«Ε, αφού σου λέω, είναι εγγύηση!»
«Από τη μία περιμένεις να δεις τι θα κατεβάσει πάλι η κούτρα του κι από την άλλη είσαι σίγουρος πως δε θα διαψεύσει τις προσδοκίες σου...»
…Τι οξύμωρη εκτίμηση: Η έκπληξη να είναι γνωστή και αναμενόμενη!
Ευτυχώς που υπάρχουνε άνθρωποι, που τολμούν να ξεθάψουν από τις βιβλιοθήκες και τις ταινιοθήκες λατρεμένα έργα, που άφησαν εποχή, που έδειξαν στο χρόνο αντοχή και επέβαλαν στη βλακεία αποχή! Και δόξασαν εποχές. Στιγμάτισαν θεατές και ανέδειξαν κοινωνίες αυθεντικές… Έργα που βρίθουν από αγάπη, που τονίζουν τη σημαντικότητα της οικογενειακής θαλπωρής, που μετατρέπουν τον εθνικισμό σε πατριωτισμό, που αναδεικνύουν την τοπική μουσική, την τοπική αρχιτεκτονική, την ιδιωματική γλώσσα και τη γαστριμαργία ενός χωροχρόνου ως souvenir από το ταξίδι του μυαλού και όχι ως ντροπή για την «εκπάγλου κάλλους μπουρζουαζία»!!!(μμμμμμ….)
Λάτρευα από μικρή την ηθογραφία. Τα πρώτα μου διαβάσματα, στο δημοτικό με θέλανε δανειολήπτη στη δημοτική τράπεζα του λόγου και της τέχνης, τη βιβλιοθήκη. Και πήρα μια μέρα, κατά τι λιγότερο από μειράκιο, –αν έχεις το θεό σου- τον Ερωτόκριτο αγκαζέ και κουνάμενη σινάμενη τον κουβάλησα στο σπίτι! Δε θα ξεχάσω την έκπληξη της μαμάς! Ένα στόμα χάνου, να διερωτάται και να με ρωτάει: «Τι το θες εσύ αυτό το βιβλίο, οχτώ χρονών παιδί? Αυτό είναι για μεγάλα παιδάκια! Και καταρχήν δε θα το καταλάβεις!» «Και πού με νοιάζει εμένα? Μου άρεσε το εξώφυλλο? Μου άρεσε!: illustration μορφή, βυζαντινές φιγούρες, κρητικής ενδυμασίας, μιας νιας και ενός νιου αγκαλιά…» Με μάγεψαν οι εικόνες, τα χρώματα και οι παραστάσεις που με εγκλώβισαν στις γυαλιστερές σελίδες του… Οι εικόνες τα έλεγαν όλα… μπήκα μέσα, έκλεισαν οι σελίδες πίσω μου και βρέθηκα σε έναν άλλο κόσμο. Εγώ μια φορά κατάλαβα πως κάποιοι αγαπιούνταν. Και μετά δηλαδή που εκείνη (η μαμά μου) μου πήρε τα «Τα λόγια της Πλώρης» και τη «Λυγερή» του Καρκαβίτσα νομίζει πως δε δυσκολεύτηκα, ή μήπως διάβασα τα «άπαντα» του Γρηγορίου Ξενόπουλου στο σύνολό τους? Αλλά ό,τι ηθογραφικό με μάγευε… με μετέφερε δια μέσου των σελίδων, των αφηγήσεων και των διαλόγων του σε άλλους τόπους, άλλους χώρους, άλλες συνήθειες, άλλες εποχές, άλλες μυρωδιές….
