρότητες και τους μικροαστισμούς, με όλες τις μικροπρέπειες και τις κακίες που κλείνει κάθε μικρό χωριό που δεν το έχει ο χάρτης. Μεγάλωσα και εκκολάφθηκα μέσα του, γαλουχήθηκα και γρατσούνισα στις αλάνες του τα παιδικά μου γόνατα. Εκεί πήγα σχολείο κι εκεί συλλάβισα τις πρώτες μου λέξεις. Εκεί πρωτοερωτεύτηκα, και στις ανθισμένες γειτονιές του συναντούσα τα εφηβικά μου φλερτ.
Διδάχτηκα μέσα από το κακό το καλό, έμαθα για το όμορφο μέσα από το άσχημο, θαύμασα το ξεχωριστό μέσα από το μαζικό, ξεχώρισα την πρωτοτυπία μέσα από το σύνηθες. Εν ολίγοις, εκτίμησα το θετικό μέσα από το αρνητικό. Κι αν δεν ήτανε τυχαίο που οι άνθρωποι που με σημάδεψαν ήτανε κυρίως οι περαστικοί από εκείνον τόπο, αυτοί που ήλθαν, είδαν και απήλθαν, τότε θα έπρεπε να ευγνωμονώ πολλούς εντόπιους που με σμίλεψαν παιδιόθεν. Και οφείλω να παραδεχτώ πως ένας τέτοιος πλούσιος πολύ σε χρήμα, φτωχός όμως σε ασκήσεις πολιτισμού τόπος μού δώρισε την παιδική, την εφηβική και μετεφηβική μου ανεμελιά, να τρέχω στις αλάνες και να καβαλάω το ποδήλατο ακούραστη, να χαιρετώ γνωστούς και άγνωστους στις τριανταφυλλένιες αυλές και να χαζεύω τις βιτρίνες ξένοιαστα στα ξεχαρβαλωμένα κράσπεδα όλες τις ώρες της ημέρας, αλλά και της παγωμένης χειμωνιάτικης και άλλοτε δροσερής καλοκαιρινής νύχτας. Ναι, ξένοιαστα! Και ναι, άφοβα! Ένα χωριό, λοιπόν, διαστροφικά κατασκευασμένο εν τη γενέσει του με κυοφόρησε, ώσπου να αναγεννηθώ μέσα απ’ τις στάχτες του. Ένα χωριό που είχε τα πάντα και τίποτα. Ένα χωριό φάντασμα μα και «φανταστικό», συνάμα καταπληκτικό, αλλά και της φαντασίας. Ένα χωριό στο οποίο από ένα σημείο κι έπειτα, λιγοστεύουνε οι άρτοι και αυξάνονται τα θεάματα.
Κάποτε...σε αυτό το χωριό γλεντοκοπούσα μέχρι πρωίας, μέχρι οι πρώτες αχτίδες του ήλιου να χαιρετίσουν το ξενυχτισμένο λυκόφως του φεγγαριού, μέχρι οι πρώτες πρωινές τυρόπιτες απ’ τον φούρνο του «κυρ-Αριστείδη» να γεμίσουν τα ξεπλυμένα από το αλκοόλ στομάχια μας, μέχρι που το κρεβάτι μας θα αγκάλιαζε τα ξεπατωμένα από το χορό κορμιά μας. Κι όταν η μέρα ξεκινούσε, οι μάνες μας μας περίμεναν έχοντας το κλειδί έξω από την πόρτα...
 Όχι πολλά χρόνια μετά, τη γειτονιά δεν θα την ξεσήκωναν κάτι φοιτητόπαιδα που έκαναν στάση στη γωνιά του δρόμου για να χορέψουνε «μεθυσμένα» το χάλκινο  Kalashnikov του Goran Bregovic, αλλά θα την ξεσήκωναν οι ήχοι από τα πραγματικά αυτή τη φορά Kalashnikov με τα οποία κάποιοι κουκουλοφόροι πραγματοποιούσανε μία συνήθη πια ένοπλη ληστεία λίγα μέτρα πιο κάτω από τα σπίτια μας... που είχανε κάποτε τα κλειδιά κρεμασμένα έξω από την πόρτα!




Τετάρτη 9 Μαΐου 2012

Δυο φορές μαμά μου...


Κάποιες αγάπες δεν πεθαίνουνε ποτέ. Ορισμένες αδυναμίες δε λογοδοτούν σε κανέναν. Μερικές αναμνήσεις δεν ξεριζώνονται με τίποτε, δεν μεταναστεύουν. Είναι εκεί πιστές στην τρυφερότητα των παιδικών σου χρόνων, στην αθωότητα μιας ξένοιαστης ηλικίας, όταν μια γυναίκα νοιαζότανε για σένα και σε φρόντιζε, όπως έκανε η μάνα σου, με μεγάλη δόση αυταπάρνησης και αλτρουισμού, τέτοιου που νομίζεις ότι ξεπετάχτηκε μέσα από τα παραμύθια.
Η γυναίκα αυτή είτε έχει αποτυπωθεί στις ελληνικές κάρτ ποστάλ ως γραφική φιγούρα μαυροφορεμένη με το τσεμπέρι στο μαλλί και το πλέξιμο υπό μάλης, είτε συνυφαίνεται με τα παραμύθια γύρω από ένα τζάκι, όπως ξεπηδάει από τις σελίδες ενός παλιού αναγνωστικού, είτε οδηγάει Chevrolet και καπνίζει slim και έχει μανικιούρ ακριβό, αποτελεί αξία ανυπέρβλητη και απαράμιλλη.
Είναι αξία και είναι άξια. Είναι η γιαγιά σου! Και είναι σούπερ να έχεις γιαγιά! Δεν υπάρχει πιο ωραίο πράμα από το να έχεις μια γιαγιά που σε μεγαλώνει. Είναι δυστυχία να μην έχεις γιαγιά.
Συνήθως, γιαγιά την έχουνε πολλά ξαδέρφια ή αδέρφια σου, που είναι επίσης εγγόνια της και τα αγαπάει όλα το ίδιο, αλλά εσύ νομίζεις πως αγαπάει μόνο εσένα.  Και δε σε μαλώνει ποτέ. Δεν είναι σαν τη μαμά που σε βάζει τιμωρία. Όμως, καμιά φορά σου βάζει και τις φωνές. Κι αν σου τις βάζει, αμέσως μετά το ξεχνάει. Αλλά αμέσως όμως. Και είναι και διακριτική. Και είναι...και είναι ...και είναι...
Η δικιά μου η γιαγιά όλο είναι. Δεν ισχύει επάνω της το «δεν είναι». Είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμη να μου βάλει να φάω ό,τι θέλω. Είναι ορεξάτη να μου τρίψει την κουρασμένη μου μέση μετά τη δουλειά. Είναι περήφανη, όταν με βλέπει να χορεύω και είναι χαρούμενη, όταν της αγοράσω ένα κολιέ που είναι ψεύτικο αλλά γυαλίζει, γιατί της γιαγιάς μου της αρέσει οτιδήποτε γυαλίζει κι ας ξέρει πως ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός. Αλλά η γιαγιά μου είναι Χρυσή εξ ου και το όνομά της!  Είναι η χρυσή μου η γιαγιά.
Είναι χρυσή, γιατί είναι δουλευταρού και μ’ έμαθε να μη φοβάμαι τη δουλειά. Είναι χρυσή, γιατί είναι νοικοκυρά και πεντακάθαρη. Είναι χρυσή, γιατί κάνει ωραίες πίτες και πλέκει ωραία σεμεδάκια. Είναι χρυσή, γιατί έχει απίστευτη αντίληψη, αν και αυτοσαρκάζεται συνέχεια. Είναι χρυσή, γιατί έχει χιούμορ πολύ. Είναι χρυσή, γιατί η γιαγιά μου είναι ροκ!!!!!!
Και όλες οι γιαγιάδες είναι χρυσές για όλους. Όλοι κρύβουν στην καρδιά τους γλυκές παιδικές αναμνήσεις με τη γιαγιά να στέκεται στα πόδια της. Όλοι αγαπούν τη γιαγιά τους τώρα που μεγάλωσαν και τη βλέπουν ανήμπορη. Όλοι κρυφοκλαίνε, όταν θυμούνται τη γιαγιά τους που πέθανε.
Κι όποιος δε γνώρισε γιαγιά είναι δυο φορές ορφανός...

ΥΓ: μην την ξεχάστε την Κυριακή!

Τετάρτη 2 Μαΐου 2012

Διαγράφω...