Βασιλικό θέατρο Θεσσαλονίκης. Ώρα Ελλάδος 18.30. Το πρώτο χτύπημά του σκηνοθέτη, πάντα κάτω από τη μέση. Νόμισα προς στιγμήν, πως ήμουνα η μόνη με τόσο γλυκανάλατη, υγρή θωριά! Ωστόσο, ανακαλύπτω εν τω μέσω των στασιδίων και του απόλυτου σκότους ότι το λοιπόν κοινό, δακρυρροόν εξίσου, προσπαθεί να παρακολουθήσει έως το τέλος της πρώτης σκηνής, μέσα από τα θολωμένα παραθύρια της ψυχής του, τα μάτια, τις φιγούρες των ηθοποιών σε τεθλασμένη version που ενσαρκώνουν ρόλους γνωστούς, σε άλλους από την περίφημη σειρά της ΕΡΤ και σε άλλους από την ακόμη πιο περίφημη γραφή της αξέχαστης συγγραφέως!
Και τσουπ, μετά τη γεμάτη συγκίνηση πρώτη σκηνή, μεταξύ ρυθμών τούρκικου αμανέ και ελληνικότατου μοιρολογιού, ακολουθεί, όπως στο σκοτσέζικο ντουζ, η σκηνή του καρσιλαμά, γιορτινού σαν το τραπέζωμα της Πρωτοχρονιάς του 1874, απ’ όπου ξεκινάει και η δράση. Ο καρσιλαμάς, όχι κονσέρβα από ψηφιακό δίσκο συμπιεσμένου ήχου αλλά μιας ζωντανής ορχήστρας επί του άκρου της σκηνής. Ατίθασα τα πόδια μου, λικνίζονται κάτω από την καρέκλα του μπροστινού μου…
«Η τύχη μας, λέει, δεν είναι στα χέρια των θεών αλλά στα χέρια εκεινού που μαγειρεύει την τροφή μας» έλεγε ο Κομφούκιος…
«Αχα, χα, χα,χαααα…»
«ο Κομφούζιος? Ποιος είναι πάλι αυτός?»
«Ένας που χώρισε τη γυναίκα του επειδή το ρύζι δεν ήταν ποτέ αρκετά λευκό ούτε ο κιμάς αρκετά καλά κοπανισμένος»…
Τι επεξήγηση! Τι προσδιορισμός! Από όσα ήτανε και έκανε ο Κομφούκιος δε μετράει τίποτε παραπάνω από τις απόψεις του περί σπουδαιότητας του μαγειρέματος της τροφής από τη γυναίκα του!!!!!
Ξέρω τι σκέφτεσαι!: «Τι φαλλοκράτης! Πόσο μισογύνης μπορεί να γίνει ένας άνδρας! Τι καταπίεση δεχόταν το γυναικείο φύλο! Ευτυχώς που η γυναίκα επαναστάτησε και έλυσε το ζυγό της δουλοπρέπειας στον άνδρα!!»
Κάποιος άλλος στέκεται στην επιλογή της συγγραφέως για τον προσδιορισμό του Κομφούκιου! Μα τι πεζότητα! Φαγητό: κοιλιοδουλεία και κατώτερες ζωώδεις ανάγκες!
Κι όμως! Δεν είναι που οι λέξεις για τις κατσαρόλες σχηματίζουν εικόνα πανδαισίας και πανδαιμονίας σε μια κουζίνα, δεν είναι που στο άκουσμα του καβουρδισμένου σιμιγδαλιού για χαλλλβά με κανέλα, του ντολλλμά γιαλλλλαντζί, του εκμέκ, του κανταϊφιού, του σεκέρ παρέ, του γλυκού τριαντάφυλλου, του κουκουναριού, το Ιμάμ Μπαϊλντί, οσφραίνεσαι τα πάντα ήδη αυθυποβάλλοντας τον εαυτό σου στα μυρωδάτα βασανιστήρια μιας πολίτικης κουζίνας, δεν είναι που η εικόνα μιας τέτοιας οικοΔΕΣΠΟΙΝΑΣ σε κάνει να καταλάβεις ότι, όπως και να το κάνουμε, ο στυλοβάτης του σπιτιού ήταν, είναι και θα είναι η γυναίκα, είναι πως βλέποντας κανείς τη Φωτεινή Μπαξεβάνη, να ενσαρκώνει το ρόλο που καθιέρωσε στην κρατική ΕΡΤ άλλοτε η Μπέτυ Βαλάση καταλαβαίνει πως ορισμένα πράγματα δεν τα αγγίζει ο χρόνος. Δεν πρέπει να τα αγγίξει, ΑΝΥΠΕΡΘΕΤΩΣ!