Ήτανε τότε που έδινα τις εισαγωγικές εξετάσεις για να μπω στην εφηβεία! Θα εξεταζόμουνα στη σφριγηλότητα των γοφών, στο ανάγλυφο ενός χάρτη στην πλάτη, στις μάχες στήθους με στήθος και στην αντοχή των νεύρων που προκαλούσαν οι ορμόνες μου. Το σώμα άλλαζε και σμιλευόταν, όπως το υπαγόρευαν τα βιβλία της ιστορίας: «να περιθάλπει έναν νουν υγιή». Με έναν σάκο στην πλάτη που κουβαλούσε στο πέρα τις σκοτούρες της ημέρας και στο δώθε τα λαχανιάσματα του γηπέδου, κάθε μέρα και την ίδια περίπου ώρα έδινα ραντεβού με τη μοναξιά μου, κλείδωνα στο σπίτι τη φλυαρία μου και βάδιζα ως το γήπεδο με τη χαλάρωση αγκαζέ.  
Έκλεινα τα αφτιά μου στις πικρόχολες και ανόητες απορίες που ταυτίζουν την άθληση μοναχά με τις ξεχειλισμένες κοιλιές και τις ξεχειλωμένες ορέξεις και δεν έβλεπα την ώρα να αρχίζω να κάνω κύκλους τρέχοντας γύρω από το γήπεδο, αρχικά με tempo αργό, αλλά με crescendo σταθερό, ώσπου να μοιάζω με το σκύλο που κυνηγάει την ουρά του.
Κερκίδα δεν είχα ποτέ και κανέναν. Μόνο συνοδοιπόρους. Εφτά ήταν οι γνωστοί μεταξύ μας άγνωστοι με συνισταμένη μια αγάπη που τρέχει ασθμαίνοντας και ασθματική πίσω από το ίδιο χόμπι. Η γνωριμία μεταξύ μας περιορίζονταν στο φιλέ που πλαισίωνε το terrain. Δεν ξέρω τίποτα παραπάνω για κείνους πέρα από το ότι έχουν τις ίδιες κακές με μένα κάθε απόγεμα συνήθειες. Στο παρουσιολόγιο σημείωνα ελάχιστες απουσίες και μετά... το κεφάλι σκυμμένο, γιατί έμαθα ή μάλλον μου μάθανε ότι πρέπει να πειθαρχεί στις επιταγές του κορμιού. Τα πνευμόνια ανοιχτά, για να ρουφάνε φρέσκο αέρα. Τα αφτιά τεντωμένα, ώστε να ακούνε ρυθμούς εκστασιακούς.  Το στόμα όμως κλειστό. Και το  κεφάλι...επιβεβλημένα κενό.
«Θες παρέα?»... με ρωτούσαν κάτι υπάρξεις ασκόπως περιφερόμενες βεβηλωτικά, όπως αισθανόμουν, στον ιερό μου χώρο με προσπάθειες-ανταύγειες στην οκνηρή τους ακινησία. Πού και πού, κανένα απόγεμα, μια φορά στις τόσες, θυμούνταν τις εναλλακτικές που έχει η ζωή μεταξύ κούρασης και καναπέ!
«Όχι!»... ορθά-κοφτά απαντούσε η αφεντιά μου. Είναι  απ’ τις λίγες φορές που επιζητώ και απαιτώ τη μοναξιά μου. Να μείνω μόνη μου, να τρέξω μόνη μου, να ονειρευτώ μόνη μου, να κάνω τον απολογισμό της ημέρας μόνη μου, να μετρήσω τα λάθη μόνη μου...Μόνη μου...και να ξαπλώσω στο χορτάρι μόνη μου, να μυρίσω «γη και ύδωρ». Να αγγίξω το φρεσκοκομμένο χορτάρι του γηπέδου και να μυρίσω το αφράτο του χώμα. Να γείρω το κεφάλι στο ηλιοβασίλεμα και το ταυτόχρονα αναδυόμενο φεγγάρι. Να κλείσω τα μάτια για να δω πιο καθαρά το Εγώ μου. Να διαλογιστώ με τους πόθους μου για να διαταθούν καλά οι μύες και οι συλλογισμοί μου. Να μεγαλώσουν οι αποστάσεις ανάμεσα στους σπονδύλους μου και στις φοβίες μου. Να ανοίξουν τα πνευμόνια μου, μαζί και το μυαλό μου. Να θεριέψει η αυτοπεποίθηση πως αντέχω! Αντέχω τα χιλιόμετρα που γράφει το κοντέρ της καρδιάς μου και πως μπορώ να εκμηδενίσω αποστάσεις με χαλαρούς ρυθμούς, χωρίς θυμούς και άγχη. Και να μπορώ να έρθω πιο κοντά στους στόχους μου εις το διηνεκές. Τεντώνοντας τους μυς και χαλαρώνοντας τις σκέψεις. Διατείνοντας τον τετρακέφαλο και συστέλλοντας το stress.
Διαγράφοντας χιλιόμετρα αλλά και κακές σκέψεις.