Η φιλοσοφία του καλομαγειρεμένου φαγητού και ο τρόπος που υποστηρίζεται σου δίνει μάθημα ζωής για το τι σημαίνει γενναιοδωρία και πώς να προσθέσεις στη ζωή σου, νοστιμιά και ευεξία. Αυτές ήταν οι προτεραιότητες μιας πολίτισσας ενός μικροαστικού ρωμαιομαχαλά που δε συγχρωτιζόταν με την οθωμανική ελίτ αλλά και δεν ασχολούνταν ιδιαίτερα με την πολιτική και επιδιδόταν σε μαγειρικές αλχημείες με την πάλη των μυρωδικών, των μπαχαρικών και των ευωδιαστών εδεσμάτων που με τις μυρωδιές τους αναδεικνύονται σε προτεραιότητα υψίστης σημασίας σε ένα σπίτι κι όχι υποχρέωσης.
Μμμμμ … είπα μυρωδιές… Σαν τα φαγητά της Ρωξάνης ή Ρωξάνδρας ή Λωξάνδρας που ως άριστη οικοδέσποινα δίνει μαθήματα μαγειρικής για μια νόστιμη και γευστική ζωή και ως ηθογραφικός ήρωας, διατελεί το σκοπό της όχι μονάχα επιτρέποντάς μας να μπούμε στο σπίτι της ωσάν σύγχρονοι οργουελικοί Μεγάλοι Αδερφοί αλλά διδάσκοντάς μας και ήθος! Δοτική, προκομμένη, ευπροσάρμοστη αλλά και επιβλητική, με πυγμή σε θέματα σπιτιού και με «πολιτική» όχι στα κοινωνικά τεκταινόμενα αλλά στις ανθρώπινες σχέσεις, άνθρωπος γεμάτος, με εκτόπισμα. Γεμίζει τη σκηνή, την καρδιά μας και δίνει νόημα στην καθημερινότητα επαναπροσδιορίζοντάς την ως μοναδική γιορτή, γιατί κάθε μέρα είναι διαφορετική και αποστραγγίζοντάς την από τη μιζέρια.
Ποιος φεμινισμός τώρα και ποια γυναικεία χειραφέτηση? Αν είχε καταλάβει η γυναίκα τον αρχοντικό της ρόλο μέσα στο σπίτι, τον καθοριστικό ρόλο στην ανατροφή των παιδιών, τον ιδανικό της ρόλο σε θέματα σεβασμού στο στεφάνι της, τον πυροσβεστικό της ρόλο στις οικογενειακές μικροπρεπείς διενέξεις και τον σοφό της ρόλο ως καθόλα φιλοσοφικό στην κουζίνα, τώρα δε θα είχαμε τόσα παρατράγουδα κοινωνικά εξ αιτίας του εικονικού επαναστατισμού! Και θα ήταν πιο φεμινίστρια από ποτέ!
Η Λωξάνδρα σου μαθαίνει να προσέχεις πράγματα της καθημερινότητας και σου δίνει συμβουλές για βασικές αρχές ενός σπιτικού, που μέχρι τώρα κοιτούσες αλλά δεν έβλεπες, άκουγες αλλά δεν πρόσεχες, έτρωγες αλλά δε γευόσουνα:
Εμπεδώνεις για τα καλά ότι «το λάδι δεν πρέπει να το λυπάσαι στο λαδερό γιατί η λαϊκή παροιμία λέει: “Φάε λάδι κι έλα βράδυ” ». Επίσης ότι «Κάθε λαχανικό στην εποχή του είναι και πιο ωραίο και πιο φτηνό, τι να την κάνεις την κονσέρβα;». Μαθαίνεις μυστικά κουζίνας, όπως το να βάζεις μπόλικο κρεμμύδι στο γιαλαντζί ντολμά για να κάνεις το ντολμά νόστιμο, όμως να ρίχνεις μέσα και δυόσμο για να τον κάνεις χωνευτικό. Στο κυδωνάτο που είναι στυφτικό να ρίχνεις μαζί να βράσουν και τα κουκούτσια του κυδωνιού που είναι τόσο μαλαχτικά για να φέρεις την ισορροπία»... και σου μαθαίνει επίσης να δείχνεις σεβασμό σε ό,τι καρπό γεννάει η φύση και η γης και όχι τα βιομηχανικά και χημικά εργαστήρια…
Μπαίνεις σε σκέψεις μετά από σοφές συμβουλές για το ζευγάρι, όπως «Πώς τη βλέπεις τη γυναίκα σου ύστερα από ένα καλομαγειρεμένο φαγητό και πώς τη βλέπεις όταν έρχεσαι κουρασμένος στο σπίτι σου να φας και βρίσκεις σούπα του μπακάλη (σήμερα τον λένε Μπαρμπα-Στάθη), κονσέρβα και σάλτσα μποτιλιαρισμένη;» ή και «Καλοτάισε τον άντρα σου, αν θέλεις να έχεις άντρα». Και μαθαίνεις πως το σπίτι δεν κρατιέται από τον άνδρα αλλά από τη γυναίκα που από τη φύση της είναι καταδικασμένη να ενσαρκώνει ρόλους, ρόλους, ρόλους αρκεί να το συνειδητοποιήσει νωρίς και να το κατανοήσει όμως και το «ισχυρό» φύλλο. Και πως το σλόγκαν της γνωστής διαφήμισης «πετάξτε τις κατσαρόλες ψηλά» αποτελεί λάθος αρχή για τη γυναίκα αλλά καλοστημένο παιχνίδι του καταναλωτισμού.
Και στέκεσαι επίσης σε βασικές αρχές οικιακής οικονομίας, όπως: «Δεν διατάζουμε ποτέ τη μάνα μας να καθίσει αλλά παρακαλάμε το θεό να είναι πάντα όρθια και στα πόδια της». Σε ένα ξένο σπίτι, και όχι στο δικό μας, όσο οικείο κι αν μας είναι δε δίνουμε ποτέ διαταγές στους υπηρέτες αλλά αφήνουμε να το κάνουν οι οικοδεσπότες. Και φυσικά έχουμε κάνει αρχή ζωής το «Τις εστί πλούσιος, μπρε; Ο εν τω ολίγω αναπαυόμενος!»
Το βασικό είναι πως η Λωξάνδρα, γυναίκα του 19ου αιώνα, τόσο ρετρό φιγούρα καταφέρνει να μπει στην καρδιά μιας σύγχρονης εργαζόμενης γυναίκας, συζύγου, μάνας, καριερίστριας, όπως την έκανε, για άλλους την εξέλιξε, για πολλούς την κατάντησε ή την εξανάγκασε το κοινωνικό γίγνεσθαι. Και τη βάζει σε σκέψεις ώστε να αναρωτηθεί τόσο Αυτή όσο και Αυτός πως η πάλη των δύο φύλων δεν υφίσταται, για τον απλούστατο λόγο ότι οι ρόλοι είναι ξεχωριστοί εκ φύσεως και παραπληρωματικοί.
Έφυγα από το θέατρο, χαιρετώντας αλλά και χαιρετίζοντας τον Σωτήρη το Χατζάκη, γνωστός μου χρόόόόνια, για την αναμενόμενη έκπληξη που λέγαμε και πήγα σπίτι κι έφτιαξα λαδερό, ακολουθώντας τη συμβουλή της Ρωξάνδρας βάζοντας μπόλικο λάδι!
Αλλιώς μπρε, τι νόημα θα ‘χε λλλαδερό πράμα?